«Χάθηκε μια ολόκληρη σχεδόν γενιά, εξαιτίας της έλλειψης προγράμματος στην παιδεία»
Με αφορμή το χθεσινό (15-01-2013) ρεπορτάζ μας, σχετικά με τη διάταξη του Μεσοπρόθεσμου που καταργεί τις συντάξεις σε ομογενείς, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει 20 χρόνια διαμονής στη χώρα μας, επιχειρούμε να ανοίξουμε συνολικά το φάκελο των ζητημάτων που απασχολούν τους παλιννοστούντες από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, συζητώντας για το θέμα με έναν άριστο γνώστη της υφιστάμενης κατάστασης και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα μέλη αυτής της κατηγορίας συμπολιτών μας, αλλά και γνώστη του ιστορικού της υπόθεσης με την παλλινόστηση και των χειρισμών, που έγιναν από την ελληνική πολιτεία. Δίχως να διστάσει να ασκήσει αυστηρή κριτική στις ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά, που χειρίστηκαν το θέμα αυτό, αλλά και καταθέτοντας ενδιαφέρουσες προτάσεις για την αξιοποίηση των ομογενών και την ενίσχυση της ελληνικής υπαίθρου, κατ’ επέκταση της αναπτυξιακής της δυναμικής, ο κ. Γιάννης Νικολαϊδης, περιφερειακός σύμβουλος Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και μέχρι πρότινος πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων «Η Τραπεζούντα» σχολιάζει εκτενώς τις πτυχές του συγκεκριμένου ζητήματος, απευθύνοντας παράλληλα έκκληση στους κυβερνώντες να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη, που κατέγραψε η ελληνική πολιτεία στο παρελθόν.
Υπάρχουν ακόμα οι προσκλήσεις, που έταζαν «λαγούς με πετραχήλια»
Θ.Σ.: Ως άνθρωπος, που έχετε άμεση επαφή με τους ομογενείς από τις χώρες της πρώην Σοβιετική Ένωση, πώς εισπράττετε την κίνηση της ελληνικής πολιτείας και την ψήφιση ενός νόμου, που στερεί από έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων τη σύνταξη, που τους χορηγούσε το ελληνικό κράτος;
Γ.Ν.: Σίγουρα η χώρα περνά δύσκολες στιγμές, σίγουρα θα έπρεπε και πρέπει στην Ελλάδα να αλλάξουν κάποια πράγματα. Θα πρέπει να υπάρξει εξορθολογισμός και νοικοκύρεμα, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να γίνει εξωστρεφής και να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα όλων των προηγούμενων δεκαετιών. Όμως, μπροστά σε αυτήν τη λογική, δε θα πρέπει κοντά στο ξερό να κάψουμε και το χλωρό. Ο νόμος αυτός σίγουρα αδικεί αρκετούς συμπολίτες μας και μέσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι ομογενείς από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, οι οποίοι ας μην ξεχνούμε ότι ήρθαν στην Ελλάδα στις περισσότερες των περιπτώσεων μετά από πρόσκληση για εγκατάσταση στη «μητέρα πατρίδα». Υπάρχουν