Χάρτης με χώρες που έχουν αναγνωρίσει την Γενοκτονία των Αρμενίων |
«Αυτό που μπορώ να πω τώρα πια κοιτάζοντας πίσω τα πράγματα είναι ότι ποτέ δεν μας μετέφεραν μένος, κακία, την τυφλή εκδικητικότητα. Μας διηγιόντουσαν αυτά που πέρασαν σαν μία ιστορία, σαν ένα παραμύθι».
Με αυτά τα λόγια η κ. Γκιούλα Κασαπιάν ανατρέχει στο παρελθόν, στις μνήμες που έχει από τις γιαγιάδες και τους παππούδες της, πρόσφυγες από την Αρμενία. Η ίδια, απόγονος τρίτης γενιάς, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από αρμένιους γονείς. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Της Μαριάνας Παπαδάκη
Η φωνή της τρέμει καθώς μιλά για την οικογένειά της. Παίρνει βαθιά ανάσα και το ταξίδι αρχίζει. «Πρόλαβα τις δύο γιαγιάδες και τον παππού. Ήρθαν πρόσφυγες το 1922 από τη νυν Τουρκία. Η μία γιαγιά, από την πλευρά του πατέρα μου, ήρθε από την Κιουτάχεια και το Εσκί Σεχίρ. Της μητέρας μου ο πατέρας ήρθε από τα βάθη του Ερζερούμ, από τα μέρη της λίμνης Βαν. Είχε βγει στην εξορία. Κατέληξε στη Σμύρνη και η γιαγιά ήταν από τη Σμύρνη. Ήρθαν στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες περνώντας όλα τα δεινά που μπορεί να φανταστεί ένας άνθρωπος, την εξορία, την έρημο, τον κατατρεγμό, τις σφαγές, τα πάντα! Εγκαταστάθηκαν στο Μπέχτσιναρ σε παραπήγματα. Στην αρχή, όπως μου λέγανε, η ζωή τους ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ήρθανε με τις οικογένειές τους. Προχώρησαν τη ζωή τους με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και θυσίες. Σιγά-σιγά τα παιδιά τους μπορέσανε και προχωρήσανε λίγο παραπάνω και φτάσανε στη τρίτη γενιά, τη δική μας».
Όπως εξομολογείται στη «ΜτΚ» η κ. Κασαπιάν «καταλάβαινα ότι υπάρχει μία πίκρα πίσω από όλα αυτά. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω το μέγεθος της οδύνης και του κακού που είχε γίνει. Αυτά τα κατάλαβα πολύ μεγαλύτερη. Όταν άρχισα μόνη μου να ψάχνω, να μελετώ και να αντιλαμβάνομαι, ότι πραγματικά ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο αυτό που συνέβη, να εξοντωθεί μία ολόκληρη φυλή. Αυτό το εκτίμησα. Και δεν ήταν ηττοπάθεια εκ μέρους τους, γιατί δεν χάσανε την ισορροπία τους σαν άνθρωποι. Ήταν νοικοκυραίοι άνθρωποι στα μέρη τους και εδώ έγιναν νοικοκυραίοι. Έπρεπε να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και να κτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Αυτό για μένα είναι ίσως η πιο μεγάλη παρακαταθήκη που μου δώσανε».
Η Προσφυγιά
Το τρέμουλο στη φωνή της φανερώνει τη συγκινησιακή της φόρτιση καθώς ανατρέχει στις παιδικές της μνήμες. «Ο ένας παππούς μου επειδή είχε χάσει το πόδι του από ένα ατύχημα όταν ήταν παιδί γι’ αυτό και σώθηκε. Είχαν χαθεί όλοι οι άνδρες της οικογενείας και αυτόν, επειδή θεώρησαν ότι είναι ανάπηρος, τον έβαλαν με τα γυναικόπαιδα. Έτσι γλίτωσε και έφτασε στην Ελλάδα. Από τον άλλο παππού μου, που ήρθε από τις περιοχές της λίμνης Βαν, από τα 30-40 μέλη της οικογένειας σώθηκε μόνον αυτός. Ήταν 15 χρονών, παιδί τότε. Βρέθηκε μέσα στην έρημο. Ξέφυγε κάποια στιγμή, γύρισε πίσω στη Σμύρνη. Βρέθηκε μέσα στη μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης. Όπως μου έλεγε ο ίδιος ‘πήδηξα πάνω σε ένα καράβι. Έπεσα στο αμπάρι του πλοίου. Το σώμα μου ήταν μέσα στο νερό και κρατούσα τη μύτη μου μέσα από το νερό για να παίρνω ανάσα. Έτσι έφτασε στην Ελλάδα. Τη γιαγιά, η οποία ήταν από τη Σμύρνη, την είχε σώσει μια θεία της. Όλη η οικογένειά της είχε σφαγιαστεί και την ίδια 13-14 χρόνων τη γλίτωσε η θεία της. Όταν ήρθε εδώ, ο παππούς μέσα από δυσκολίες κατόρθωσε να επιβιώσει. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, έκανε παιδιά, έκανε δική του επιχείρηση. Είχε καφέδες και ξηρούς καρπούς στην Εγνατία, ήταν γνωστό μαγαζί. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ξαναστάθηκε στα πόδια του, προχώρησε, μεγάλωσε τα παιδιά του και εξελίχθηκε η ζωή. Πάντα ήταν ένας άνθρωπος που είχε χιούμορ και είχε διάθεση. Δεν ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος θα περίμενες με τέτοιο κατατρεγμό να έχει κρατήσει όλη την πικρία μέσα του», θυμάται η κ. Κασαπιάν.
