Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Μία αυθεντική κατάθεση για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου


του Βίκτωρα Νέτα

Ξαναφούντωσαν τον περασμένο μήνα με αφορμή την Ημέρα Μνήμης -19 Μαΐου- για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, οι συζητήσεις στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες για μια ιστορική αλήθεια τεκμηριωμένη με στοιχεία, που κάποιοι αυθαίρετα αμφισβητούν. Οταν και οι νέες γενιές των Τούρκων ιστορικών, που αναζητούν την αλήθεια, για όσα συνέβησαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αναγνωρίζουν ότι έγινε Γενοκτονία Αρμενίων, Ελλήνων Ποντίων και άλλων λαών της Ανατολής -άρχισε το 1913- με στόχο την εθνοκάθαρση, δεν μπορεί η καθηγήτρια της Ιστορίας και βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς κυρία Μαρία Ρεπούση να υποστηρίζει τα αντίθετα.

Το θέμα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου το κάλυψε πλήρως ο Κων. Φωτιάδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μια εξαντλητική μελέτη 600 σελίδων, που κυκλοφόρησε το 2004 από το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Το έργο αυτό αξιολογήθηκε από επιστημονική επιτροπή καθηγητών Πανεπιστημίων με πρόεδρο τον Βασ. Κρεμμυδά και μέλη τούς Κων. Βακαλόπουλο, Παναγ. Ηφαιστο, Δημ. Κωνσταντόπουλο, Ευστάθιο Πελαγίδη και Νεοκλή Σαρρή. Με τα στοιχεία που παραθέτει ο Κων. Φωτιάδης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, κατά την περίοδο από το 1916 έως το 1923, εξοντώθηκαν 353.000 Ελληνες Πόντιοι και όσοι απέμειναν, ανθρώπινα ράκη κυριολεκτικά, ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Σε όλα τα σπίτια των Ποντίων έμειναν ζωντανές οι οδυνηρές μνήμες των διωγμών.

Πολλά χρόνια πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο του Κων. Φωτιάδη και πολύ πριν τεθεί θέμα για την αναγνώριση της γενοκτονίας, είχα πικρή γεύση του δράματος των Ποντίων ακούγοντας αφηγήσεις από τον παππού και τη γιαγιά μου- γονείς της μητέρας μου. Η γιαγιά μου η Αντιγόνη μου αφηγήθηκε τη ζωή της στο μαγνητόφωνο και τη δημοσίευσα. Ο παππούς μου, ο Γιώργος Μαυρομματόπουλος, έφυγε νωρίς αλλά σώθηκε ένα πολύτιμο χειρόγραφό του. Είναι η ομιλία που εκφώνησε το 1925, στο μνημόσυνο που έγινε στη Νεάπολη της Κοζάνης, «υπέρ των σφαγιασθέντων Ποντίων εν Τουρκία». Δημοσιεύω αυτούσια την ομιλία, πιστεύοντας πως είναι ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο του Ποντιακού δράματος:

«Ρίγη συγκινήσεως πλημμυρούσι την καρδίαν μου, ο νους μου θολώνεται και άθελα αιμάσσοντα δάκρυα βουρκώνουν τα μάτια μου διότι προτίθεμαι να είπω ολίγα τινά, επί τω επετείω μημοσύνω της σήμερον, προ του κενοταφίου των σφαγιασθέντων, εν τη γενετείρα αδελφών ημών Ποντίων, ξέων ούτω τας ανεξιτήλους πληγάς εκάστου δοκιμασθέντος εκκλησιαζομένου Ποντίου.

Ο απηνής πόλεμος ο συνταράσσων τα έθνη, το εφεύρημα τούτο της ανθρωπότητος χρησιμοποιούμενον, ότε μεν διά την τιμωρίαν δήθεν της αλαζονίας και των αδικιών ενός έθνους υφ” ετέρου δήθεν δικαίου, ότε δε διά την κόρεσιν των αγρίων ενστίκτων ενίων εθνών και της δοξομανίας των Ηγητόρων αυτών, έδωσεν πάλιν αφορμήν αρχομένου του 1914 έτους, εις το ανθρώπινον θηρίον της φύσεως, τον Τούρκον, να κορέση τα βάρβαρα και θηριώδη ένστικτά του, των οποίων η απερίγραπτος μανία μόνο διά χριστιανικού αίματος ηδύνατο να κατευνασθεί. Είναι γνωστά τοις πάσι τα δεινοπαθήματα, άτινα υπό τον τυραννικώτερον ζυγόν εν Τουρκία υπέστημεν, όπου πανταχού της Τουρκίας, όπου έζη χριστιανός και δη Ελλην. Ούτω και εν Πόντω εν τη πατρίδι ημών είναι απερίγραπτοι αι σφαγαί, αι ατιμασίαι, αι δημεύσεις περιουσιών, τα βασανιστήρια εν ταις φυλακαίς και παν ό,τι είδος ατιμίας και ταπεινώσεως είναι δυνατόν να πλάση η ανθρώπινη φαντασία. Χιλιάδες έπεσαν υπό το απηνές φάσγανον του τυραννικού και αιμοχαρούς Τούρκου και μυριάδες απέθανον εκ των κακουχιών της πείνης και του ψύχους, καταφεύγοντες εις τα όρη και τας χαράδρας ή προτιμώντες την υγράν ταφήν καταποντιζόμενοι εις την θάλασσαν, ίνα διαφύγουσι τους αιμοσταγείς όνυχας της απαισίου υαίνης του Τούρκου, του όζοντος πάντοτε χριστιανικού αίματος και οιτινές άταφοι χωρίς κανέναν στοργικό δάκρυ, έρμαια αρπακτικών ορνέων και βορά θηρίων, οι πλείστοι απέμειναν ανά τα όρη, όπου μόνον το στοργικό χώμα της Ιεράς Πατρίδος μας εκάλυψεν τα απογυμνωθέντα οστά των και τα καληκέλαδα πτηνά του τόπου μας εθρήνησαν την τόσον τραγικήν απώλειάν των.