άνθρωποι, οι περισσότεροι εξ αυτών, οι οποίοι έχουν ακόμα στα χέρια τους αυτές τις προσκλήσεις, οι οποίες ήταν γραμμένες και στα ελληνικά και στα ρωσικά, βάσει των οποίων τάζονταν «λαγοί με πετραχήλια». Τους έταζαν επαγγελματική αποκατάσταση, στεγαστική αποκατάσταση, μια πραγματικότητα τελοσπάντων ομολογουμένως πολύ ελκυστική, σε μια ατυχή μάλιστα συγκυρία για τις σοβιετικές δημοκρατίες, μιας και ήρθαν χρονικά αμέσως μετά από την κατάρρευση του οικονομικού και κοινωνικού ιστού της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι λοιπόν είδαν πραγματικά σα μια διέξοδο στα προβλήματά τους τη μετανάστευση στην Ελλάδα, αλλά η πραγματικότητα εδώ ήταν τελείως διαφορετική. Εκείνοι μάλιστα από τους ανθρώπους, που ήρθαν στην Ελλάδα, μετά από το ’92, που είναι κυρίως οι πρόσφυγες ποντιακής καταγωγής από τις δημοκρατίες του Καυκάσου, θα έχουν πλέον ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα, γιατί δεν καλύπτουν την προϋπόθεση του νέου νόμου. Θέλω να πιστεύω ότι η κυβέρνηση θα φροντίσει γι’ αυτό, γιατί θα είναι πραγματικά άδικο άνθρωποι, που ήρθαν εδώ μετά από πρόσκληση, να μένουν τώρα μετέωροι. Και μιλάμε για ανθρώπους, που είναι τώρα 70,80 και 90 χρονών, και είναι παντελώς αδύναμοι να εργαστούν. Θα πρέπει το κράτος να μην τα ισοπεδώνει όλα, να μην τα βλέπει όλα με τον ίδιο φακό και ακόμη-ακόμη θα πρέπει να δει με πάρα πολύ μεγάλη ευαισθησία τη δική μας περιοχή, που ούτως ή άλλως μαστίζεται από μετανάστευση. Αυτό το θέμα θα πρέπει να το δούμε συνολικά, διότι το συγκεκριμένο βοήθημα που παίρνει ο παππούς και η γιαγιά, στην ουσία δεν είναι βοήθημα μόνο γι’ αυτούς, είναι ένα βοήθημα για όλη την οικογένεια. Μέσα σε αυτό το πνεύμα λοιπόν θα πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση. Διότι διαφορετικά πιστεύω πως κανείς δε θα μείνει εδώ να πεινάσει, θα αναζητήσει το δρόμο του κάπως διαφορετικά. Κι ας μην ξεχνούμε πως η Ρωσία τη δεδομένη στιγμή είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα και πιθανότατα να προσελκύσει το ενδιαφέρον ακόμα περισσότερων ανθρώπων. Εξάλλου, μην ξεχνάμε επίσης ότι αρκετοί εκ των ομογενών ζήτησαν αναγνώριση της προϋπηρεσίας, που είχαν στις τέως Σοβιετικές Δημοκρατίες, και η Ρωσία αναλαμβάνει το κόστος αυτό σχεδόν για όλους. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι πολλοί από τους ομογενείς, ειδικά αυτοί που ήρθαν από τη Ρωσία, θα κοιτάξουν να επιστρέψουν πίσω κι αυτό δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό, δεδομένου ότι θα έπρεπε να γίνουν πολλά περισσότερα σε αυτό το κομμάτι όλες τις δεκαετίες όσον αφορά την πληθυσμιακή ενίσχυση της περιοχής.
