του Δημήτρη Πιπερίδη
Από την χοροεσπερίδα των εμποροϋπαλλήλων της Τραπεζούντος: …η βραδιά έκλεισε με επιχώριο χορό. Η λύρα του Δήμου για μία ακόμη φορά έκανε το θαύμα της…
Από ρεπορτάζ του Νίκου Καπετανίδη στην εφημερίδα «Εποχή» (Τραπεζούντα 1919)
Ποιος να ήταν άραγε αυτός ο Δήμος, που ήταν τόσο γνωστός στους αναγνώστες της «Εποχής», ώστε ο πάντα σχολαστικός ως ειδησεογράφος Καπετανίδης να θεωρεί ότι περιττεύει η αναγραφή του επωνύμου του; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για το Κρωμναίο την καταγωγή Δήμο Ουσταμπασίδη ή «Βελβελέ», τον πιο ονομαστό Έλληνα λυράρη της Τραπεζούντας κατά τα τελευταία χρόνια πριν την Ανταλλαγή. Πολλοί εσφαλμένως τον αναφέρουν ως δάσκαλο του Σταύρη Πετρίδη. Προσωπικά έχω εντονότατες επιφυλάξεις. Ο Δήμος αυτός, που δεν πρέπει να είχε και πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας από το Σταύρη, νομίζω ότι ήταν μαθητής του παλιού, του «μυθικού» Δήμου. Αυτού για τον οποίο ο Ηλίας Τσιρκινίδης έγραψε εκείνο το μοναδικό «Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωνσταντά ο Δήμον…».
Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχω αναρωτηθεί πώς να ήσαν και πώς να έπαιζαν εκείνοι οι λυράρηδες… Πέρα από τη μουσική τους όμως, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε και για τη ζωή τους. Η αλήθεια είναι ότι στα νεανικά μου χρόνια (στα πολύ νεανικά, για την ακρίβεια…), είχα δύο αναπάντεχες αφορμές να ακούσω το ξεχασμένο από χρόνια όνομά του. Η πρώτη ήταν από το αείμνηστο δάσκαλό μου Παντελή Σεβαστίδη (τον «Παντελίκα»). Ο δάσκαλός μου είχε γεννηθεί το 1922 καθ’ οδόν προς την Ελλάδα και ήταν φτασμένος λυράρης ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Ως μαθητής, αντί να πάει στο σχολείο του, καθόταν με τις ώρες και κρυφοκοίταζε από τα παράθυρα του καφενείου για να δει τον καπετάν Ευκλείδη να γλεντά με την παρέα του (κι όταν κουράζεται ο «Τσορτάντς», να παίρνει ο ίδιος τη λύρα απ’ τα χέρια του και να παίζει τους δύο-τρεις σκοπούς που ήξερε να «γρατζουνάει»). Λίγα χρόνια μετά πρόλαβε και έπαιξε για να χορέψει Σέρα ο ίδιος ο Σταύρης. Γλέντησε με αμέτρητους πρόσφυγες της 1ης γενιάς. Ένα απόγευμα, που παρατήσαμε για μία ακόμη φορά τις λύρες και το γυρίσαμε στην κουβέντα για το Γώγο (άλλωστε ήταν φίλοι από το 1941) μου είπε κάτι που νομίζω ότι το έχω κάπου ξαναγράψει: «εγνώρτσα αθρώπ’ς που εγλέντεσαν με το Σταύρην, αθρώπ’ς π’ εγλέντεσαν με το Δήμον… Όλτς πα ερώτεσα. ’Κι ευρέθεν είνας να λέει με ότι έκ’σεν ’ς σην πατρίδαν άθρωπον να παίζ’ άμον το Γώγον…».
