Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ντοκουμέντο: Σελίδες από το ημερολόγιο των ανταρτών της Σάντας!

Ντοκουμέντο: Σελίδες από το ημερολόγιο των ανταρτών της Σάντας!

Το e-Pontos.gr δημοσιεύει σελίδες από το πρωτότυπο ημερολόγιο των ανταρτών της Σάντας, του καπετάν Ευκλείδη το οποίο είναι γραμμένο επιτόπου τις χρονιές 1917 έως και 1924 που πιάστηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα! Το κρατούσε ο Κώστας Κουρτίδης, αδερφός και υπαρχηγός του καπετάν Ευκλείδη...

Οι συγκεκριμένες, είναι οι σελίδες που αναφέρονται στα γεγονότα της καταστροφής της Σάντας και του σφαγιασμού των παιδιών στο σπήλαιο της Μάγαρας τον Σεπτέμβριο του 1921...

Ευχαριστούμε τον εγγονό του, Κώστα Κουρτίδη, για την παραχώρηση τους.

Σεπτέμβριος 1921

6. Μας ειδοποίησαν από το χωριό ότι Τούρκοι Τσετέδες από το παρχάρι Κασκάρ πήραν τρία παιδάκια που φύλαγαν τις αγελάδες, μαζί μ' αυτές και εξηφανίσθησαν, τον Κων. Ευκλ. Κουρτίδην, τον Κων/τίνον Γιαλιτσήν και τον Ιωάννην Λαζαρίδην το καθένα από δεκαπέντε χρονών παιδιά.

7. Παίρνοντες τρόφημα και διάφορα άλλα πράγματα, κατέβημεν εις το σπήλαιον Ομάλ άνωθεν του Φτελέν και εκεί εκάναμε το λημέρι μας.

Ο Μέραρχος έστειλε τον Μηκτάρην τον Κουφατσήν και τον Ι. Δοξόπουλον και ζητούν όπως παρουσιασηεί ο Ευκλείδης. Και επειδή τα χωριά γέμισαν από στρατιώτας και Τσετέδας και εψιθυρίζετο και απέλασις των κατοίκων πολλές γυναίκες και παιδιά έφυγαν εις τα δάση.

9. Μας ειδοποίησαν ο Μηκτάρης και ο Ι. Κουφατσής ότι ένας Αξιωματικός και ο Χαβίζ μαζί του θα έλθουν εις Τσιφίνια να μας ανακοινώσουν τας διαταγάς του Μεράρχου. Επήγαμε και τους συναντήσαμε ενώ την ίδιαν ημέραν το χωρίον Ισχανάντων άδειασαν και τους κατοίκους έφεραν εις Πιστοφάντων. Μας αρώτησε ο Αξιωματικός τι σκεπτόμεθα και τι απεφασίσαμε διότι αν δεν παραδοθείτε θα κάψουν την Σάντα. Τους είπαμε ότι ημείς γνωρίζωμε τας διαθέσεις των και τας ενεργείας των και ως εκ τούτου ας κάνουν ότι θέλουν άλλα εμάς δεν θα ειδούν ποτέ και ότι θα εκδικηθούμε σε ότι κάνουν και αυτοί τον δε Κουφατσήν και Χειμωνίδην κρατήσαμε μαζί μας διά να μη πάνε και αυτοί άδικα. Την νύκτα διαφυγόντες πολλές γυναίκες και παιδιά καθώς και η οικογένεια η δική μας ήλθαν προς ημάς και διηγούνται ότι επήλθε πλέον η καταστροφή, διότι άρχισαν να ατιμάζουν, να σκοτώνουν και δεν άφησαν επί ποδός τίποτε. Όλους εμάζεψαν εις Πιστοφάντων και εκείθεν θα στέλονται εις εξορίαν. Αμέσως κατεβήκαμε εις Κοπαλάντων και εκείθεν εις Υπαπαντήν διά να τους προλάβωμεν και όλην την νύκτα ετοιμάσθημεν.

10. Τους πέρνωμε μαζί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά μηδ' ενός εξαιρουμένου καθώς και τα ζώα τους διά να τους φέρωμε στο λημέρι διά να γλυτώσουν την εξορίαν.