Θ.Σ.: Εστάλησαν, όπως αναφέρατε, προσκλήσεις προς τους ομογενείς για να έρθουν στην Ελλάδα, αλλά με ποιο σχεδιασμό, με ποιο στόχο;
Γ.Ν.: Δυστυχώς δεν έγινε καθόλου προγραμματισμένα η υποδοχή, διότι είδαμε ανθρώπους να καταφθάνουν στην Ελλάδα κατά εκατοντάδες χιλιάδες και σε όλες των περιπτώσεων η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη να δεχθεί ένα τόσο μεγάλο όγκο προσφύγων. Δυστυχώς δεν υπήρχε προγραμματισμός, ώστε οι άνθρωποι αυτοί να μπορούν να προωθηθούν σε κοινωνίες, σε χώρους, όπου ήταν συνηθισμένοι να ζουν. Δηλαδή θα μπορούσε, μέσα από έναν σωστό προγραμματισμό, οι άνθρωποι που προέρχονταν από αστικά κέντρα να προωθηθούν προς τα αστικά κέντρα και οι άνθρωποι, που προέρχονταν από αγροτικές περιοχές και ήξεραν από αγροτική οικονομία και εκμετάλλευση της γης να προωθηθούν στην επαρχία. Είδαμε ανθρώπους να καταφθάνουν από το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν αρχικά, που προερχόμενοι από αστικά κέντρα και με πτυχία, χρησιμοποιούνταν ως εργάτες γης και έμεναν μέσα σε λυόμενα για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Είδαμε μια ολόκληρη σχεδόν γενιά να χάνεται. Και χάθηκε γιατί το κράτος δεν είχε φροντίσει, μέσα από ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα στην παιδεία, να επιταχύνει και να επισπεύσει τη διαδικασία ένταξης των παιδιών στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά ούτε των γονιών αυτών, μιας και είχαν χαραμιστεί και είχαν φαγωθεί τότε εκατομμύρια δραχμές, τεράστια ποσά, σε διάφορα σεμινάρια, τα οποία βέβαια δεν έκαναν τίποτα. Θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, όπως η μοριοδότηση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση-όχι ες αεί, αλλά για κάποια χρόνια. Ακόμα και σήμερα βλέπουμε στον οικισμό ότι μιλιούνται πάρα πολλές γλώσσες παράλληλα με την ελληνική και ακόμα και σήμερα βλέπω κι εγώ ότι στα μικρά παιδιά υπάρχει σε κάποιες των περιπτώσεων θέμα στη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Θα πρέπει το κράτος να εκπονήσει ακόμα και σήμερα ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα-αν θέλετε ενισχυτικής διδασκαλίας- για τα παιδιά, που έρχονται στην Ελλάδα σε μεγαλύτερη ηλικία. Γιατί ακόμα και σήμερα, παρόλα τα χάλια της ελληνικής οικονομίας, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έρχονται από πόθο και μόνο για την Ελλάδα. Θα πρέπει για αυτούς τους ανθρώπους να υπάρξει μέριμνα και τα παιδιά τους να βοηθηθούν στην ένταξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εστιάζω σε αυτό το κομμάτι, της εκπαίδευσης, γιατί μέσα από εκεί, μέσα από την παρέα, τη γνωριμία, τη συναναστροφή με παιδιά από τη γηγενή κοινωνία, η ένταξη πραγματοποιείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Να μην εξακολουθήσουμε να κάνουμε τα λάθη του παρελθόντος, όπου είχαμε παιδιά τα οποία δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το βηματισμό των δικών μας παιδιών και περιθωριοποιούνταν, είχαν συμπεριφορές παραβατικές και πολλά άλλα ανεπιθύμητα. Ακόμα και σήμερα δεν είναι αργά, θα πρέπει η πολιτεία να ενσκήψει πάνω σε αυτά τα ζητήματα.
Θ.Σ.: Στην Κομοτηνή είναι συνήθη τα φαινόμενα σαν κι αυτά, που περιγράφετε;
Γ.Ν.: Για να «λέμε τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη» θεωρώ ότι στην δική μας πόλη δεν υπάρχει πρόβλημα. Τα ποντιόπουλα εκ των σοβιετικών δημοκρατιών και ειδικά τώρα, που τα περισσότερα έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, περνούν μέσα από όλα τα στάδια της δημόσιας εκπαίδευσης και δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα σοβαρό. Θα έλεγα ότι δεν υπάρχει θέμα. Όμως σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως στην Αθήνα για παράδειγμα, που υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, συγκεντρωμένοι όλοι σε συγκεκριμένους δήμους, θεωρώ ότι, κι ας ακούγεται οξύμωρο, ενώ μιλούμε για Ελλάδα, για κέντρο, για Αθήνα, εκεί υπάρχει πρόβλημα χρήσης γλώσσας.
«Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό παλιννοστούντων γυρνούν πάλι πίσω»
Θ.Σ.: Σε επίπεδο οικονομικό ποια είναι η εικόνα που υπάρχει στις τάξεις των ομογενών; Είναι αλήθεια ότι έχει μειωθεί κατακόρυφα, σχεδόν στο ήμισυ από τη δεκαετία του ’90, ο αριθμός των διαμενόντων στη Ροδόπη;
Γ.Ν.: Αυτό που ισχύει στη Ροδόπη, ισχύει σε πανελλαδικό επίπεδο. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων, που ήρθαν από τις τέως Σοβιετικές Δημοκρατίες στην Ελλάδα και πάλι γυρνούν πίσω. Υπάρχει δηλαδή μια τάση για επιστροφή στη Ρωσία κυρίως κι όχι στις χώρες από τις οποίες ήρθαν. Μιας και γνωρίζουν τη γλώσσα, ενώ οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας ξέρουν το σύστημα κι έχουν την κουλτούρα των χωρών αυτών. Όμως δε φεύγουν μόνο προς τη Ρωσία, φεύγουν και προς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης και προς την Κύπρο. Αυτό, που μένει σε εμάς, είναι τα σπίτια τα οποία έφτιαξαν, και οι παππούδες που σε κάποιες περιπτώσεις κρατούν πίσω τα παιδιά για να αποκτήσουν ελληνική παιδεία. Αυτές είναι αρκετές περιπτώσεις, αλλά εδώ βέβαια εντοπίζεται ένα άλλο δράμα, αφού διαλύονται στην ουσία οικογένειες. Όσον αφορά το δικό μας οικισμό στην Κομοτηνή, μαστίζεται από ερήμωση κι από μετανάστευση. Εμείς όμως θέλουμε νιάτα στην περιοχή, θέλουμε νέους ανθρώπους, αφού ένας από τους συντελεστές της παραγωγής προκειμένου να υπάρξει πρόοδος είναι κι η εργασία. Κι αν δεν έχεις χέρια να δουλέψουν, δεν πρόκειται να δεις οικονομική ευημερία και ανάπτυξη.
«Θα έπρεπε να αξιοποιηθούν οι παλιννοστούντες βάσει στρατηγικού σχεδιασμού»
Θ.Σ.: Στο κομμάτι της πληθυσμιακής ενίσχυσης της περιοχής, που θίξατε προηγουμένως, θα μπορούσε η ελληνική πολιτεία να κάνει κάτι παραπάνω ώστε να θέσει τις βάσεις για περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη;
Γ.Ν.: Θεωρώ ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω, αν εστίαζε στον παράγοντα άνθρωπο, όποιος κι αν είναι αυτός, είτε προέρχεται από τη γηγενή κοινωνία, είτε από τους ομογενείς, αν είχαμε μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. Αν εκτιμούσαμε ότι είχαμε κάποιους ανθρώπους, που προήλθαν από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι οποίοι είχαν σίγουρα πίσω φίλους, συγγενείς, κουμπαριά, «σειρές» από το στρατό, συμμαθητές. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με αυτούς τους ανθρώπους; Θα μπορούσαμε να τους αξιοποιήσουμε όσον αφορά στην ενίσχυση των εξαγωγών των δικών μας προϊόντων, ιδιαίτερα του πρωτογενούς τομέα, μιας και στην περιοχή μας έχουμε έναν ανταγωνιστικότατο πρωτογενή τομέα. Δεν έχουμε κάνει όμως τίποτα προγραμματισμένα. Παρά ταύτα, ωστόσο, το ελαιόλαδο σε ένα μεγάλο ποσοστό εκ των εξαγωγών του προϊόντος πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή από τους ομογενείς των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Αυτό είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό και θέλω να πιστεύω ότι θα επεκταθεί η ενασχόληση αυτών των ανθρώπων με το εμπόριο όσον αφορά και σε αλλά προϊόντα. Θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιηθούν κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους, πάλι μέσα