Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Απάντηση του Νίκου Ζουρνατζίδη στο Δ.Σ. του Μορφωτικού Λαογραφικού Συλλόγου Τετραλόφου Κοζάνης

 

Καταλαβαίνουμε ότι ο Ελληνισμός και η αρχέγονη καταγωγήν ενοχλεί. ΔΕΝ ΕΝΟΧΛΕΙ ΤΟ ΦΕΣΙ ΚΑΙ ΕΝΟΧΛΕΙ Η ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΑ!!!

Προς όποιον ή όσους υπογράφουν αυτό το κείμενο:
Νίκος Ζουρνατζίδης
Λόγω του ύφους του δε σκόπευα να ασχοληθώ, εάν δεν αναφερόταν το όνομά μου. Ειλικρινά δεν κατάλαβα τι είναι αυτό που ενοχλεί. Και στο κάτω κάτω εγώ προσωπικά δεν έχω αναφερθεί ποτέ στο χωριό σας, απλώς συμφωνώ με κάποιες διαπιστώσεις που συμβαίνουν στα διάφορα χωριά. Αμφιβάλετε ότι σε κάποια φορούν γραβάτες και σύγχρονα πουκάμισα; Αυτό είναι πιστή παραδοσιακή αναπαράσταση; Βλέποντας κανένας τις φωτογραφίες που αναρτήσατε σχηματίζει την εντύπωση ότι ανακαλύψατε το σύγχρονο νυφικό πριν τους Ευρωπαίους. Αυτό είναι πιστή αναπαράσταση; Παραθέτετε κάποιο φωτογραφικό υλικό το οποίο κανένας δεν αρνείται και σίγουρα έχει την αξία μιας μαρτυρίας. Υπάρχει όμως και το αντίστοιχο που έχει στην κατοχή του ο συμπατριώτης σας ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Σιαπανίδης το οποίο παρουσιάζει διαφορετικούς Μωμόγερους και νύφες τις 10ετίες 1920-’40. Υπάρχει φωτογραφικό υλικό με τον παππού του καλλιτέχνη Γιώργου Σοφιανίδη που διαφέρει ενδυματολογικά. Ό,τι έρχεται σε αντίθεση με τις δικές σας πληροφορίες απορρίπτεται;

Κοιτάξτε παρακάτω τι λέει ένας άνθρωπος που έχει αναλώσει τη ζωή του ολόκληρη για το ποντιακό και είναι από την περιοχή σας. 

Σύμφωνα με τον κ. Χριστόφορο Χριστοφορίδη, η αντικατάσταση του σεντονιού με το πιστό αντίγραφο της φουστανέλας ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920 από τα χωριά Αλωνάκια και Πρωτοχώρι Κοζάνης. Τα μεν Αλωνάκια έπαιρναν τις φουστανέλες από ένα διπλανό χωριό, τη Μεταμόρφωση (Τραβοντάνιστα) οι κάτοικοι του οποίου ήταν ντόπιοι φουστανελοφόροι και το Πρωτοχώρι προμηθευόταν από το χωριό Λευκοπηγή όπου και εκεί φορούσαν φουστανέλες. Οι κάτοικοι των δύο χωριών που αναβίωναν το δρώμενο ήταν από το Καπίκιοϊ της Ματσούκας. Επίσης στα χωριά της Κοζάνης, Κοιλάδα, Δρέπανο και Σκήτη κάτοικοι των οποίων κατάγονται και από το Χαψίκιοϊ της Ματσούκας παρουσίαζαν ένα είδος δρώμενου που ταίριαζε περισσότερο με αυτό που περιγράφει ο κ. Ζερζελίδης. Σήμερα σε όλα αυτά τα χωριά παρουσιάζεται με τη σύγχρονη μορφή του.

Ο Π. Μελανοφρύδης (1953) στην Ποντιακή Εστία, γράφει:
«Γνωστοί είναι οι Μωμόγεροι, οι μίμοι που επαίζοντο κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων και του νέου έτους εν Πόντω. Περί αυτών εγράφησαν αρκετά εις τας λαογραφικά περιοδικά μας. (Πιζίαλα ελέγετο το δεκαπενθήμερον Χριστουγέννων – 7 Ιανουαρίου).
Το έθιμον αυτό ως ήτο φυσικόν μετεφέρθη υπό των προσφύγων Ποντίων εις την νέαν πατρίδα των, την Μακεδονίαν και εξακολουθεί υφιστάμενον εις τα αμιγώς Ποντιακά χωρία. Εφέτος δε οι μωμόγεροι υπέστησαν μια τολμηράν εξέλιξην και προηρμόθησαν προς το περιβάλλον.

