Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Οι ιδρυτές της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο Όρος

 
Κτενίδης Φίλων

Θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, γιατρός. Ήταν ιδρυτής του σωματείου «Παναγία Σουμελά» και εμπνευ­στής της ιδέας για ανιστόρηση της νέας μονής Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βερμίου.

Γεννήθηκε το 1889 στην Τραπεζούντα. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κρώμνη, για αυτό και αναφέρεται συχνά σ' αυτήν. Το 1906 αποφοίτησε αριστούχος από το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Από τον ίδιο χρόνο έως το 1909 εργάστηκε ως λογιστής. Παράλληλα ήταν φιλολογικός συνεργάτης της εφημερίδας της Τραπεζούντας «Εθνική Δράσις». Το 1910 εκδίδει το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Επιθεώρησης». Καταδιώκεται από τους Νεότουρκους και κατεβαίνει στην Αθήνα, όπου γράφεται στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου.

Το 1912-13 τάσσεται εθελοντής στον Ελληνικό στρατό και συμμετέχει στις επιχειρήσεις των μετώπων Ηπείρου και Μακεδονίας. Το 1914-15 καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, επειδή υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό, καταφεύγει στα ελληνικά χωριά του εσωτερικού της Τραπεζούντας, όπου προσφέρει δωρεάν τις πολύτιμες υπηρεσίες του ως γιατρός. Με την είσοδο των ρωσικών στρατευμάτων στην Τραπεζούντα πηγαίνει στον Καύκασο και από το 1915 ως το 1917 υπηρετεί ως γιατρός, διευθυντής του μεγαλύτερου ρωσικού στρατιωτικού νοσοκομείου στα Πλάτανα. Αποστρατεύτηκε μετά την επανάσταση του 1917. Το 1918 υπήρξε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Ποντίων στο Κρασνοντάρ της Ρωσίας. Με πρόταση του, απαλλάσσεται από τα καθήκοντα του προέδρου (για να μπορεί να κινείται ελεύθερα) και πηγαίνει στην Αθήνα, για να ενημερώσει την Ελληνική κυβέρνηση πάνω στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου. Απογοητευμένος από τη δυσάρεστη τροπή του πήρε το εθνικό αυτό θέμα, φεύγει για το Παρίσι, για ιατρική ειδίκευση.

Το 1920 διακόπτει για δεύτερη φορά τις σπουδές του και σπεύδει εθελοντής στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου πιστεύει πως κρίνεται η τύχη του Ελληνικού έθνους. Το 1922 πήγε με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Το 1935 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών με το Λαϊκό Κόμμα του Τσαλδάρη. Από το 1938 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το επάγγελμα του γιατρού.

Νοσταλγός της αλησμόνητης πατρίδας, γράφει πολλά θεατρικά έργα, και το 1950 εκδίδει το λαογραφικό περιοδικό «Ποντιακή Εστία». Στόχος του περιοδικού, το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, ήταν η συγκέντρωση καν διαφύλαξη των ιστορικών και λαογραφικών θησαυρών του Πόντου. Παράλληλα κάνει σκληρό και επίπονο αγώνα για την ανιστόρηση στην Ελλάδα, της ερειπωθείσας στον Πόντο ιστορικής Σταυροπηγιακής Μονής της Παναγίας Σουμελά.

Το 1951 θεμελιώνει τον πρώτο μικρό ναό στην Καστανιά. Το λογοτεχνικό έργο του Κτενίδη, που περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα, με κορυφαίο συνθετικό ποίημα την «Καμπάνα του Πόντου», είναι ένας ύμνος στις αλησμόνητες πατρίδες. Από τα πρώτα του ποιήματα, που δονούνταν από πατριωτισμό, ως την «Καμπάνα» της νοσταλγίας και το «Λάκριμα Ρέρουμ» (Τα δάκρυα των πραγμάτων) του γκρεμισμένου Κάστρου, οι στίχοι του σαν κελάρυσμα των νερών του Πυξίτη της Τραπεζούντας, σαν κελάηδισμα των πουλιών στα ποντιακά παρχάρια, συγκινούν και θα συγκινούν τους Πόντιους πάντοτε. Δυστυχώς, επειδή όλα τα ποιήματα του είναι γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο, δεν μπορούν να απολαύσουν την ομορφιά τους και οι μη Πόντιοι.