από έναν στρατηγικό σχεδιασμό, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του τουριστικού προϊόντος της περιοχής. Οι παραλίες μας είναι πραγματικά καταπληκτικές, έχουμε ένα αρκετά μεγάλο καλοκαίρι και θα μπορούσαμε λοιπόν, μέσα από την απλοποίηση των διαδικασιών, που αφορούν πολίτες από τρίτες χώρες, να προσελκύσουμε ένα μεγάλο κομμάτι από τη ρωσική αγορά. Θα μπορούσαμε επιπλέον να χρησιμοποιήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, για να προσελκύσουμε επενδύσεις. Είτε από ελληνικής καταγωγής ανθρώπους, που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στη Ρωσία, είτε από ρωσικούς παράγοντες και ακόμα-ακόμα κι από την κεντρική Ασία. Αυτοί οι άνθρωποι θα έλεγα ότι μπορούν να αποτελέσουν μια γέφυρα επικοινωνίας με το χώρο αυτών των δημοκρατιών, που είναι στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας, στο Βορρά αλλά και στην κεντρική Ασία, για ένα καλύτερο οικονομικό περιβάλλον στην περιοχή. Παρά ταύτα, δεν έχουμε κάνει τίποτα σε όλους αυτούς τους τομείς και τα πάντα εναπόκεινται σε προσωπικές προσπάθειες κάποιων ανθρώπων στην Ελλάδα. Τώρα που αλλάζουν όλα στην Ελλάδα, εγώ περιμένω να δω αλλαγή και προς αυτήν την κατεύθυνση.
«Οι επενδύσεις κατευθύνονται εκεί όπου υπάρχει λαός»
Θ.Σ.: Διαπιστώνουμε ότι υπάρχει διαχρονικά ένα χάσμα ανάμεσα στην ελληνική πολιτεία και σε αυτήν την κατηγορία των ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που έχουν μεγάλες δυνατότητες στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Στην παρούσα συγκυρία θα μπορούσε να επιτευχθεί μια γεφύρωση;
Γ.Ν.: Βεβαίως και μπορεί να επιτευχθεί και δεν το λέω τυχαία, αυτά που λέω τα πιστεύω. Εγώ πιστεύω ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι, όπως παρουσιάζονται, δηλαδή ως πρόβλημα, και ακούμε συνεχώς «ήρθαν οι Ρωσοπόντιοι και τους έδωσε η ελληνική κοινωνία και τους έδωσε και τους έδωσε…». Και πάνω σε αυτό έχω να πω ότι η αποκατάσταση των ομογενών έγινε κυρίως μέσα από συγκεκριμένες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Πράγμα, που σημαίνει ότι όλα αυτά τα χρήματα ήταν ευρωπαϊκά και θα ήταν ευλογία αν μπορούσαμε να έχουμε άλλες εκατό χιλιάδες φερ’ ειπείν οικογένειες εδώ. Γιατί τι θα σήμαινε η άφιξη μιας οικογένειας; Αυτόματα την οικονομική ενίσχυση για την αποκατάσταση. Θα γινόταν ηλεκτρολογικά, υλικά οικοδομών, επιπλέον υπάλληλοι στη δημόσια διοίκηση για να εξυπηρετηθούν οι επιπλέον ανάγκες του επιπλέον πληθυσμού. Ποιοι θα απασχολούνταν σε αυτές τις επιπλέον θέσεις; Θα απασχολούνταν τα δικά μας παιδιά, της γηγενούς κοινωνίας, και θα επιτυγχάναμε μικρότερα ποσοστά ανεργίας στην ουσία. Εξάλλου ας μην ξεχνούμε ότι οι επενδύσεις κατευθύνονται εκεί όπου υπάρχει λαός, γιατί από το λαό δημιουργείται το κέρδος. Το κεφάλαιο και ο καπιταλιστής δε θα πάνε να επενδύσουν πάνω στην κορυφή του Παπίκιου, όπου δεν υπάρχει ψυχή. Θα πάει όμως να επενδύσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχουν 20 εκατομμύρια λαού. Γιατί να έρθει να επενδύσει στην Κομοτηνή με τις 45.000 κόσμο ή στις Σάπες με τις 5.000; Θα γίνουν κάποιες επενδύσεις και σε αυτές τις περιοχές, όμως πάντα καλύτερη προοπτική υπάρχει εκεί, όπου υπάρχει πολύς λαός.