Έγινε δηλαδή το εξής: Ο σκελετός της κωμωδίας παρέμεινεν ο ίδιος, αλλ’ οι μωμόγεροι εφόρεσαν κατακάθαρην φουστανέλλαν με όλα τα ωραία και κτυπητά εξαρτήματά της. Επί πλέον επρόσθεσαν απροόπτως και ένα αρχαϊκόν στοιχείον: την περικεφαλαίαν με διάφορα κοσμήματα. Έτσι παρουσιάσθησαν εις την πόλιν μας τρία Ποντιακά συγκροτήματα από τα Κομνηνά, την Ασβεστόπετραν και το Καρυοχώρι, κατοικούμενα από Ποντίους.

Η εμφάνισίς των ευπρεπής και ελκυστική με τους ποικίλους χορούς και με συνοδείαν της λύρας ή της πίπιζας (τουλούμ – ζουρνάς) ενεφάνισεν ένα σύνολον πολύ όμορφο και έδωκε τον τόνον της ευθυμίας και ζωηρότητα εις την κίνησιν, της πόλεώς μας.
Ίσως μερικοί θα ήθελαν να ιδούν τους Μωμόγερους αυτούσιους όπως παριστάνοντο εις τον Πόντον ανέκαθεν. Αυτό όμως είναι φυσικώς αδύνατον δια πολλούς λόγους κι επομένως επικροτούμεν τον νεωτερισμόν αυτόν, τον οποίον εισήγαγεν η νεολαία μας με τη φαντασίαν της και μας εχάρισεν ολίγας στιγμάς ευθυμίας και αναπολήσεως των μωμόγερων που μας διασκέδαζαν τόσον εις τα παιδικά μας χρόνια. Ας φορέσουν και οι Μωμόγεροι φουστανέλλαν. Προτιμώτερον χιλιάκις από τα ανυπόφορα κουρέλια και τα εκκωφαντικά κουδούνια και από τον διάλογον που εγίνετο συνήθως εις την τουρκικήν γλώσσαν. Οι νέοι Μωμόγεροι έγιναν Ποντιομακεδονικοί και θα επικρατήσουν αναμφιβόλως, διότι αρέσουν εις όλους».

Μπορεί για εσάς αυτές οι πληροφορίες να μη σημαίνουν τίποτα. Αφήστε όμως το δικαίωμα δημοκρατικά σε κάποιους να αγωνίζονται για το ίδιο θέμα με τον τρόπο που μπορούν, ή κρίνουν σωστό και ο χρόνος θα δείξει πού βρίσκεται το δίκιο. Μετά την απομάκρυνση των προγόνων μας από το φυσικό τους χώρο άρχισε να αλλοιώνεται και η παράδοσή τους η οποία αλλοίωση άλλωστε, άρχισε να συντελείται πρωτίστως από τα αστικά κέντρα του Πόντου. Και η μουσική και ο χορός και η ενδυμασία δέχθηκαν επηρεασμούς από το νέο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον εγκατάστασης. Το θέμα είναι να ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ και χαθεί ένα δρώμενο της παράδοσης. Εάν στη διαδρομή διαπιστωθούν κάποια λάθοι, λέω εάν, να έχουμε το σθένος να τα διορθώνουμε και να μην μένουμε προσκολλημένοι σε αυτά παρουσιαζόμενοι περίπου σαν αλάνθαστοι.

Όσον αφορά το φέσι, σας πληροφορώ πως αισθάνομαι πραγματικά υπερήφανος, ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ, που φόρεσα την ενδυμασία των προγόνων μου και δεν τους ΑΠΑΞΙΩΣΑ με βάση την ενδυματολογική τους συμπεριφορά, παρόλο που έρχεται σε αντίθεση με την αισθητική μου. Η ζίπκα φορέθηκε στα τέλη του 18ου αι. μέχρι τις αρχές του 19ου και οι μεγάλες ηλικίες δε την φόρεσαν καθόλου μένοντας πιστοί στην παράδοση. Μήπως εσείς που δεν κάθεστε στους καναπέδες μπορείτε να μας πείτε τι φορούσαν πριν; Πριν την υποτιθέμενη επιβολή του φεσιού, το ξαναλέω, υποτιθέμενη είχαν άλλη επιλογή; (Υπήρχε μόνο το αραβικό τουρπάνι). Τα 2/3 της Ελλάδας φορούσαν φέσι. Λυπάμαι που όποιος έχει αντίθετη άποψη από τα πιστεύω σας γίνεται αυτόματα εχθρός σας. Άλλωστε αυτή είναι η γάγγραινα του ελληνισμού από αρχαιοτάτων χρόνων.

Νίκος Ζουρνατζίδης