Από την «Καμπάνα του Πόντου» ένα δείγμα της ποίησης του:

«Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν,
μαύρον άμον την νύχταν
ολονυχτίς τριγύριζεν ολόερα 'ς σον Κάστρον
'ς σον Κάστρον, 'ς σα μαντρότοιχα,
τη μαυρο Τραπεζούντας...
Κάποτ' εγέντονε σεισμός
κι η γη όλεν εσείεν κι έναν ημέραν άχαρον,
έναν ημέραν μαύρον,
επάρθαν τα κλειδιά 'θε
κι ο Κάστρεν εκρεμίεν.
Κι ο Κάστρεν, ο θεόρατον
εγέντον κοιμητήριν...».

Τα 17 θεατρικά του έργα, δράματα, ηθογραφίες και κωμωδίες, πολλά από τα οποία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα θεατρικά έργα άλλων Ελλήνων και ξένων δραματουργών, απαθανάτισαν τα ήθη και έθιμα του Πόντου, θεμελίωσαν και στέριωσαν το ποντιακό θέατρο στην Ελλάδα. Είναι ο μοναδικός Πόντιος θεατρικός συγγραφέας, που τα έργα του έχουν παρουσιαστεί από τους περισσότερους ερασιτεχνικούς θιάσους, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Η Αλεξάνδρα Ιασονΐδου-Αργυροπούλου, σε δημοσίευμα της στο «Αρχείον του Πόντου» με τίτλο «Λαογραφικά στοιχεία μέσα από το θεατρικό έργο του Φίλωνα Κτενίδη», αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μέσα στα θεατρικά έργα του Φ. Κτενίδη μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη ζωή, όπως κυλούσε στην πατρογονική γη, στον Πόντο. Είναι μια πλούσια πηγή για τα ήθη και τα έθιμα, τις παρα­δόσεις, την κοινοτική ζωή κλπ.».

Ο Ιωακείμ Σαλτσής, στη νεκρολογία για το θάνατο του μεγάλου Πόντιου ποιητή, σημειώνει: «Υπέροχη -ξέχωρα- πνευματική προσφορά του ποιητή της «Καμπάνας του Πόντου» είναι τα θεατρικά του έργα. Η παραγωγή τους αρχίζει μεταπολεμικώς και συνεχίζεται αργότερα, παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού του. Ανεβάζονται στη νεοδημιουργημένη «Ποντιακή Σκηνή» στην Αθήνα, Πάτρα και στις επαρχίες της Β. Ελλάδας κατ' επανάληψη. Πάταγο δημιουργεί και συναγερμό προκαλεί παντού το ανέβασμά τους. Είναι αλήθεια ότι η «Ποντιακή Σκηνή» δημιουργείται ήδη από την Κατοχή. Αλλά πάσχει από έλλειψη έργων. Συμπυκνωτής της αντιλήψεως ότι οι ποντιακοί λαογραφικοί θησαυροί και θρύλοι θ' αποδώσουν αν διδαχτούν από Σκηνής σε ιδιώματα ποντιακά είναι ο Φ. Κτενίδης, ο οποίος προχωρεί στο έργο αυτό της δημιουργίας ακαταπόνη­τος και αδάμαστος. Όλα του τα έργα (με κορωνίδα τον «Ξενητέαν») είναι εξαιρετικά και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από την σύγχρονη Ελληνική ηθογραφική πα­ραγωγή. Δεκαέξι θεατρικά έργα συνθέτει έως το 1958. Ορυμαγδός γονιμότητας και παραγωγικότητας...».