«Η Αθήνα απορρόφησε τους πρόσφυγες, γιατί ήταν φθηνό εργατικό δυναμικό»
Θ.Σ.: Αυτή η στρατηγική, πάντως, δεν ακολουθήθηκε εδώ στη δικιά μας περιοχή…
Γ.Ν.: Ακολουθήθηκε το 1923 με τη Συνθήκη της Λοζάνης, όπου και τότε θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. Υπήρξε όμως εποικισμός τότε με 50.000-60.000 λαού, αλλά έκτοτε από ένα μεγάλο κύμα προσφύγων Ποντίων το 1939 δεν ήρθε κανείς στην περιοχή, το 1965 που ήρθαν δεκάδες χιλιάδες και πάλι κυρίως από την κεντρική Ασία επίσης κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη, λίγοι προς την κεντρική Μακεδονία και κυρίως προς την Αθήνα. Πιστεύω ότι οι ειδήμονες της περιοχής και τα ξεφτέρια, που υπήρχαν κάτω στην Αθήνα δεν τους κάλεσαν τυχαία στην Αθήνα, δεν τους απορρόφησε τυχαία η Αθήνα. Δεν αφέθηκαν τυχαία, αλλά πήγαν εκεί για να αποτελέσουν φθηνό εργατικό δυναμικό, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους οι επιχειρήσεις του λεκανοπεδίου της Αττικής. Αν είχαν όμως διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων και πραγματικά η περιφερειακή συνείδηση και η περιφερειακή ανάπτυξη αν ήταν στο πίσω μέρος εκείνων των κυβερνήσεων, θα είχαμε πραγματικά διαφορετικά αποτελέσματα και μια οικονομία πιο δυνατή, ώστε ίσως η κρίση που περνάμε σήμερα να μην εμφανιζόταν τόσο σκληρή.
Κι αυτό, γιατί μιλούν για ανάταση της αγροτικής οικονομίας και της υπαίθρου σήμερα, αλλά ποιας υπαίθρου; Στην ύπαιθρο είναι όλοι 80 και 90 χρονών και τα χωριά μαραζώνουν. Θα έπρεπε λοιπόν η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια να δει την ύπαιθρό της, αλλά να δει και τη δικιά μας περιφέρεια η οποία πραγματικά όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει ούτε ένα αστικό κέντρο μεγάλο. Αν συγκρίνουμε όμως με την ευρύτερη γεωγραφία της περιοχής, θα δούμε ότι πραγματικά αυτό είναι ένα τεράστιο μειονέκτημα για την οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειάς μας και γενικότερα της βορείου Ελλάδας. Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε εύκολα μια πόλη, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Φιλιππούπολη ή η Αδριανούπολη, όσον αφορά στην προσέλκυση επενδύσεων. Θα πρέπει λοιπόν η ελληνική πολιτεία να καταλάβει ότι αν δε δει τη δική μας περιοχή, αν δε δει τη γεωγραφική της θέση, ως μια περιφέρεια κοντά σε άλλες περιφέρειες άλλων χώρων, εκ των οποίων η Βουλγαρία κι η Ρουμανία είναι εντός της Ε.Ε., εκτός όμως της Ευρωζώνης, και η Τουρκία έχει μια ιδιαίτερη τελωνειακή σύνδεση με την Ευρώπη, τότε δυστυχώς θα καταρρεύσουμε ατάκτως. Πρέπει να το αντιληφθεί αυτό και να αλλάξει πολιτική απέναντι στις επιχειρήσεις και απέναντι στους πολίτες της.
