Μεταξύ Αρκαδίας και Πόντου |
του Βλάση Αγτζίδη, ιστορικού
Στο σύγχρονο νεοέλληνα -που θεωρεί ότι η σημερινή τάξη πραγμάτων αποτελεί αιώνια και αναλλοίωτη συνθήκη- θα φανεί περίεργη η αναφορά σε δύο γεωγραφικούς χώρους των Ελλήνων που φαινομενικά ελάχιστη σχέση έχουν μεταξύ τους. Και όμως, η Αρκαδία και ο μικρασιατικός Πόντος συνδέονται με ιδιαίτερες υπόγειες σχέσεις, που σχετίζονται με τις άγνωστες διαδρομές των Ελλήνων μέσα στον ιστορικό χρόνο.
1. Γαβράδες: Από τον Πόντο στην Αρκαδία
Η κατάλυση (1461) της μεσαιωνικής ελληνικής Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από το οθωμανικό Ισλάμ θα δημιουργήσει κύμα φυγάδων προς τις, είτε ακόμα ελεύθερες ελληνικές περιοχές, είτε σ' αυτές όπου η ισλαμική καταπίεση δεν ήταν τόσο έντονη. Έτσι, επιφανείς οικογένειες του Πόντου θα μετακινηθούν. Μεταξύ αυτών υπήρξαν και μέλη της φημισμένης οικογένειας των Γαβράδων, η παρουσία των οποίων σφράγισε από τον 11ο αιώνα την αυτόνομη πορεία του Πόντου.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της οικογένειας των Γαβράδων υπήρξε ο Θεόδωρος Γαβράς, ηγεμόνας του Πόντου, ο οποίος προέβαλε σκληρή αντίσταση στις πρώτες τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία. Το 1098 συνελήφθη από τον Τούρκο Αμίρ Αλή, Βασανίστηκε σκληρά για να ασπαστεί το Ισλάμ. Έπειτα από την άρνησή του οι βασανιστές του τον διαμέλισαν και ο Αμίρ Αλή κατασκεύασε με το κρανίο του χρυσό κύπελλο. Ο Θεόδωρος Γαβράς τιμάται ως Άγιος από την ορθόδοξη Εκκλησία.
Η άλλη μεγάλη οικογένεια της Πελοποννήσου που κατάγεται από τον μικρασιατικό Πόντο είναι αυτή των Στεφανόπουλων, οι οποίοι υπήρξαν απόγονοι του μοναδικού διασωθέντος γιού του τελευταίου αυτοκράτορα του Πόντου Δαυίδ Κομηνού. Ο Στέφανος Κομνηνός υπήρξε ο γεννήτορας της μεγάλης οικογένειας των Στεφανόπουλων, των οποίων ένας κλαδος θα μεταβεί από το Οίτυλο στην Κορσική.
2. Μια αρχαία σύγχυση μεταξύ Αρκαδίας και Πόντου
«Τραπεζούντιοι δε εκ Πελοποννήσου το παράπαν εξεχώρησαν αναπλεύσαντες ναυσίν εις τον πόντον συνοίκους εδέξαντο μητρόπολιν τάττοντες, και ομωνύμους οι Τραπεζούντα έχοντες την εν τω Ευξείνω.» (Παυσανίας, Αρκαδικά) Η αναφορά αυτή του Παυσανία και η έκφραση «ες μητρόπολιν τάττοντες» έχει προκαλέσει σύγχυση στους ερευνητές, άλλοι εκ των οποίων θεωρούν την αρκαδική Τραπεζούντα ως μητρόπολη και άλλοι την ποντιακή. Η άποψη των πρώτων έρχεται σε άμεση αντίθεση με την μαρτυρία του Ξενοφώντα, ο οποίος αναφέρει την Τραπεζούντα ως ιωνική πόλη, αποικία της Σινώπης, η οποία με τη σειρά της είχε ιδρυθεί από την ιωνική Μίλητο.
Ο J. K. Fallmerayer ερμηνεύει τη συγκεκριμένη αναφορά στο πλαίσιο της ύπαρξης πανάρχαιων πρωτοελληνικών πληθυσμών στον Πόντο, οι οποίοι υπήρξαν μητρόπολη της αρκαδικής Τραπεζούντας: «Οι πρώτοι κάτοικοι της αρκαδικής Τραπεζούντας ήσαν αναμφίβολα μια αποικία που προήλθε από την ομώνυμη κολχική πόλη. Αυτή η αρκαδική Τραπεζούντα είχε διατηρήσει με αξιοθαύμαστο τρόπο την αναμνηση και την αφοσίωσή της στην αρχική πατρίδα μέχρι την καταστροφή της νέας της πατρίδας.