Ο Ιωάννης Εφραιμίδης έγραψε: «Υπήρξε μία διακεκριμένη προσωπικότητα μεταξύ του πνευματικού κόσμου της Ποντιακής οικογενείας. Συγγραφέας αρίστων θεατρικών ποντιακών έργων, δημιούργησε καινούργια ζωή στο καθυστε­ρημένο Ποντιακό Θέατρο και του έδωσε πνευματική πνοή. Ηθογράφος και ποιητής. Χαρίσματα φυσικά. Ήταν ίσως ο πρώτος μεταξύ των Ποντίων όστις μελέτησε-ερεύνησε τον χαρακτήρα και την ζωή του Ποντίου, τις αναμνήσεις από την ζωή της αλησμόνητης Πατρίδος μας και συνέγραψε τα ωραία θεατρικά του έργα, τις ηθογραφίες και άλλες πολλές πνευματικές εργασίες. Δεν επιθυμώ να θεωρηθώ υπερβολικός στην διαπίστωσή μου, ότι με τον Κτενίδη ανυψώθηκε η στάθμη του πολιτισμού του Ποντιακού λαού στο Πανελλήνιο. Γεγονός το οποίο αναγνωρίζεται και από τον γηγενή κόσμο...».

Τα θεατρικά έργα του Κτενίδη είναι τα εξής: «Ο Ξενιτέας», «Ο Μάραντον», «Το Γιάντες», «Το Μαυροκόρτ'ς», «Ο Γκιαούρτς», «Η Προξενεία», «Ο Χωρέτες», «Ο Τελευταίον ο χορός», «Ο Κλήδονας», «Ο Διγενής Ακρίτας», «Οι Πατρίδες», «Σουμελά», «Η γυναίκα του πρωτομάστορα», «Ο Κλήδονας», «Η Αποθήκη της Στοφορίνας», «Η Ανεψιά τη Βέβαια», «Η Δασκαλίτσα», «Υπουργικά βάσανα», και «Ο Ζουρνάς».

Ως δημοσιογράφος άρχισε να γράφει φιλολογικά θέματα στην εφημερίδα της Τραπεζούντας «Εθνική Δράσις», όταν ήταν 20 χρόνων. Φίλος με τον εθνομάρτυρα δημοσιογράφο Νίκο Καπετανίδη και οι δυο τους «δεν ήξεραν αν έγραφαν παίζοντας ή αν έπαιζαν γράφοντας», όπως σημειώνει ο ίδιος στις αναμνήσεις του, στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία». Στα 21 του χρόνια εκδίδει το δεκαπενθήμερο φιλολογικό και λαογραφικό περιοδικό «Επιθεώρησις». Σύντομα το περιοδικό ξεπερνά τα σύνορα του Πόντου και κυκλοφορεί και στη Ρωσία όπου έχει και συνεργάτες. Κτενίδης και Καπετανίδης ο ένας πάντοτε κοντά στον άλλον. Εκτός από τα εθνικά τους ενδιαφέροντα, παρακολουθούν και τα φιλολογικά δρώμενα στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη μέσα από τα έντυπα που φτάνουν φανερά ή κρυφά στον Πόντο. Είναι αναγνώστες του περιοδικού του Γρηγόρη Ξενόπουλου «Η διάπλασις των παίδων» και διαβάζουν Έλληνες, Ρώσους και άλλους Ευρωπαίους συγγραφείς. Οι σπουδές του τον αναγκάζουν να πάει στην Αθήνα. Τότε αφήνει την διεύθυνση του περιοδικού του στο φίλο του Καπετανΐδη, ο οποίος εκδήδει τα τελευταία τεύχη. Ο Κτενίδης σημειώνει ότι τα τεύχη που έβγαλε ο Καπετανίδης ήταν τα καλύτερα. Το 1950 προχώρησε στην έκδοση του περιοδικού «Ποντιακή Εστία».