«Τα όποια κόμπλεξ είχαμε στο παρελθόν τα έχουμε ξεπεράσει σε πολύ μεγάλο βαθμό»
Θ.Σ.: Προτού κλείσουμε, επειδή αναφερθήκατε στην παρουσίαση των παλιννοστούντων ως πρόβλημα, στην περιοχή μας πιστεύετε ότι εξακολουθεί να υπάρχουν στερεότυπα μέσα στην κοινωνία και κατά πόσον αυτά μπορούν να εξαλειφτούν;
Γ.Ν.: Πραγματικά οι άνθρωποι αυτοί, με τη στήριξη και της ελληνικής πολιτείας, όση κι αν ήταν αυτή, έχουν πετύχει ένα θαύμα στον οικισμό της Κομοτηνής. Βλέπουμε έναν από τους ωραιότερους οικισμούς της Ροδόπης, που έχει κτιστεί από αυτούς τους ανθρώπους, και βλέπουμε πλέον τα παιδιά τους να κάνουν παρέα με τα παιδιά της γηγενούς κοινωνίας. Δεν υπάρχει πλέον διαφοροποίηση. Πιστεύω ότι εξαλείφτηκαν τα όποια φαινόμενα ρατσισμού-θα έλεγα εκατέρωθεν, δεν έβλεπε μόνο η γηγενής κοινωνία με ένα διαφορετικό μάτι τους ανθρώπους που ήρθαν από τη Ρωσία, αλλά κι αυτοί οι άνθρωποι έβλεπαν με ένα διαφορετικό μάτι τους ανθρώπους που ζούσαν εδώ. Βλέπουμε τώρα ότι έμαθε ο ένας τον άλλο, μάθαμε στο διαφορετικό κι αυτό μάλιστα δεν είναι καθόλου κακό, είναι όμορφο. Εξάλλου εμείς ήμασταν μαθημένοι αλλιώς. Αν παρατηρούσαμε στη γειτονιά μας, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, όπως στη Γερμανία ή στην Αγγλία, θα διαπιστώναμε ότι είναι πολυπολιτισμικές κοινωνίες, με ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών, διαφορετικών πολιτισμών, διαφορετικής κουλτούρας και γλώσσας, που συνυπάρχουν και δημιουργούν. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε κι εμείς εδώ. Πιστεύω ότι τα όποια κόμπλεξ είχαμε στο παρελθόν τα έχουμε ξεπεράσει σε πολύ μεγάλο βαθμό και έχουμε καταλάβει ότι αυτά, που ενώνουν, είναι πολλά περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Εξάλλου, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Κι αν θέλαμε μια Ελλάδα για παράδειγμα μόνο Ελλήνων, δυστυχώς δεν μπορούμε να το πετύχουμε ή ευτυχώς. Διότι αν έχεις έναν κήπο μόνο με άσπρα λουλούδια, δε νομίζω ότι θα είναι πιο ωραίος από το να έχεις έναν κήπο με λουλούδια με διαφορετικά χρώματα. Αρκεί να υπάρχει σεβασμός και αλληλοκατανόηση και να καταλάβουμε ότι πάνω από όλα είμαστε όλοι άνθρωποι.