Επιμνημόσυνον δέησιν προσήλθομεν αγαπητοί αδελφοί, ίνα αναπέμψωμεν τω Κυρίω υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των μυριάδων εθνομαρτύρων της Πατρίδος μας και μ” ένα θερμό δάκρυ να ραντίσωμε το πενιχρόν κενοτάφιόν των. Η γαλανόλευκος σημαία μας, περιπαθώς εναγκαλίζεται τον τετιμημένον τάφον των, συγκαταλέγουσα και τούτους εις το Πάνθεον των ηρωών της, των δοξασάντων τα όπλα της Ελευθέρας Ελληνικής Πατρίδος και οίτινες νικηφόρως περιήγαγον ταύτην εις τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος. Ναι, αδελφοί ισότιμοι με τους εθνομάρτυρες της ελευθέρας πατρίδος μας είναι και οι ανάνδρως υπό του Τούρκου σφαγιασθέντες αδελφοί μας. Μαρτύριον τρανότατον είναι η χιλιετηρίδας ολοκλήρους αριθμούσα ιστορία μας και οι εισέτι σωζόμενοι κολοσσοί των ευαγών ιδρυμάτων μας, άτινα ουχί κρατική αρωγή, αλλ” οβολοίς υποδούλων εδημιούργησεν και εν αις Ελληνοπρεπέστατα εσφυρηλατείτο η προς την Αγίαν του Χριστού Πίστη, τα Ελληνικά γράμματα και το Ελληνικόν μεγαλείον οργώσαν νεολαία μας.

Η δόξα η Ελληνική και ο δαιμόνιος Ελληνικός νους ουχί μόνον εις τα πόλεις αλλά και εις τα μικρότερα χωρία μας υπέσκαψεν τον κατακτητήν, όστις βαρέως φέρων το ειρηνικόν τούτο καίριον πλήγμα, τα πάντα εμηχανεύετο διά την εξόντωσιν ημών, και το κατώρθωσεν η από τα θεία διδάγματα παρεκκλίνουσα και προς τον υλισμόν ολοταχώς βαίνουσα ανθρωπότης διά του τρομακτικού ευρωπαϊκού πολέμου, άφθονα παρέσχεν αυτώ τα μέσα και ήρξατο του σατανικού σχεδίου του. Ουδείς κάλαμος ανθρώπινος δύναται να περιγράψει τα επακολουθήσαντα, πυρί και σιδήρω. Παν Ελληνικόν εις τέφραν μετέβαλεν και μυριάδας αδελφών ημών μαχαίρα απετελείωνε. Υμάς δε τους υποληφθέντες, συντρίμματα αγρίου λαίλαπος των πατρίων εξερρίζωσεν. Ούτω γαρ ηβουλήθησαν και οι φόβω και τρόμω, αλλά και φθόνω, κατά παντός Ελληνικού ισχυροί της γης.

Υπέρ των ψυχών λοιπόν, και των τόσον τραγικώς τελευτησάντων εν Πόντω αδελφών ημών, τελούμεν το σημερινόν μνημόσυνον δι” ο ας ικετεύσωμεν τον ύψιστον, όπως κατατάξαι αυτούς εν σκηναίς δικαίων, ημάς δε εμελήσω, σθένους, θάρρους και ελπίδος όπως ανδρουμένου του έθνους μας, του μη ανακύψαντος εισέτι, εκ των πολλαπλών πληγών του, δυνηθώμεν ημέραν τινά να λυτρώσωμεν τας πατρίδας ημών, εκείνας των οποίων η φύσις εσαεί έσεται Ελληνική και όπως στήσωμεν μνημεία και ανδριάντες εις δόξαν αιώνιον των σφαγιασθέντων και μαρτυρησάντων αδελφών ημών των οποίων αιωνία η μνήμη».

Υ.Γ. Εκπληκτικά ήταν τα ελληνικά του παππού, ο οποίος αποφοίτησε από το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.