Είναι ενδεικτική η περίπτωση του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα που, στοχεύοντας στο σπάσιμο της δύναμης και της κυριαρχίας των Σπαρτιατών στην Πελοπόννησο, προσπάθησε να πείσει τους Αρκάδες να αποδεχτούν ένα νέο πολιτικό σύστημα, που για να πετύχει θα έπρεπε όλες οι σκόρπιες φυλές εκείνου του λαού των Άλπεων να ενωθούν και με την εκ νέου οικοδόμηση της Μεγαλόπολης να θεμελιώσουν μια αντισπαρτιατική πολιτεία. Έτσι, οι κάτοικοι των τριάντα τεσσάρων κωμοπόλεων, χωριών και οικισμών της Αρκαδίας έπρεπε να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους και να εγκατασταθούν μέσα στα τείχη της νέας πρωτεύουσας.
Πολλοί ήταν εκείνοι που εκδήλωσαν την απροθυμία να συμμορφωθούν σ’ εκείνη την παραγγελία, κυρίως όμως οι Τραπεζούντιοι ήσαν εκείνοι που δεν μπορούσε κανείς, ούτε με τη βία των όπλων, να τους πείσει να ανακατωθούν στην ίδια πόλη με τους υπόλοιπους Αρκάδες. Και όταν καταστράφηκε η έδρα της παλιάς αρχικής τους μετεγκατάστασης, αυτοί προτίμησαν να εγκαταλείψουν ολότελα την Αρκαδία και έπλευσαν πίσω στην παλιά τους πατρίδα, την Τραπεζούντα στον Πόντο, όπου βρήκαν πρόθυμη υποδοχή από τους κατοίκους της κοινής πατρίδας, που τους δέχτηκαν σαν συμπατριώτες και τοπώνυμους συγγενείς».
Αρχαία Τραπεζούντα - Ιστορικό
Η Τραπεζούντα ήταν αρχαία κώμη της Παρρασίας, περιοχής της Αρχαίας Αρκαδίας. Βρισκόταν στο λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, στην αριστερή όχθη του ποταμού Αλφειού και στους ανατολικούς πρόποδες του Λυκαίου όρους. Εκεί κοντά σήμερα ευρίσκονται τα χωριά Κυπαρίσσια και Μαυριά.
Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του, στην 21η διαδρομή Γόρτυνος - Μεγαλοπόλεως, Η κεφ 29, παρ. 1, λέει:
«Αφού διαβούμε τον ποταμό Αλφειό φθάνουμε στη χώρα η οποία ονομάζεται Τραπεζουντία, όπου υπάρχουν τα ερείπια της Τραπεζούντος. Από την Τραπεζούντα, όταν κατεβούμε πάλι αριστερά προς τον Αλφειό, όχι μακριά από τον ποταμό, συναντούμε την τοποθεσία που λέγεται Βάθος. Εκεί κάθε τρία χρόνια τελούν εορτή προς τιμήν των μεγάλων θεενών. Υπάρχει εκεί και μία πηγή η οποία ονομάζεται Ολυμπιάς, της οποίας το νερό τρέχει τον ένα χρόνο και τον άλλο στερεύει. Πλησίον της πηγής βγαίνει φωτιά από τη γή. Οι Αρκάδες λένε ότι σ' αυτό το μέρος έγινε η μάχη των γιγάντων και όχι στην Παλλήνη της Θράκης. Εδώ προσφέρουν θυσίες στις θύελλες και στις βροντές».
Η αρχαία τοποθεσία Βάθος πρέπει να ήταν η σημερινή περιοχή ανατολικά του χωριού Κυπαρίσσια και γύρω από το λεγόμενο "Ηφαίστειο", από το οποίο έβγαινε καπνός από την καύση γαιαερίων και λιγνίτη, μέχρι πριν λίγα χρόνια, που έγινε εκεί λιγνιτωρυχείο, έως την εκκλησία Αγία Σωτήρα, όπου πεντακόσια μέτρα Βορειοδυτικά προς το χωριό Μαυριά, υπάρχει μέχρι και σήμερα πηγή η οποία τρέχει για ένα χρόνο και γιά ένα χρόνο στερεύει. Η πηγή αυτή σήμερα λέγεται "παλιόμυλος" και μέχρι πριν λίγα χρόνια κινούσε νερόμυλο. Λέγεται μάλλιστα ότι όταν ερχόταν η ημέρα να σταματίσει το νερό, τη νύχτα στις δώδεκα η ώρα, ακουγόταν μιά φωνή νά λέει «Μυλωνά βιάσου θα κοπεί το νερό στη δέση».
Η Τραπεζούντα εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της όταν με την ίδρυση της Μεγάλης Πόλεως από τον Επαμεινώνδα (371 π.χ.), αρνήθηκαν να μετοικίσουν σ' αυτήν. Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του, Η κεφ. 27 παρ. 5,6, λέει γι' αυτό:
«Και άλλοι Αρκάδες δεν παραμέλησαν την κοινή υπόθεση και συναθροίζονταν με βιασύνη στην Μεγαλόπολη. Οι μόνοι από τους Αρκάδες που άλλαξαν γνώμη ήταν οι Λυκοσουρείς, οι Λυκαιάτες, οι Τρικολωνείς και οι Τραπεζούντιοι, διότι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις αρχαίες πόλεις των. Μερικοί από αυτούς υποχρεώθηκαν χωρίς την θέλησή των και με εξαναγκασμό να μετακομίσουν στην Μεγαλόπολη».
Οι Tραπεζούντιοι όμως αναχώρησαν από την Πελοπόννησο δια παντός, όσοι από αυτούς εγλύτωσαν και δεν θανατώθηκαν από τους οργισμένους Αρκάδες, που τους σκότωναν αμέσως. Εμπήκαν, λοιπόν σε πλοία και πήγαν στον Εύξεινο Πόντο και έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους της Τραπεζούντος, διότι είχαν το ίδιο όνομα και προήρχοντο από την μητρόπολή τους. Τους Λυκοσουρείς όμως, αν και απείθησαν,τους συγχώρεσαν από τους άλλους Αρκάδες, εξ αιτίας του σεβασμού προς το ιερόν της Δεσποίνης, όπου είχαν καταφύγει». Η Τραπεζούντα του Πόντου βρίσκεται κοντά στο ανατολικό άκρο της ακτής της Μαύρης Θάλασσας και ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα προ Χριστού από αποικιστές από την Μίλητο. Ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας η οποία επέζησε αρκετά χρόνια μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Η Βασιλίς ήταν και αυτή χωριό της Παρρασίας της αρχαίας Αρκαδίας, το οποίο βρισκόταν στην αριστερή όχθη του ποταμού Αλφειού, στους ανατολικούς πρόποδες του Λυκαίου όρους, κοντά στην Τραπεζούντα. Τοποθετείται μεταξύ του Αλφειού ποταμού και του χωριού Ίσωμα Καρυών, πάνω σε λόφο και βορειοδυτικά της Μεγαλόπολης. Και αυτή η πόλη, όπως και η Τραπεζούντα όπως προαναφέρθηκε, εγκαταλήφθηκε όταν ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη από τον Επαμεινώνδα. Ο Παυσανίας στην 21η διαδρομή στα Αρκαδικά του Η, κεφ. 29 παρ.5, λέει:
«Από την τοποθεσία που λέγεται Βάθος η Βασιλίς απέχει περίπου δέκα στάδια (1850 μέτρα). Οικιστής αυτής ήταν ο Κύψελος, ο οποίος πάντρεψε την θυγατέρα του με τον Κρεσφόντη, το γιό του Αριστομάχου. Επί των ημερών μου η Βασιλίς ήταν ερειπωμένη πόλις και σωζόταν μόνο το ιερόν της Ελευσίνιας Δήμητρας.»
Αν υποθέσουμε ότι πράγματι η τοποθεσία Βάθος ευρισκόταν εκεί που πιο πάνω την τοποθετήσαμε με βάση τα λεγόμενα του Παυσανία, τότε το χωριό Βασιλίς θα πρέπει να ήταν χτισμένο στην θέση «Παλιόπυργος» ή πιθανότερα, απέναντι στην θέση «Μάρμαρα». Στις δύο αυτές περιοχές σήμερα δεν υπάρχουν εμφανή στοιχεια που να δικαιολογούν την ονομασία τους, ερείπια από κάποιο παλιό κτίσμα στην πρώτη ή κάποια σκόρπια μάρμαρα που να μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου αρχαίου κτίσματος, στην δεύτερη. Το μόνο σημάδι που υπάρχει είναι μιά πέτρα, που φαίνεται ότι έχει δουλευτεί από ανθρώπινο χέρι, στη θέση "μάρμαρα". Στην Βασιλίδα λοιπόν, ο ιδρυτής της Κύψελος, έχτισε τον ναό της Ελευσίνιας Δήμητρας και καθιέρωσε καλλιστεία γυναικών, οι οποίες ονομάζονταν «χρυσοφόρες». Είναι ίσως τα αρχαιότερα καλλιστεία στον κόσμο:
"Οίδα δε και περί κάλλους γυναικών αγώνα ποτε διατεθέντα. Περί ου ιστορών Νικίας εν τοις Αρκαδικοίς διαθείναι φήσιν αυτόν Κύψελον, πόλιν κτίσαντα εν τω πεδίω περί τον Αλφειόν είς ήν κατοικίσαντα Παρρασίων τινάς τέμενος και βωμόν αναστήσα Δήμητρα Ελευσινία, ής εν τή εορτή και τον του κάλλους αγάνα επιτελέσαι και νικήσαι πρώτον αυτού την γυναίκα Ηροδίκην. Επιτελείται δε και μέχρι νύν ο αγών ούτος και αι αγωνιζόμενοι γυναίκες χρυσοφόροι ονομάζονται".
(ΑΘΗΝΑΙΟI ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ ΙΓ' 609e).