Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Ποντιακής διαλέκτου εγκώμια και στοιχεία προσφυγικού πολιτισμού


του Θεόδωρου Ιωαννίδη

Πρόσφατα στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής» δημοσιεύτηκε μια είδηση μικρή σε έκταση. Κάποιοι απ’ όσους τη διάβασαν μπορεί και να ανασήκωσαν με αδιαφορία τους ώμους τους. Κάτι τέτοιο, πάντως, δε θα μπορούσε να κάνει κανένας Πόντιος.

Η είδηση έλεγε ότι, με πρωτοβουλία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών, θα κυκλοφορήσει σύντομα ένα βιβλίο διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου, και μάλιστα όχι μόνο στην Ελλάδα. Αμήν και πότε.

Οπως είναι γνωστό, η ποντιακή διάλεκτος διατηρεί πολλά στοιχεία από τη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων, γεγονός που προκαλεί το θαυμασμό όσων τα εντοπίζουν. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πρώτοι Ελληνες πήγαν και εγκαταστάθηκαν στις ακτές του Βοσπόρου, πριν από είκοσι εφτά αιώνες!

Οταν από τις αλησμόνητες πατρίδες οι Πόντιοι έφτασαν στην Ελλάδα, πολλοί εγκαταστάθηκαν στην κεντρική και τη βορειοδυτική Μακεδονία. Δεν έφεραν μαζί τους μόνο τη διάλεκτο, χορούς και τραγούδια, ήθη και έθιμα. Ως γνήσιοι, αθάνατοι Ελληνες, έφεραν και παλιές διχόνοιες.

Στην Ελλάδα του προπολεμικού εθνικού διχασμού τους δόθηκαν γεωργικοί κλήροι, όχι όμως και τίτλοι κυριότητος. Θα τους δοθούν πολύ αργότερα, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα θα αποτελέσουν υπόσχεση-εργαλείο ψηφοθηρικών εκβιασμών.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως λέει και το τραγούδι «Δυο γιους είχες μανούλα μου…», πραγματικοί, ομόαιμοι αδερφοί βρέθηκαν με το όπλο στο χέρι, να πολεμάνε «… ένας για την Ανατολή κι ο άλλος για τη Δύση…».

Μετά το τέλος του Εμφυλίου, νεαροί Πόντιοι και Καυκάσιοι, αγόρια και κορίτσια, πήραν τους δρόμους της ξενιτιάς, αυτήν τη φορά στις φάμπρικες της Γερμανίας. Κάποιοι έφτασαν και στην άλλη άκρη του κόσμου, στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.

Εκεί, νεαροί Φλωρινιώτες, ανάμεσά τους και Πόντιοι, οργάνωσαν ισχυρή ομάδα ποδοσφαίρου. Στο στήθος των παικτών, στις σκουρόχρωμες φανέλες, βλέπουμε σε παλιά φωτογραφία να λάμπουν τα αρχικά δύο αγγλικών λέξεων: GA (Great Alexander), Μέγας Αλέξανδρος! Μακάρι η ομάδα να συνεχίζει να κερδίζει τις μάχες, τη μια μετά την άλλη…

Προσφυγικός πολιτισμός

Τα τελευταία πενήντα χρόνια η συγκέντρωση των Ελλήνων στα μεγάλα αστικά κέντρα έχει επιφέρει εντυπωσιακές αλλαγές στον τρόπο της ζωής όλων μας. Πολλές καθημερινές συνήθειες, που οι παλαιότεροι θυμούνται με νοσταλγία, έχουν χαθεί για πάντα.

Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε μία από αυτές. Στα χωριά μας, όταν τελείωνε το βραδινό φαγητό, οι γυναίκες, Καυκάσιες και Πόντιες, ξεστρώνοντας το τραπέζι άφηναν πάντοτε ένα γεμάτο πιάτο. Ελεγαν πως το έκαναν, μήπως και κάποιος ξένος περάσει αργά τη νύχτα και χτυπήσει την πόρτα μας. Κάποιες πίστευαν ότι ο πεινασμένος άγνωστος θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο.