Ο Σταθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης), στον προλογισμό μιας τριετίας (της «Ποντιακής Εστίας» τον Ιανουάριο του 1953), γράφει μεταξύ άλλων: «Εγώ τουλάχιστο, παίρνοντας παράδειγμα τα προηγούμενα ποντιακά περιοδικά, τα οποία ύστερα από ένα χρονικό διάστημα έπαψαν να εκδίδονται ή άλλα φυτοζωούν, νόμιζα πως και η «Ποντιακή Εστία» θα 'σβηνε σύντομα, για να παραχωρήσει τη θέση της σε κάποιο άλλο περιοδικό. Το οικονομικό προπάντων ζήτημα ήταν κατά τη γνώμη μου ο σκόπελος, πάνω στο οποίο η «Ποντιακή Εστία» ήθελε να προσκρούσει και να συντριβεί. Πόσο όμως βγήκα γελασμένος...». Ο ίδιος ο Γεροστάθης. στον επικήδειο του για τον Κτενίδη ανέφερε: «...Ανήσυχος νοσταλγός και οραματιστής, εκδίδει, το 1950 το λαογραφικό περιοδικό της Βόρειας Ελλάδας, την «Ποντιακή Εστία». Συγκεντρώνει γύρω του τους κορυφαίους Ποντίους λαογράφους των Επαρχιών και της Αθήνας και επιτυγχάνει τις συνεργασίες των Πανεπιστημίων μας. Και σύντομα η «Ποντιακή Εστία» ανεβαίνει σε περιωπή.

Στις σελίδες της βρίσκουν θεραπεία του νοσταλγημένου ψυχικού, ηθικού και εθιμικού τους κόσμου, χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες. Αλλά και ποικίλες ιστορικές πληροφορίες από τη συνολική ζωή των πατέρων τους μέσα στην ιστορική διαδρομή 30 αιώνων καταγράφονται σε αυτή. Εξέχουσα θέση μέσα στο περιοδικό κατέχουν πεζογραφήματα του διευθυντή του: Ιστορικά, κοινωνικά, έργα θεατρικά. Μα καταγράφονται και λαογραφικά θέματα σε μορφή εύθυμου διαλόγου και περιγραφής σε ελληνοποντιακό γλωσσικό ιδίωμα, ό­πως είναι ο «Βεβαίας» και η «Καρτερή». Ποιήματα ολκής και αξίας, όπως είναι «Ο θάνατος τη Δήμο» κ.ά., με κορωνίδα και απαρχή την περιλάλητη ελεγεία «Η Καμπάνα του Πόντου». Λόγος ποιητικός, προορι­σμένος να ζήσει.

Ο Φίλων Κτενίδης είναι ορμητικός πατριώτης και πατριδολάτρης. Δεν πρόκειται καθαυτό για την έκδοση ενός λαογραφικού περιοδικού. Πρόκειται για κάτι άλλο. Με πόνο ο στοχαστής-εκδότης βλέπει ότι και η ποντιακή κοινωνία αργά αλλά σταθερά, παίρνει τη ροπή προς τη γνωστή -ξενική- διαφοροποίηση και σύγχυση και ανασκουμπώνεται αποβλέποντας με πάθος, ν' αναστυλώσει τις αρχαιόπρεπες παραδόσεις του Πόντου. Όσες είναι γόνιμες, βιώσιμες και άξιες ικανές να διδάξουν. Τα ήθη του Πόντου τα οποία είναι πρόσφορα για μια ανόρθωση, ανανέωση και φυσιολογική εξέλιξη και στερέωση των Ποντίων. Με το λόγο. Ναι με το λόγο. Διότι «ο λόγος είναι μαγεία». Μοχθεί. Μεταβάλλεται σε ασκητή του γραφείου του, μακριά από κοινωνικές συντροφιές. Μόνος του για χρόνια, άγρυπνος ερευνητής, κριτής και ρυθμιστής ύλης, διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και φύλλων. Μεσάνυχτα περνούν. Έως την 2α και 3η πρωινή ώρα αγωνίζεται με την πένα στο χέρι. «Αντλεί εις πίθον Δαναΐδων»; Στάθηκε ανεδαφικός; Όχι.

Δεκατέσσερα χρόνια περνούν και η «Ποντιακή Εστία» -άθλος διάρκειας χρονικής, αποτελεί ένα θησαυρό και ένα κώδικα λαογραφικής, ιστορικής, εθνολογι­κής και γλωσσολογικής ύλης. Συγκίνησε και πότισε χορταστικά το δέντρο του πατρογονικού ήθους. Και επηρέασε τις σύγχρονες ποντιακές γενεές: Έδωσε αυτοεπίγνωση και συνείδηση του «είναι», στον Ελληνοποντιακό κόσμο. Και ενέγραψε υποθήκη αναμετάδοσης στις ερχόμενες γενεές του. Μεθαύριο οι τόμοι του περιοδικού θα κινούν την ευγενική περιέργεια, θα συγκι­νούν, θα οδηγούν, θα επηρεάζουν τους κουρασμένους από την αροθυμία και το ηθικό χρέος επιγόνους...