Φόρος τιμής
Και η εξιστόρησή της δεν σταματά εδώ. Σαν να αποτίει κατά κάποιο τρόπο ένα φόρο τιμής συνεχίζει. «Άλλα τόσα βιώματα έχω από την πλευρά της πεθεράς μου. Ήταν από τη Σεβάστεια. Και είχε και αυτή μια τραγική ιστορία. Τον πατέρα της τον πήρανε στα ‘τάγματα’ πάνω στα καταναγκαστικά έργα, όπου και τον σκοτώσανε. Μείνανε χωρίς πατέρα τρία μικρά παιδάκια. Η μητέρα της, πάνω στην απόγνωσή της, κράτησε το πιο μεγάλο παιδί της και τα δυο μικρά 4 και 6 ετών τα έδωσε στις αμερικανικές αποστολές που βρέθηκαν εκεί στα γεγονότα κατά τύχη και σώσανε πολλά παιδάκια. Τα φέρανε σε ορφανοτροφείο. Μετά από 2-3 χρόνια άρχισαν να τα μοιράζουν, να τα δίνουν σε οικογένειες στη Βόρεια Ελλάδα. Την πεθερά μου την έδωσαν σαν ψυχοπαίδι σε μία οικογένεια γιατρού στη Δράμα και τον αδελφό της σε μία οικογένεια σε χωριό της Καβάλας, ώστε τα δύο αδέλφια να είναι κοντά και να βλέπονται πότε-πότε. Η πεθερά μου, αρκετά χρόνια αργότερα, ψάχνοντας μπόρεσε να βρει τα ίχνη της μαμάς της. Ήταν ήδη παντρεμένη. Ο άνδρας μου ήταν 10 ετών. Τον πήρε και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί κάποιοι συγγενείς μπόρεσαν και εντοπίσανε τη μαμά της. Και πήγε στη Σεβάστεια για να γνωρίσει τη μαμά της. Δεν την ήξερε μέχρι τότε. Δεν τη θυμόταν. Έζησε ένα μήνα με τη μαμά της. ‘Δεν γνωριζόμασταν’ μας έλεγε. ‘Κοιτάζαμε η μία την άλλη και προσπαθούσαμε να θυμηθούμε κάτι’. Από τότε δεν την ξαναείδε. Ο αδελφός της δεν πήγε ποτέ, δεν είδε ποτέ τη μάνα του, δεν είδε ποτέ τον τόπο του. Πέθανε εδώ, στην Ελλάδα», ολοκληρώνει την αφήγησή της η κ. Κασαπιάν.
Η Αρμενική Εθνική Επιτροπή
«Η αρμενική παροικία στη Θεσσαλονίκη είναι πάρα πολύ παλιά. Δηλαδή, υπήρχαν Αρμένιοι στη Θεσσαλονίκη πριν ξεκινήσουν καν οι σφαγές», εξηγεί στη «ΜτΚ» ο εκπρόσωπος της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής, Μπετρός Χαλατζιάν. Όπως διευκρινίζει «όταν ήρθαν οι Αρμένιοι ως πρόσφυγες βρήκαν κάποια οργανωμένη κοινότητα. Από εκεί και πέρα πληθυσμιακά όλη αυτή η κατάσταση βοήθησε για να δημιουργηθούνε δομές, οι οποίες μέχρι στιγμής είναι σε πλήρη εξέλιξη, με σωματεία, με αθλητικούς συνδέσμους, με σωματείο Ερυθρού Σταυρού, πολιτικές οργανώσεις.
