Από τον καφενέ του Στάθη Τσανακτσίδη ξεκίνησε η μουσική περιπλάνησή του. Μαθητής καθώς ήταν άρχισε να εμφανίζεται σε γάμους, χορούς και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η αγάπη του για την παραδοσιακή ποντιακή μουσική τον έσπρωξε στην αναζήτηση παλιών μουσικών δρόμων και μελωδιών.Ο Γιώργος Πουλαντζακλής από την Ακρινή Κοζάνης, ένα αμιγές ποντιακό χωριό με ρίζες από την περιοχή του Αταπαζάρ του Πόντου, ετοίμασε ένα πόνημα για τον κεμανέ ή την κεμανή, το φιαλόσχημο έγχορδο με δοξάρι των Ελλήνων της Καππαδοκίας.
- «Εν πολύχορδον όργανον εκ Πόντου: Κεμανές;».
«Πρωτοεμφανίστηκε ως μονόχορδο όργανο (7ος αιώνας), εμπλουτίστηκε στη συνέχεια με τρεις χορδές (10ος αιώνας) και γίνεται τετράχορδος (15ος αιώνας), έχοντας και 4 συμπαθητικές χορδές. Ο κεμανές έχει μακρύτερο ηχείο και πιο πλατύ από της λύρας με σχεδόν διπλό ύψος, ανάγεται στα βάθη των αιώνων, με διάφορες μορφές, κυρίως στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή».
- Εχουμε αναφορές;
«Απεικονίζονται σε τοιχογραφίες διαφόρων ιερών μοναστηριών, όπως στη μονή Βαρλαάμ (16ος αιώνας), στη μονή Φανερωμένης της Σαλαμίνας (18ος αιώνας) και στη μονή Ιβήρων (14ος αιώνας). Η σημερινή του μορφή, όπως παρουσιάζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα, έχει δυο βασικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον τρόπο χορδίσματος και τον τρόπο παιξίματος, όπως μας παρουσιάστηκε στις περιοχές της Καππαδοκίας (Φάρασα, Νίγδη) και του κεντρικού Πόντου».
- Πού παιζόταν ο κεμανές;
«Σε κάθε περιφέρεια παρατηρείται διαφορετικό μουσικό ύφος, διαφορετική τεχνοτροπία και ακόμα γλωσσικό ιδίωμα. Ιδιαίτερα στο δυτικό Πόντο για παράδειγμα παιζόταν το βιολί και ο ζουρνάς, αλλά πρωταγωνιστικό ρόλο είχε και ο κεμανές, όπως στον κεντρικό Πόντο, ενώ στον ανατολικό Πόντο κυριαρχούσαν η λύρα (κεμεντζές ) και το αγγείο (άσκαυλος). Ετσι και στην Καππαδοκία, καθώς μόνο στην περιοχή των Φαράσων, και της Νίγδης παιζόταν ο κεμανές, ενώ στις άλλες περιοχές της Καππαδοκίας πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το βιολί».
- Μετανάστες οι μουσικοί;
«Μετά το τέλος της εποχής των μεταλλείων, που επί δύο αιώνες άνθησε ο πολιτισμός στην ευρύτερη περιοχή της Αργυρούπολης και της Νικόπολης, αναγκάστηκαν οι μεταλλωρύχοι να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές του Πόντου αλλά και εκτός αυτού, όπως στη Ρωσία και στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας».
- Ποιες είναι οι διαφορές του από την ποντιακή λύρα;
«Εχουμε τον κεμανέ με τέσσερις χορδές και τέσσερις συμπαθητικές που βοούν στις παραπάνω. Οι κύριοι σκοποί αυτής της κατηγορίας είναι καρσιλαμάς, τικ (αργό), και εμπρ'πις. Δεν υπάρχει μονόχορδος τρόπος παιξίματος, όπως η λύρα ή το βιολί, αλλά συνολικός και καθολικός όγκος ήχου, που υποστηρίζει δυο μουσικά θέματα. Αυτό το είδος του χορδίσματος το συναντάμε στην περιοχή του Ατα-παζάρ (Βιθυνία), στην Πουλαντζάκη, στην Κερασούντα, στα Κοτύωρα, στην Τρίπολη, στην περιοχή της Κριμαίας και στον ευρύτερο χώρο της Κολωνίας (Νικόπολη)».
- Δοξάρι για ισοκράτημα;
«Το δοξάρι παίζει έναν ιδιαίτερο, ξεχωριστό ρόλο, γιατί χρησιμοποιούμε δοξάρι σε σχήμα τοξοειδές (σε καμπύλη μορφή) για να μπορεί να εφάπτεται και στις τέσσερις ή τρεις χορδές του οργάνου και να παίζεται ταυτόχρονα δημιουργώντας και το ισοκράτημα, ξεχωριστά από την κύρια μελωδία».
- Τι ρόλο παίζει ο κεμανές στην ποντιακή σκηνή;
«Εχει εισέλθει στον ποντιακό χώρο καταρχήν ως ένα ξεχασμένο όργανο μετά βασάνων και κόπων. Πρέπει να ομολογήσω, είτε από άγνοια ορισμένων λόγω της μουσικής υφής του είτε από τη δυσκολία να καταλάβουμε την προέλευσή του. Μετά από τη δισκογραφία που κάναμε τα τελευταία χρόνια με έμφαση στο όργανο, σιγά σιγά ο κόσμος το αποδέχεται και το εντάσσει στις κοινωνικές του διασκεδάσεις, αποδεχόμενος την αυθεντικότητά του και τον ιδιαίτερο μουσικό λυρισμό του».
Πηγή: Ελευθεροτυπία