Οι σημερινοί Ελληνες για τους Πόντιους γνωρίζουν ελάχιστα. Τους θεωρούν ανθρώπους πεισματάρηδες, εγωιστές και ξεροκέφαλους. Και έχουν δίκιο. Πιστεύουν ότι χορεύουν μόνο τον πολεμικό πυρρίχιο. Και κάνουν λάθος. Ας όψεται η… τηλεόραση.

Η λέξη κεμεντζές, τουρκοπερσικής προέλευσης, είναι γνωστή σε όλους. Σημαίνει την ποντιακή λύρα που οι μουσικολόγοι αποκαλούν και φιαλόσχημη, ίσως για να την ξεχωρίζουν από την κρητική, που τη λένε αχλαδόσχημη.

Τον πυρρίχιο, ένα χορό μόνο για άντρες, οι Πόντιοι τον χόρευαν σπάνια. Είναι χορός που απαιτεί γερά πόδια και καθαρά πνευμόνια. Αντίθετα, το ομάλ, όπως λέει και τ’ όνομά του, είναι χορός ομαλός, είναι χορός για όλους, άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους, και βοηθάει τον τραγουδιστή να προφέρει καθαρά όλες τις συλλαβές.

Οταν στην πλατεία του χωριού εμφανίζονταν δύο λυριτζήδες (το κεμεντζετζής προφέρεται δύσκολα), τότε άρχιζαν τα αμοιβαία πειράγματα που θυμίζουν κρητικές μαντινάδες. Αν, μάλιστα, ο ένας ήταν Πόντιος και ο άλλος Καυκάσιος, τότε η αθυροστομία γινόταν απεριόριστη, χωρίς να ενοχλείται κανένας. Βλέπετε, η ανεκτικότητα ήταν και παραμένει στοιχείο πολιτισμού.

Ετσι, επιστρέφοντας στη διάλεκτο, ας παραθέσουμε ένα δίστιχο, καταστρέφοντας τη μουσικότητα και την (πιθανή) ορθογραφία του.

«Τη μάνα σης το ζερτελίδ, και τη τετές τ’ αγγούρι / πώς έγριξαν κι εποίκανε άμον τα’ εσέν γαϊδούρι».

Που σημαίνει: «Της μάνας σου το βερίκοκο και του πατέρα σου το αγγούρι, πώς μπόρεσαν και φτιάξανε σαν εσένανε γαϊδούρι».

Τέλος, στοιχείο πολιτισμού και δύναμης αποδεκτό απ’ όλους θεωρείται ο αυτοσαρκασμός. Χαρακτηριστικό δείγμα τα ποντιακά ανέκδοτα, τα γνήσια. Δηλαδή, όσα συνεχίζουν να δημιουργούν οι Πόντιοι με πρωταγωνιστές Πόντιους. Τα περισσότερα δεν είναι δημοσιεύσιμα λόγω… αυτολογοκρισίας. Γι’ αυτό ας επιλέξουμε ένα από τα πιο αθώα.

Στην Καλαμαριά ένας Πόντιος πατέρας πιέζει το αγοράκι του να φάει μια σούπα, που ο μικρός σιχαίνεται. Ο πατέρας λέει: «Πούλι μ’ φα. Πούλι μ’ φα». Το παιδάκι αρνείται με πείσμα: «Κι θέλω. Κι θέλω». Κάποια στιγμή ο πατέρας κάνει τον έξυπνο, προσπαθεί να ξεγελάσει το μικρό και του λέει: Πούλι μ’ φα. Πούλι μ’ φα. Θα τρανείν το λιλί σ’».

Και τότε, από την κουζίνα η σύζυγος φωνάζει στον άντρα της: «Εσύ πα φα!».