Η επίσημη αναγνώριση των πνευματικών μόχθων του γιατρού ήρθε πανηγυρική και επίκαιρη. Το 1956 η Ακαδημία Αθηνών βραβεύει την «Ποντιακή Εστία». Χωρίς, ποτέ, να το επιδιώξει ο ίδιος προσωπικά. Το Νοέμβριο του 1950, σε μια διάλεξη του, εμπιστεύεται, εξομολογείται την ορμή της ψυχής του. Ότι τον διαφλέγει ο πόθος να ανιστορήσει το εθνικοθρησκευτικό παλλάδιο του Πόντου, τη μονή της Παναγίας Σουμελά. Η πρόταση ξαφνιάζει, αλλά και επιδοκιμάζεται και ενθουσιάζει. Και το 1951 καταθέτει το θεμέλιο λίθο. Και γίνεται ο κτήτορας της μονής και ο κύριος ρυθμιστής και πρωτομάστορας των παραπέρα δομικών εξελίξεων. Με το τίποτε στην αρχή. Με μόνο βοηθό την πίστη του την ακράδαντη ότι οι Πόντιοι θα σπεύσουν να τον βοηθήσουν υλικά. Και το ένστικτο του δεν τον διαψεύδει. Μια δυο εκκλήσεις του από τις στήλες της «Ποντιακής Εστίας» και οι δωρεές, οι συνδρομές, καταφθάνουν η μια πίσω από την άλλη.

Το 1959 ο Κτενίδης έριξε την ιδέα για σύγκληση παμποντιακού συνεδρίου. Στενό συνεργάτη του στην υπόθεση αυτή έχει το Χρήστο Κουλαουζίδη, δημοσιογράφο, μέλος της διοίκησης της «Παναγίας Σουμελά». Η πρόταση του Κτενίδη δημοσιεύτηκε στην «Ποντιακή Εστία» και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Τα ποντιακά έντυπα άρχισαν να ασχολούνται με το θέμα αυτό. Οι αρθογράφοι επέμεναν στη συμμετοχή στο συνέδριο και των Ελληνοποντίων του εξωτερικού. Έγιναν και πολύ αυστηρές κρίσεις. Η πρώτη επίσημη σύσκεψη για τη σύγκληση του συνεδρίου έγινε στις 16 Αυγούστου 1959 στη μονή της Παναγίας Σουμελά, στο Βέρμιο. Πήραν μέρος 35 εκπρόσωποι 28 ποντιακών σωματείων. Μέλη της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής του συνεδρίου εκλέχθηκαν με σειρά επιτυχίας οι Φίλων Κτενίδης, Ελευθέριος Παυλίδης, Χρήστος Κουλαουζίδης, Νικόλαος Γεωργιάδης, Δημήτριος Σεϊτανίδης, Αγαθή Κογκαλίδου και Αντώνιος Σουρμελής. Επι­λαχόντες ήταν οι Ιωάννης Αβραμάντης, Ευστάθιος Αθανασιάδης, Αντώνιος Τερζόπουλος, Παναγιώτης Τανιμανίδης, Γεώργιος Σακκάς, Ηλίας Σπανάκης και Αθανάσιος Ανδρεάδης. Προσύσκεψη είχε γίνει στις 19 Απριλίου 1959. Θεωρήθηκε το σοβαρότερο βήμα για τη σύγκληση του συνεδρίου. Τελικά, αποφασίστηκε η σύγκληση του συνεδρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 1959. Το συνέδριο όμως αυτό δεν έγινε ποτέ.

Ο Κτενίδης γράφει στην «Ποντιακή Εστία» του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1959: «...Χωρίς αυτήν την προεργασία, πολύ φοβούμεθα ότι το Παμποντιακόν Συνέδριον, του οποίου η σύγκλησης αποτελεί έκδηλων ανάγκην του συντονισμού των ενεργειών όλων -Σωματείων και ατόμων- που πιστεύουν εις την σκοπιμότητα της καλλιέργειας και διαφυλάξεως της Ποντιακής Ιδέας, θα μείνει ένα από τα πολλά όνειρα που πλάθουν οι ίδιοι... Μόνον όνειρον...».