«Μεγάλο μειονέκτημα η πληθυσμιακή ερήμωση της περιοχής»
Θ.Σ.: Πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν αυτοί οι αρνητικοί συσχετισμοί πληθυσμών, που περιγράψατε; Θα μπορούσε όλα αυτά τα χρόνια να προωθηθεί πληθυσμός ομογενών προς την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, για να επιδιωχθεί μια ισορροπία;
Γ.Ν.: Καταρχήν, έκαναν κάποιες προσπάθειες οι απερχόμενες κυβερνήσεις, δημιούργησαν μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές ζώνες της Ελλάδας εδώ στην Κομοτηνή, όμως σε πολλές των περιπτώσεων ήταν καθαρά «φάγωμα» χρημάτων, δεν έγιναν επενδύσεις με σκοπό να παράγουν και να μείνουν εδώ, επιλέχτηκαν άνθρωποι οι οποίοι δεν προέρχονταν από την περιοχή και το μόνο που είχαν στο μυαλό τους ήταν να επενδύσουν, για να κερδίσουν κάποια χρήματα και την επόμενη μέρα να κηρύξουν πτώχευση. Και πάλι δεν έγινε, όπως θα έπρεπε να γίνει, εκείνη η προσπάθεια. Βέβαια την επικροτούμε, αλλά θα έπρεπε να γίνει πιο μεθοδικά, να υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου και να υπάρχει αυστηρότητα. Διότι επενδύθηκαν εκατομμύρια και δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα. Παρά ταύτα, πιστεύω πως ακόμα και σήμερα μπορεί η κυβέρνηση να μεριμνήσει, διότι βλέπουμε να υπάρχει μια τάση εσωτερικής μετανάστευσης από το κέντρο προς την επαρχία, που ακόμα κρατά αφού έχει την πρωτογενή παραγωγή. Πιστεύω όμως ότι δεν αρκεί μόνο αυτή η τάση, αλλά θα πρέπει να υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός για την αποκέντρωση στην Ελλάδα. Και ναι, θα μπορούσαν να συγκρατηθούν εκατοντάδες οικογένειες στην περιοχή. Γιατί, όταν φεύγει κόσμος στο εξωτερικό στην ουσία συρρικνώνεται και η οικονομία. Επίσης ήταν απαράδεκτος ο τρόπος με τον οποίο και πάλι υπήρξε η εσωτερική μετανάστευση, που τους μάζεψε όλους η Αθήνα από το 1950 και μετά και άδειασαν οι πόλεις ιδιαίτερα του βορρά. Δεν αξιοποιήθηκε δε ούτε η κάθοδος των Σαρακατσαναίων από τα βουνά, οι οποίοι θα έπρεπε να προωθηθούν σε περιοχές οι οποίες δεν έχουν μεγάλο πληθυσμό. Επίσης δεν καταλαβαίνω πώς προωθήθηκαν οι Έλληνες από την Ανατολική Ρωμυλία σε περιοχές της Θεσσαλίας. Αν, παραδείγματος χάρη, η Ορεστιάδα σήμερα είχε 200.000 λαού, θα κρατούσε δίπλα όλον τον πληθυσμό του Τριγώνου. Αν το Νευροκόπι είχε 100.000 πληθυσμού, θα κρατούσε όλο το λεκανοπέδιο. Κι ας μην αναρωτιούνται κάποιοι τι θα έκαναν και πώς θα έμεναν εκεί γιατί εδώ υπάρχουν μεγάλες πόλεις στη ρωσική Σιβηρία, δε θα μπορούσαμε να κρατήσουμε εμείς κόσμο στο Νευροκόπι; Αρκεί όμως να είχαμε οραματιστεί λίγο διαφορετικά την ανάπτυξη της Ελλάδας. Και τέλος, όπως προείπαμε, ήρθαν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου από το 1939, το 1965 και από το 1980 έως το 2000 από τη Ρωσία. Από τις 600.000 λαού, στο νομό μας ήρθαν ελάχιστοι, εκ των οποίων οι μισοί έχουν πλέον ξαναφύγει. Κι αυτό, γιατί δεν υπήρξε ποτέ μέριμνα για ένα διαφορετικό πρότυπο ανάπτυξης στην περιοχή. Εγώ λοιπόν αντιμετωπίζω ως ένα μεγάλο μειονέκτημα την πληθυσμιακή ερήμωση της περιοχής μας και αυτό είναι πραγματικά ανησυχητικό, όχι για εθνικούς λόγους, αλλά από πλευράς καθαρά αναπτυξιακής προοπτικής. Η αναπτυξιακή προοπτική περνάει πάντοτε μέσα από τα νέα παιδιά, πάντοτε μέσα από το ανθρώπινο δυναμικό.
Πηγή: Παρατηρητής της Θράκης