Πρωί πρωί μόλις εφθάσαμε εις Χαρατζιάντων πολλοί στρατιώται και Τσετέδες επετέθησαν εναντίον μας και άρχισαν να πυροβολούν. Αμέσως τις οικογένειες φυγαδεύσαμε μες' στο δάσος και εμείς πιασθήκαμε εις μάχην και σιγά σιγά προχωρούντες εφθάσαμε εις Ομάλ και κάνοντες πρόχειρα προχώματα παρετάχθημεν εις μάχην. Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν, μέσ' στο σπήλαιον τριακόσιοι τον αριθμόν και φυλάγοντες αυτούς οι άοπλοι κάπου εκατόν είκοσι παιδιά. Εμείναμε ημείς μόνον δεκαοκτώ άνδρες διότι πολλά άλλα παιδιά έμειναν εις το δάσος γύρω από τα χωριά διευκολύνοντες την φυγήν των γυναικοπαίδων εκ των χωρίων και μη ελθόντων ακόμη. Και επί ενέα συνεχείς ώρας επολεμούσαμε έναν άνισον αγώνα διότι εκτός του τακτικού στρατού μας επετέθησαν και οκτακόσιοι Τσετέδες περικυκλώσαντες ημάς πανταχόθεν εκτός μιάς στενής διόδου προς το δάσος Βαϊβάιτερέ την οποίαν εφύλαγαν τρείς άνδρες εις το μέρος Μερτσιάν λιθάρ, διά την τελευταίαν στιγμήν να έχομεν διέξοδον.

Κατά κύματα μας επετίθεντο αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούαμεν. Αλλά ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλυτώσωμε διότι ο όγκος που αντικρίζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν. Διά μίαν στιγμήν ο Ιωάννης Ξανθόπουλος έχασε το θάρος του και φεύγων της θέσεώς του έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα οίτινες εν τη απελπισία τους, έκλεγαν και εσταυροκοπούντο.

Και μη δυνάμενος να σταθεί και εκεί εγύρισε πάλιν πίσω, ότε βλέπει μερικούς Τούρκους να μαζεύουν τα ζώα τα οποία ήσαν όπισθεν ημών και να τα φέρουν προς τα κάτω. Ελθών μας ειδοποίησε ότι πάμε χαμένοι διότι άρχισαν να κατεβαίνουν και εκ των όπισθεν. Συστήσαμε αμέσως στα παιδιά να κρατίσουν τας θέσεις των καλά και ημείς δύο τρείς με τον Ευκλείδην τρέξαμε εκεί να δούμε τι συμβαίνει. Μόλις φθάσαμε τους βλέπωμε δύο τρείς να κατεβάζουν τα ζώα και οι άλλοι εστέκοντο εις το παρακείμενο ύψωμα.

Αμέσως τους φωνάζωμε ποίοι είναι και τι θέλουν. Αυτοί μη γνωρίσαντες ημάς απαντούν : Δεν γνωρίζετε τους συντρόφους σας; Είμεθα σύντροφοι του Κάλφα. Τους φωνάξαμε να έλθουν γρήγορα. Και μόλις πλησίασαν και μας αντελύφθησαν ητοιμάσθησαν να πυροβολούν αλλά αμέσως πυροβολούμε ημείς και οι δύο σκοτώνονται ό δε άλλος πετάξας το όπλο του παρεδώθη και δύο τραυματισθέντες έφυγαν και έτσι έμεινε το μέρος και πάλιν ελεύθερον.

Τον αιχμάλωτον στείλαμε κοντά στο λημέρι να τον ταϊσουν και κατόπιν να τον κάνομε ανακρίσεις και τον σκοτόνωμε.

Γυρίζοντες στας θέσεις μας εμάθαμε ότι εσκοτώθη ο Γερο Δημ. Τσιρίπ από τους δίπλα θάμνους όπου είμαστε ημείς και κατά την απουσίαν μας ελθόντες εκεί Τσετέδες επυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Όλο το διάστημα της μάχης έριχναν και τα δύο κανόνια που είχαν μαζί αλλά ήσαν μακρυά και μόνον τον κρότον τους ακούγαμε επίσης έριχναν και διά των πυροβόλων αλλά του κάκου διότι το μέρος μας ήτο πολύ προφυλαγμένον από μεγάλα δέντρα και πέτρες. Μέχρι να βραδυάσει, η μάχη εξακολουθούσε και μόλις ενύκτωσε απεφασήσαμε να φύγωμε αλλά τρείς εκ των συντρόφων ήσαν κοντά στους Τούρκους και ήτο αδύνατος η οπισθοχώρησίς των. Τους ρίχνωμε δύο τρείς χειροβομβίδες όπως εκείθεν τις πετάξουν προς το μέρος των Τούρκων και αμέσως να φύγουν πίσω, προφυλάτοντες αυτούς και ημείς, όπως και το πετύχαμε.


Και παίρνοντες τα γυναικόπαιδα, ανέβημεν εις Μερτσιάν Λιθάρ όπου είχαμε τους συντρόφους μας και εμείναμε εκεί μέχρι 3 μ. μεσάνυκτα.

Ήτο η τρομεροτέρα νύξ που είδα εις την ζωήν μου. Διότι μικρά παιδιά νυστικά και μη μπορούντες οι μητέρες των να τα θηλάζουν και να τα περιποιηθούν, έκλαιγαν και εφώναζαν και υπήρχε κίνδυνος να προδώσουν το μέρος.

Ο Στρατός επί τόπου κατεσκήνωσε και έμεινε διά να εξακολουθήσει την επομένην την μάχην. Συνήλθομεν εις σύσκεψην και απεφασήσαμε όπως τα γυναικόπαιδα και μερικοί άοπλοι από διάφορα μονοπάτια φθάσουν εις Βαϊβάιτερεν και εκεί εντος πυκνού δάσους που δεν πάτησε ανθρώπινο ποδάρι κρυφθούν και ημείς από τον δρόμον αφήνοντες σημεία διά να διακρίνονται τα ίχνη μας, ανεβούμε εις Ουζούν σίρτ και εκείθεν κρυφθούμε εις το δάσος Πογιά χανέ.


Το σχέδιον ήτο πολύ καλόν αλλά πολλές γυναίκες αντέσθησαν να αποχωρισθούν από ημάς φοβούμενες την αιχμαλωσίαν. Αμέσως εδώσαμε οδηγίας εις την οικογένειάν μας και τον γέρο πατέρα μας που ήτο μαζί και αποχαιρετήσαντες προσωρινώς τους στείλαμε, αυτούς ακολούθησαν και άλλοι και οι περισσότεροι έφθασαν σύμφωνα με τις οδηγίες μας εις το μέρος που τους υπεδείξαμε.

Πολλά παιδιά τότες επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντες να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου. Καθώς και μία μητέρα έπνιξε το παιδί της και το πέταξε στους θάμνους μη δυνάμενη να το κουβαλήσει μαζί της. Κατά τα μεσάνυκτα ελιποτάκτησαν και οι τρείς Αρμενείς που ήσαν μαζί μας διά να γλυτώσουν την ζωήν τους, συμβουλεύοντες και ημάς να παρατήσωμε τα γυναικόπαιδα και να φύγωμε διότι έλεγαν θα γίνονται αιτία και θα χαθείτε και σεις. Πολλοί εκ των αόπλων άφησαν τας οικογενείας των και νύκτα έγιναν άφαντοι διά να σώσουν τα τομάρια τους.

Η ώρα 3 μεσάνυκτα παίρνοντες μαζί μας τους αόπλους και όσες γυναίκες έμειναν, ανέβημες εις Ουζούν σίρτ όπου είχε και ΄κει στρατόν κατασκηνωμένον και πλησίον αυτών περάσαντες εφθάσαμε εις το δάσος Πογιά χανέ κατά το σχέδιόν μας.

11. Εμείναμε μεσ' το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέραν τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς. Όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Μερτσιάν Λιθάρ όπου βρήκαν τα έξι μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Μέραρχον και ήλθε επί τόπου. Και όταν είδε τα μικρά σφαγμένα, διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι εις Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω, λέγων ότι άνθρωποι που σφάξαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιασθούν και ως εκ τούτου είναι περιτόν να μείνωμε. Αμέσως γύρισαν προς την Σάντα και αφήνοντες εκεί εκατόν πενήντα ιππείς ως φρουρά διά να λεηλατηθούν και καούν όλα τα σπίτια και κατόπιν να φύγουν και αυτοί. Στην χθεσινή μάχη σκοτώθηκαν δώδεκα Τούρκοι και πολλοί πληγώθηκαν και ένας που ηχμαλωτήσθη και ο οποίος τυχαίως φυγών εγλύτωσε από τα χέρια δύο παιδιών που τον συνόδευαν και ήσαν αρχάριοι.

12. Κατέβημεν εις το λημέρι Πογιά χανάς οπόθεν ο Γ. Καλαϊτσίδης παραλαβών μερικές γυναίκες και παιδιά έφυγε διά Καυλικά.

13. Δύο ώρας προς τα ξημερώματα φύγαμε διά να συναντήσωμε τας οικογένειας.