Παναγιώτης Τανιμανίδης

Γεννήθηκε στο χωριό Ίμερα της Τραπεζούντα στις 2 Φεβρουαρίου 1914, από τον ιερέα πατέρα του, Γεώργιο και την μητέρα του Σωτηρία. Πρωτοπήγε σε Νηπιαγωγείο του Βατούμ, όπου με τη μητέρα του και τους δύο αδερφούς του Σπύρο και Χρίστο αποκλείστηκαν μετά την επανάσταση του 1917.

Στην Ελλάδα αντάμωσε όλη η οικογένεια του Παπαγιώργη το 1924 στο χωριό  Ίμερα (Σάλτικλη), όπου και τελείωσε το Δημοτικό. Οι δάσκαλοί του ήσαν οι Γεώργιος Ευθυβούλης και Ευθύμιος Μουρατίδης. Μπήκε με εξετάσεις στο τότε μικτό Γυμνάσιο Ξάνθης στην πρώτη τριάδα. Με τον μετέπειτα γεωπόνο αδελφό του Στέφανο και το συγχωριανό του Αναστάση Ιορδανίδη. Ο αδελφός του θύμα του εμφύλιου και ο συγχωριανός του της κατοχής. Ως μαθητής Β' τάξης του Γυμνασίου μπήκε στην Ιερατική Σχολή της Αγίας Αναστασίας, της οποίας χρημάτισε και Αρχηγός και απ' όπου αποφοίτησε, μεταξύ των πρώτων το 1938 σε ηλικία 24 ετών.

Το 1939 κατατάχτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου και το 1940 τον Ιανουάριο τοποθετήθηκε στο 5ο Σύνταγμα Θεσσαλονίκης, γιατί είχε έρθει στην πρώτη πεντάδα στους τελικούς διαγωνισμούς της Σχολής. Από το 5ο Σύνταγμα, που είχε αποδεκατιστεί στο Αλβανικό μέτωπο, μετατέθηκε στο 7ο Σ.Π. για μια ειδική αποστολή στην περιοχή Κιζ-Μπουνάρ. Είναι ο πρώτος αξιωματικός, που αντιμετώπισε με δυο διμοιρίες ένα Γερμανικό Σύνταγμα στις 6 Απριλίου του 1941 στην περιοχή του Τριεθνούς και του Ντουβά-Τεπέ, όπου αμύνθηκε ως την ημέρα που καταλήφθηκε η Θεσσαλονίκη και έγινε η συνθηκολόγηση του Μπακόπουλου. Οδήγησε ως το Δερβένι πάνω από 200 στρατιώτες διαφόρων μονάδων, αφού παρέδωσε τον οπλισμό τους στο χωριό Ποντολίβαδο. Στην κατοχή 1941-1944 έμεινε στη Θεσσαλονίκη και παράλληλα με τον αγώνα επιβίωσης σπούδαζε και πρόσφερε αξιόλογες υπηρεσίες εθνικής αντίστασης.

Πτυχίο Θεολογικής Σχολής πήρε το 1947, αφού προηγουμένως είχε στεφανωθεί την Κασιανή Ι. Λαζαρίδου στα Γιαννιτσά, όπου βρέθηκε με άλλους συναδέλφους κυνηγημένους από τους νικητές των Δεκεμβριανών συγκρούσεων, χωρίς να είχε ποτέ σχέση με το ΚΚΕ. Από το Δεκέμβριο του 1947 ως το Φεβρουάριο του 1949 υπηρέτησε στην Ταξιαρχία Ρίμινι και ως το 1951, μετά τον δεύτερο τραυματισμό του, στο Γραφείο Τύπου του Γ’.Σώματος Στρατού, ως Έφεδρος Υπολοχαγός.