Είναι μία οργανωμένη παροικία με όλες τις πτυχές της κοινωνικής της ζωής. Αυτήν τη στιγμή ο αριθμός των Αρμενίων δεν είναι επακριβώς γνωστός, γιατί υπάρχουν πολλοί οικονομικοί μετανάστες που έχουν έρθει από την Αρμενία και σε αυτήν την πρώτη φάση της ζωής τους δεν πλησιάζουν την κοινότητα. Τους ενδιαφέρει ο βιοπορισμός τους και κατόπιν ασχολούνται με τα εθνικά ζητήματα. Αλλά στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης υπάρχουν περισσότεροι από 20.000 Αρμένιοι. Φέτος γιορτάζουμε τα 98 χρόνια. Ενόψει της εκατονταετίας θα γίνουν εκδηλώσεις οι οποίες θα έχουν χαρακτήρα πολύ πιο μεγαλοπρεπή, με εκδόσεις που θα γίνουν πανελλαδικά. Η γενοκτονία, επειδή θεωρείται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, είναι ένα διαρκές έγκλημα. Δεν τίθεται θέμα ούτε χρονικών περιθωρίων, ούτε θέμα παραγραφής του εγκλήματος».
Αναφερόμενος στην Αρμενική Εθνική Επιτροπή ο κ. Χαλατζιάν εξηγεί «αυτήν τη στιγμή ο πολιτικός φορέας που ασχολείται με την αναγνώριση του πολιτικού ζητήματος είναι η αρμενική εθνική επιτροπή. Είναι ένας οργανισμός παγκόσμιος, με γραφεία σε όλες τις χώρες. Ένα τέτοιο γραφείο έχουμε και εμείς εδώ στη Θεσσαλονίκη. Αν σκεφτείτε, ότι τα επιτεύγματα της εθνικής επιτροπής έχουν αρχίσει να δίνουν καρπούς τα τελευταία χρόνια και ασχολούνται γενιές οι οποίες ούτε ακούσματα έχουν, ούτε εμπειρίες, ούτε μεταφέρουν κάποια ιστορική μνήμη από τα γεγονότα των σφαγών του 1915, καταλαβαίνετε ότι είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Αν σκεφτείτε, ότι στη Θεσσαλονίκη μία μικρή παροικία έχει καταφέρει να έχει την αναγνωρισιμότητα, να έχει μέλη που είναι καταρχήν έλληνες πολίτες, αλλά με μία πάρα πολύ ισχυρή και θεμελιώδη αρμενική καταγωγή και να διατηρεί τα ήθη, τα έθιμα και τη γλώσσα καταλαβαίνετε ότι είναι ένα σημαντικό στοιχείο».
Ιστορικά στοιχεία
Στις 24 Απριλίου 1915, οι οθωμανικές αρχές της Κωνσταντινούπολης συλλαμβάνουν 300 εξέχοντα μέλη της αρμενικής κοινότητας της Πόλης τα οποία εκτοπίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κοντά στην Άγκυρα. Eίναι το σημείο εκκίνησης ενός από τα πιο φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη σύγχρονη Ιστορία, της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Βρισκόμαστε στο δεύτερο έτος του Μεγάλου Πολέμου. Στις 20 Απριλίου 1915, μια Αρμένια παρενοχλείται από οθωμανούς στρατιώτες. Στην προσπάθεια να την προστατέψουν, δύο Αρμένιοι σκοτώνονται από τις αρχές. Σύντομα αρχίζει η πολιορκία της πόλης από τις δυνάμεις του Τζεβτέτ. Οι Αρμένιοι αντιστέκονται σθεναρά και χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του ρώσου στρατηγού Γιουντένιτς σώζονται. Αυτό ήταν και το πρελούδιο της εξόντωσης, αφού πλέον η τριανδρία των Νεοτούρκων ήταν πεπεισμένη πως οι Αρμένιοι έπρεπε να εκδιωχθούν από την Ανατολία και να οδηγηθούν στην έρημο της Συρίας.
Το σχέδιο ενορχηστρώνεται με ακρίβεια στην Κωνσταντινούπολη. Διαδίδεται πως οι Αρμένιοι έχουν συμμαχήσει με τον εχθρό και σκοπεύουν να εξεγερθούν προκειμένου να ανοίξουν τα Δαρδανέλια. Τελικώς, η σύλληψη αποφασίζεται για τις 24 Απριλίου, μια ημέρα πριν οι Σύμμαχοι αποβιβαστούν στην Καλλίπολη. Τον Μάιο του ίδιου έτους, ψηφίζεται ο νόμος περί αναγκαστικών εκτοπίσεων, σύμφωνα με τον οποίο κάθε οθωμανός υπήκοος, ο οποίος θεωρείτο απειλή για την εθνική ασφάλεια, έπρεπε να μεταφερθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον νόμο αυτό θα συνοδεύσει ένας δεύτερος που θα αφορά την κατάσχεση των περιουσιών των Αρμενίων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους.