Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: Ο συνεκτικός δεσμός του παρελθόντος με το παρόν και η ελπίδα για το μέλλον


Γράφει ο Θεοδόσιος Αρ. Κυριακίδης,
Υπ. Διδ. Νεότερης Ιστορίας Υπ. Ερευνητικού Κέντρου «Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα».


«…ἡ διαληφθείσα Ἱερά καί Σεβασμία Μονή ἐπ΄ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου σεμνυνομένη, ἥτις ἐπικέκληται τοῦ Περιστερεώτα κατά τήν ἐπαρχίαν Τραπεζούντος κειμένη παρά τῷ ὄρει τῷ καλουμένῳ Γαλίαινας… ἀπό τοῦ νῦν μέχρι παντός εἰς αἰῶνα τόν ἅπαντα, ὑπάρχει καί λέγεται και παρά πάντων γιγνώσκηται Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή, ἐλευθέρα, καί ἀδούλωτος, καί ἀσύδοτος, καί ἀκαταπάτητος, καί ἀκαταζήτητος ὅλως, καί ἀνενόχλητος, καί ἀνηπηρέαστος παντελῶς, μηδενί τινι ὑποκειμένη, εί μή μόνῳ τῷ Πατριαρχικῳ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ, καί εἰς αυτόν μόνον τήν ἀναφοράν ἔχειν, καί ὑπ΄ αὐτοῦ διεξαγωμένη καί προστατευομένη, κρατυνομένη τε καί ἐπισκεπτομένη, ἀνακρινομένη τε καί ἐξεταζομένη, καί ὑπό τῆς Πατριαρχικῆς περιωπῆς ἰθυνομένη, μνημονευομένου τε ἐν αὐτῇ τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς ὡς εἴθισται, καί μηδενός ἔχοντος ἄδειαν κατεπεμβαίνειν αὐτῆς ποτέ, οὔτε τοῦ κατά τόπον Ἀρχιερέως…»[1].

Στην ιστορική πορεία του Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα στο όρος Πυργί της Γαλίαινας, που ιδρύθηκε το 752 και λειτούργησε μέχρι και το 1923, ουδέποτε καταγράφτηκε επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Η μοναδική φορά που μνημονεύτηκε το όνομα Πατριάρχη στην μονή, παρουσία του ιδίου, υπήρξε φέτος με τη μόνη διαφορά ότι η μονή συμπλήρωνε 89 χρόνια ερήμωσης της, ενώ έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά.

Στις 17 Αυγούστου λοιπόν του 2012 έλαχε στη Μονή του Περιστερεώτα η εξαιρετική τιμή να δεχτεί την επίσκεψη της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητας του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου. Δεν τον υποδέχτηκε στην πόρτα ο ηγούμενος με τους αδελφούς και τους δόκιμους της μονής. Ούτε και ο μητροπολίτης Τραπεζούντας παραβρέθηκε στη σεμνή τελετή. Η μονή είναι πια ερειπωμένη και οι αναφερθέντες κληρικοί και ιεράρχες έχουν αφήσει πια τον μάταιο τούτο κόσμο. Τον Οικουμενικό Πατριάρχη συνόδευσαν στο ιστορικό του αυτό προσκύνημα δυο Έλληνες μητροπολίτες, ο ποντιακής καταγωγής μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος και ο Νεαπόλεως κ. Βαρνάβας. Τη συνοδεία συμπλήρωνε ο μητροπολίτης κ. Πέτρος από το Πατριαρχείο της Γεωργίας, λοιποί ιερωμένοι, καθώς και απόγονοι των τελευταίων ενασκησάντων μοναχών, απλοί προσκυνητές και αρκετοί δημοσιογράφοι.