Ως εκπαιδευτικός υπηρέτησε από το 1952-1978 σε Γυμνάσια και Λύκεια Κατερίνης, Θεσσαλονίκης, Αμυνταίου, Βεροίας και βγήκε στη σύνταξη ως Λυκειάρχης, ύστερα από ένα καρδιακό επεισόδιο που έπαθε ως Γυμνασιάρχης Αμυνταίου. Στην Κατερίνη παράλληλα με το εκπαιδευτικό του έργο πρόσφερε αφιλοκερδώς υπηρεσίες και ως ιεροκήρυκας και στέλεχος του προσκοπισμού και των κατασκηνώσεων της Πρόνοιας. Σε όλα τα Σχολεία, που υπηρέτησε, συγκρότησε χορωδία μαθητική, η οποία διάνθιζε τα προγράμματα των Σχολικών γιορτών και εκδηλώσεων και έπαιρνε μέρος στη Θεία λειτουργία την ώρα του εκκλησιασμού.

Ως έφεδρος Αξιωματικός και ως εκπαιδευτικός πραγματοποίησε με ομάδες φοιτητών και Πολιτιστικών Οργανώσεων, καθώς και με μαθητές, εξορμήσεις σε φυλάκια, σε παραμεθόρια χωριά μέχρι και την Ορεστιάδα με το Στρατή Μυριβήλη και με πρόγραμμα μορφωτικό, εθνικό και ψυχαγωγικό και με διανομή δεμάτων διαφόρου περιεχομένου. Βάπτισε με τους μαθητές του παιδάκια φτωχών οικογενειών, συμπαραστάθηκε ανήμπορες οικογένειες μαθητών και αποφυλάκισε χρεώστες του Δημοσίου με οικονομίες μαθητριών και μαθητών.

Ως άμισθος ιεροκήρυκας μίλησε από το 1938-1967 στους ιερούς ναούς Τοξοτών, Κατερίνης, Βεροίας, Θεσσαλονίκης. Είναι γνωστή η δράση του και ως συνδικαλιστή, από το 1954-1974 και ως Προέδρου δύο Πανελληνίων Ετήσιων Συνεδρίων καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης. Ακόμη πρόσφερε αξιόλογες υπηρεσίες από το 1956, ως μέλος και Πρόεδρος Συλλόγων και Επιτροπών. Στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ιμεραίων, στο σύλλογο Ιεροψαλτών Θεσσαλονικης στην Επιτροπή ανιστόρησης και διεύρυνσης του Ιερού Ναού Ταξιαρχών Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης, στα Διοικητικά Συμβούλια ΟΔΕΠ Μητρόπολης Θεσσαλονίκης και της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής, όπου δίδαξε δωρεάν δύο χρόνια το μάθημα της Διδακτικής.

Από το 1955, συνεχής και ανιδιοτελής είναι η συστηματική, καρποφόρα κι δημιουργική προσφορά του στην Παναγία Σουμελά και από το 1964 έως το 1995 ήταν επιστρατευμένος Πρόεδρος, αιρετός και εθελοντής. Από το Φίλωνα Κτενίδη παράλαβε το δύσκολο ξεκίνημα, την ιστορική πρωτοβουλία και απόφαση της ανιστόρησης, με το πρώτο εκκλησάκι, τον πρώτο ξενώνα, μερικά κελιά και αποθήκες, δενδροφυτεύσεις, χωματόδρομο και ένα ημιτελές κτίριο για εστιατόριο.

Από το 1964 ως και την ημέρα του θανάτου του σε συνεργασία με εκλεκτούς συμβούλους, με την συμπαράσταση του λαού, του Στρατού, της Αστυνομίας, των Σχολείων, των Οργανισμών και των εκάστοτε Κυβερνήσεων, είχε ολοκληρώσει ένα απίστευτο έργο. Εννέα ξενώνες με 650 κρεβάτια, επέκταση και ολοκλήρωση του εστιατορίου, ενίσχυση του υδραυλικού δικτύου από δεύτερη και τρίτη πηγή, δημιουργία αποχετευτικού δικτύου, δενδροφύτευση άλλων δέκα χιλιάδων καλλωπιστικών και μη δενδρυλλίων, ηλεκτροδότηση του Προσκυνήματος, διεύρυνση και ασφαλτόστρωση του δρόμου πρόσβασης προς το Προσκύνημα, ανέγερση καθολικού ναού, ολοκλήρωση χωροταξικής μελέτης και προγραμματισμός έργων 700 εκατομμυρίων δραχμών.