Ούτε όμως και ο μεγάλος μας λαογράφος ο Σίμος Λιανίδης ήταν περισσότερο διαφωτιστικός. Τον γνώρισα στα μαθητικά μου χρόνια και για λίγα χρόνια, μέχρι που πέθανε, μου έκανε την τιμή να με δέχεται στις καλοκαιρινές διακοπές του στο πατρικό του στην Καλαμαριά και να μου χαρίζει απλόχερα τη σοφία του (ήταν άλλωστε πολύ μεγάλος για να συνεχίζει να αφιερώνει το χρόνο του στο τιτάνιο έργο που επιτέλεσε στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών). Σε μια από αυτές τις συναντήσεις μου διηγήθηκε και την εμπειρία του με το Δήμο, αυτήν που τόσο παραστατικά περιέγραψε στην «Επιστροφή των Αργοναυτών». Ο Λιανίδης καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια Σανταίων, που ζούσε στην Τραπεζούντα. Ο μεγάλος του αδερφός ο Περικλής (σκοτώθηκε αργότερα από τους Τούρκους στα βουνά της Σαντάς) είχε μεγάλο μεράκι να μάθει λύρα. Ένας γιος-λυράρης όμως, και μάλιστα ο πρωτότοκος, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο για μια ανερχόμενη μεσοαστική οικογένεια της Δαφνούντας. Ούτε που να το ακούσει ο κυρ’ Φωκίων, ο πατέρας τους! Έτσι ο Περικλής κατέφυγε σε ένα τέχνασμα. Συμφώνησε με το διάσημο Δήμο να του παραδίδει κατ’ οίκον μαθήματα τις ώρες που ο πατέρας του έλειπε στο μαγαζί του. Για να μη τους δει όμως κανένα αδιάκριτο μάτι, τα μαθήματα γίνονταν -με τη σύμφωνη γνώμη και της συνένοχης μάνας του- μέσα στη μεγάλη πολύφυλλη ντουλάπα του σπιτιού. «Ότι ακούσματα έχω από το Δήμο, είναι μέσα από μια ντουλάπα…», μου έλεγε ο Λιανίδης. «Ήμουν έξι-επτά χρόνων, αλλά αντηχεί ακόμη στα αυτιά μου η μελωδία από το θεϊκό παίξιμο του…».
Όταν «μεγάλωσα» και κατάλαβα ότι αυτό που μ’ άρεσε να κάνω περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ήταν να σκαλίζω τις αναμνήσεις των ανθρώπων, αποφάσισα να βάλλω σε μια τάξη όλες εκείνες τις σκόρπιες μικρές ψηφίδες ενός πολύχρωμου μωσαϊκού, που ήξερα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να ανασυνθέσω. Δυστυχώς ήταν πλέον αργά. Όλοι όσοι είχαν να μου πουν κάτι, είχαν φύγει. Ειδικά το Δήμο, το μεγάλο «Κωσταντά» που γλέντησε με τη λύρα του τόσο τα κρωμέτ’κα φτωχόσπιτα των Εξωτείχων όσο και τα νεοκλασσικά των κεντρικών συνοικιών, τον είχαν ξεχάσει οι πάντες. Ο τελευταίος ίσως εν ζωή μαθητής του, ο Νίκος Παπαβραμίδης, είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν. Έτσι σύντομα βαρέθηκα και σταμάτησα να ψάχνω.
Αρκετά χρόνια μετά, το ξαναθυμήθηκα και σκέφτηκα να καταφύγω στις πολύτιμες γνώσεις του πάντα πρόθυμου να μου λύσει κάθε απορία μου Στάθη Ευσταθιάδη. Είμαι βέβαιος ότι ο Ευσταθιάδης, κινητή εγκυκλοπαίδεια της ιστορίας της Ποντιακής μουσικής, γνώριζε όλα όσα θα ήθελα να μάθω για το Δήμο. Ήταν όμως πολύ αργά, μόλις λίγους μήνες πριν πεθάνει. Δε χρειάστηκε να μιλήσουμε στο τηλέφωνο περισσότερο από λίγα λεπτά για να καταλάβω ότι τον κούραζα περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Έτσι τον άφησα γρήγορα στην ησυχία του. Ελπίζω ότι η Μυροφόρα -που είμαι βέβαιος ότι θα διαχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο το πλούσιο αρχείο του- ίσως βρει στα γραπτά ή ηχητικά κατάλοιπά του κάποια ψήγματα της τεράστιας γνώσης που πήρε μαζί του ο σεβάσμιος δάσκαλος της μουσικής μας λαογραφίας.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον τελευταίο καιρό έρχεται συχνά στο νου μου ο Δήμος ο Κωσταντάς. Πόσο διαφορετικά να έπαιζε από εμάς τους σημερινούς; Ποιά ήταν τα αγαπημένα του τραγούδια; Είχε κάποια χαρακτηριστική προσωπική τεχνική κι αν ναι, επιβίωσε κάποιο ίχνος από αυτήν στο παίξιμο των μεγάλων λυράρηδων, που έφεραν την τέχνη του στην Ελλάδα;
Ξέρω ότι δε θα απαντήσω ποτέ σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Ειδικά όμως για το Δήμο, δε στενοχωριέμαι, όσο για μερικούς άλλους από τους ομότεχνους του. Μου αρκεί να πάρω στα χέρια μου το μικρό βιβλιαράκι με τα αθάνατα ποιήματα του Ηλία Τσιρκινίδη και να το ανοίξω στη σελίδα με το θρήνο που έγραψε για το Δήμο. Όπως και να έπαιζε, ότι και να έπαιζε, για να ενέπνευσε ένα τόσο όμορφο ποίημα, δεν μπορεί παρά να έπαιζε μαγικά. Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωνσταντά ο Δήμον…
Πηγή: Άμαστρις