Ο πατριάρχης, θαρρείς νεανίας, σκαρφάλωσε με ορμή στον ψηλό βράχο και πέρασε την είσοδο του Μοναστηρίου. Πριν την καταστροφή και τον ξεριζωμό την είσοδο θα στόλιζε η μαρμάρινη εικόνα του Αγίου Γεωργίου, την οποία έθεσε εκεί το 1846 ο ηγούμενος Ιωαννίκιος, μετά την ανακαίνιση της κλίμακας που οδηγεί στο μοναστήρι. Ο Πατριάρχης θα εισέρχονταν στο καθολικό και θα προσκυνούσε την ιστορική και θαυματουργική εικόνα του Αγίου Γεωργίου του 1631, υπό την συνοδεία του ηγουμένου, ο οποίος θα φορούσε την επίσημη στολή, θα κρατούσε την ηγουμενική του ράβδο και θα πλαισιωνόταν από τους υπόλοιπους πατέρες. Αντ’ αυτού, όπως προαναφέρθηκε, ο πατριάρχης προσκύνησε τα ερείπια του μεγάλου αυτού ιστορικού μοναστηριού και αντί για τον ηγούμενο και τους μοναχούς τον υποδέχτηκαν απλοί προσκυνητές. Όταν ξεκίνησε όμως η ψαλμωδία θαρρείς άρχισαν ένας-ένας να ξεπροβάλουν. Νάτος ο Γρηγόριος Παντελίδης, ο τελευταίος ηγούμενος, με το επιβλητικό παράστημα και πίσω ο Θεοδόσιος, ο Ιερεμίας, ο Γρηγόριος, ο Ιγνάτιος και ο Ιλαρίων. Να και τα καλογεροπαίδια αμούστακα ακόμη παιδιά, συμπληρώνουν τη συνοδεία που ξεπροβάλει μέσα από την ποντιακή δύσα. Να και ο θυρωρός ο Γιάγκον ο Κυριακόγλης, με τα κλειδιά στη ζώνη που ξεμακραίνει για ν’ αγκαλιάσει και να φιλήσει το παιδί του, που ήρθε και αυτό από την Ελλάδα για την ιστορική επίσκεψη του Πατριάρχη. Τι συγκίνηση αλήθεια! Η ουράνια και η στρατευόμενη εκκλησία, οι απλοί προσκυνητές με το «περικείμενον νέφος μαρτύρων», συναντιούνται όλοι για να συνεορτάσουν το μεγάλο γεγονός. Ο Δράμας Παύλος, όντας ηγούμενος ακόμα της Σουμελά ήρθε θαρρείς σαν άλλος Θεοφάνης Σουμελιώτης από τη Λαζική, και ξαναλειτούργησε τη Μονή μετά από τόσα χρόνια ερήμωσης. Και τώρα νάτος πάλι ήρθε στο μεγάλο προσκύνημα και μαζί του σαν να ξεχωρίζει και ο Τραπεζούντος Χρύσανθος με την κατάλευκη γενειάδα του. Να και ο Φωστηρόπουλος, ο Θεοφύλακτος, ο Λεοντίδης, ο Μεταξάς και τόσοι άλλοι. Τα παιδιά των σχολείων στέκουν με τις κατάλευκες στολές, δεξιά των αρρένων και αριστερά των θηλέων και ραίνουν με ροδοπέταλα τον μεγάλο επισκέπτη, ενώ οι χορωδίες τον υποδέχονται με το «ως ευ παρέστεις».

Γράφουν όλοι τις εντυπώσεις τους και τις ενθυμήσεις τους στον αφιερωματικό κώδικα της Μονής, από αυτήν τους την επίσκεψη. Ο Παπαμιχαλόπουλος, ο Zacharia von Lingenthal, o Fallmerayer, o Cumont. Α να και ο Σοκολώφ. Γράφει με μια μαύρη πένα με καλλιγραφικά στην παλαιορώσικη γραφή. Ο Πατριάρχης αρχίζει να κατηφορίζει και μαζί του φεύγει σιγά-σιγά και ο κόσμος. Τα πρόσωπα χάνονται πίσω από τις πέτρες που έμειναν να θυμίζουν την ένδοξη ιστορία. Αρχίζουμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Αναρωτιόμαστε, αν πράγματι ζήσαμε αυτή την εμπειρία. Φεύγει και ο ηγούμενος με το κεφάλι κατεβασμένο και στα χείλη την ευχή… κύριε ελέησον… κύριε ελέησον… Στην πόρτα ο πορτάρης περιμένει να φύγουμε για να κλειδώσει. Φυλάει το παιδί του στο μέτωπο και εγώ πριν βγω προλαβαίνω να ρίξω μια κλεφτή ματιά στον Κώδικα στη σημείωση του Σοκολώφ: «…εύχομαι με θέρμη και ειλικρίνεια το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα να ανθεί και στο μέλλον όπως αυτό ανθεί και στην τωρινή εποχή, να εξελίσσεται όλο και πιο δυνατό και να κληροδοτήσει στο μέλλον το ένδοξο παρελθόν της παρελθούσης ευδοκίμησης του, και να είναι όπως και πριν, βατήρας της ορθοδοξίας και της υψηλής ασκητικής ζωής, όντας φλογερή δάδα του αληθινού διαφωτισμού για το γύρω περιβάλλον του, να υπηρετεί ως στιβαρό σημείο ιεραποστολής και ως πηγή ευεργεσίας, και να ακολουθεί την παρελθούσα και μόνιμη αποστολή του…». Αμήν και τω Θεώ δόξα ψιθυρίζω και κατηφορίζω και εγώ από την λίθινη κλίμακα, προσπαθώντας να κατανοήσω όλα αυτά, που είχαμε την ευλογία να ζήσουμε.

[1] Από την πατριαρχική πράξη απόδοσης σταυροπηγιακής αξίας στη Μονή το 1701.

Πηγή: Ελληνική Γνώμη