Πέραν όλων αυτών καθιέρωσε το θεσμό των υποτροφιών και της πατροπαράδοτης γιορτής των Γραμμάτων, με βράβευση μαθητών και μαθητριών στην έδρα ενός Νομού κάθε χρόνο.

Διηύθυνε την έκδοση δυο ετήσιων Λευκωμάτων (1964-1974) της Παναγιας Σουμελά και από το 1975 διεύθυνε το περιοδικό "Ποντιακή Εστία". Έγραψε πολλά άρθρα και σχόλια σε περιοδικά και βιβλία, τα οποία αφιέρωσε στο Σωματείο "Παναγία Σουμελά" και ένα στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ιμεραίων.

Δύο λαογραφικές του μελέτες δημοσιεύθηκαν στο Αρχείο του Πόντου (Τόμος  38 και 40) και η εισήγησή του στο Α' Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο "Η Εκκλησία του Πόντου" δημοσιεύτηκε στο επίσημο Λεύκωμα του Συνεδρίου. Η προσφορά του στον κοινωνικό, πολιτιστικό, πνευματικό και εθνικοθρησκευτικό στίβο είναι κρυμμένη πίσω από το τεράστιο έργο, τη δραστηριότητα και την παρουσία της Παναγίας Σουμελά και ολοκληρώνεται από μια σειρά ομιλιών, διαλέξεων, ραδιοφωνικών εκπομπών, εξορμήσεων και διαφόρων εκδηλώσεων.

Από το 1987 όλες οι Ομοσπονδίες και τα ποντιακά Σωματεία του ανάθεσαν την Προεδρία της Οργανωτικής επιτροπής του Β' Παγκόσμιου Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού, που έγινε στη Θεσσαλονίκη τις 31 Ιουλίου ως τις 7 Αυγούστου 1988.

Ήταν πατέρας δυο αγοριών, από τα οποία το ένα είναι οδοντίατρος και το άλλο υπάλληλος ΟΣΕ, και παππούς έξι εγγονιών. Τιμήθηκε με μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων, με πολεμικό σταυρό, με προαγωγή επ' ανδραγαθία και με αριστείο ανδρείας. Με μετάλλιο Α' Τάξεως από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και με το σταυρό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με δίπλωμα τιμής από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών και με έπαινο από το Σύλλογο "Διογένης ο Σινωπεύς", με τιμητικές πλακέτες από την Ένωση Ποντίων Νομού Μαγνησίας, από το Σύλλογο Πολυτέκνων Θεσσαλονίκης από το Σύλλογο "Παναγία Σουμελά" Βοστώνης, από τον Ποντιακό Σύλλογο Κιλκισιωτών, από το Σύλλογο Ποντίων Πολίχνης, από την ένωση Ποντίων Νέων Θεσσαλονίκης, από την ΥΙ Μεραρχία Κιλκίς και το Β' Σώμα Στρατού Βεροίας.

 Ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος του Ποντιακού Καλλιτεχνικού Ομίλου Σουρμένων Αττικής, Επίτιμος Πρόεδρος του Συλλόγου Ιεροψαλτών Θεσσαλονίκης "Ιωάννης ο Δαμασκηνός", επίτιμος Πρόεδρος του Ιερού Ιδρύματος "Παναγία Σουμελά" Νέας Υόρκης και επίτιμος Πρόεδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ιμεραίων.

Στο Συνέδριο των Δελφών, το Σεπτέμβριο του 1988, ανάπτυξε το θέμα: ''Τα ιστορικά μοναστήρια του Πόντου", εργασία που δημοσιεύτηκε στον 3ο τόμο της Εγκυκλοπαίδειας του Ποντιακού Ελληνισμού.

Τέλος τιμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με οφίκιο του Άρχοντος Διδασκάλου της Εκκλησίας και από την Ακαδημία Αθηνών στις 3 Δεκεμβρίου 1993.