Από ομάλ πήραμε ένα βαρέλι τυρί και ένα βαρέλι βούτυρον διότι μόνον αυτά δεν βρήκαν οι Τούρκοι και πήγαμε κατά το Βαϊβάιτερε, εις το μέρος που τους υπεδείξαμε και τους βρήκαμε εκεί νηστικοί επί τρείς ολόκληρες ημέρες.

14. Μερικοί πήγαμε κατά τα χωριά διά να δούμε τι γίνεται εκεί και από Κωφολίβαδον Κοσλαράντων βλέπωμε να καίγονται τα σπίτια και ο καπνός εσκέπασε όλα τα γύρω βουνά και Τούρκοι να περιφέρονται μέσα στα χωριά λεηλατούντες. Γυρίσαμε πίσω και εις το Βαθύν ορμίν άνωθεν της οικίας Τσιαχούρ, βρίσκωμε δύο παιδιά αποκεφαλισμένους, τον Χαρ. Αϊβαζίδην και Χρήστον Τσιλικίδην.

16. Μαζί με τας οικογενείας φθάσαμε πάλιν εις το λημέρι Ομάλ, οπόθεν ο Ευκλείδης και τρείς άλλοι έφυγαν διά Γαλίαναν να ειδούν τι γίνεται και εκεί.

17. Εις Φτελέν όπου πήγαμε διά να μαζέψωμε αχλάδια από τα δέντρα, συναντήσαμε και τους Ζουρνατσανταίους οίτινες από την ημέραν της καταστροφής ήσαν εις Κιλκενλούχ με λίγες οικογένειες. Ήλθε ο Ευκλείδης εκ Γαλιαίνης όπου και εκεί είναι στρατός και γίνονται πολλά όργια.


18. Ήλθε ο Κων/τίνος Τσιλιγγερίδης εξ Ισχάν και λέγει ότι τα τρία παιδιά που πήραν οι Τούρκοι από Κασκάρ με τις αγελάδες μαζί τα ήυρε ο εκ Χάρουξας Αζίζ εις τα χέρια ενός Τούρκου εξ Αϊβέν και όστις τα πήρε από τους Τσετέδες εις Γιαγμούρ Τερέν διά ναμη τα σκοτώσουν και μας ειδοποιεί ο Αζίζ ότι μη έχετε την ανάγκην τους και όταν θέλετε σας τους φέρω.

19. Αφήσαμε λίγους με τα γυναικόπαιδα και ημείς φύγαμε προς τα χωριά. Κάτω εις τους μύλους Παϊράμ συνελάβαμε τέσσαρας άνδρας και τρείς γυναίκας φορτωμένους διάφορα πράγματα εκ Σάντας και τους πήγαμε εις το βα8ύν ορμίν και τους σκοτώσαμε με μαχαίρας διά να μη βγεί κρότος και ακούσουν οι στρατιώται και οι Τούρκοι διότι την επομένην είχαμε σχέδιον να πιάνομεν πολλούς να σκοτώσωμε ούτως ώστε να τρομοκρατηθούν οι Τούρκοι να μη έρχονται εις Σάντα προς λεηλασίαν διότι άρχισαν από τους παχτσέδες να βγάζουν τα λάχανα και τις πατάτες εις τα οποία είχαμε ελπίδας να περάσωμε όλον τον χειμώνα.

Μετά την εκτέλεσην των φθάσαμε εις ένα σπήλαιον κοντά εις Ζουρνατσάντων.

20. Πρωί ετοιμασθήκαμε και πιάσαμε τον δρόμον, παρά το χωρίον Ζουρνατσιάντων ευρισκόμενον γεφύρι και εστήσαμε ενέδραν. Εν τω μεταξύ βλέπομε πολλούς άνδρας και γυναίκας φορτομένοι να έρχονται από τα χωριά, πριν φθάσουν όμως κοντά μας κατέβηκαν και άλλοι από Κοφολείβαδον ερχόμενοι εκ των γύρω χωριών προς λεηλασίαν, διότι αυτό εγίνετο καθημερινώς και οίτινες μας αντελήφθησαν και άρχισαν να φεύγουν φωνάζοντες. Αμέσως δεν χάνομεν καιρόν , ανοίγωμεν πυρά εναντίον τους και σκοτώνονται πολλοί καθώς και εκ Σάντας ερχόμενοι. Το μέρος ήτο κατάλληλον και σχεδόν κανείς δεν γλύτωσε. Εσκοτώθηκαν τριάκοντα δύο άτομα με τους οποίους κατά κακήν σύμπτωσην ευρίσκετο και η θυγάτηρ του Αλή, υπανδρεμένη εις Χάρουξαν μαζί με το παιδάκι της και το οποίον εμάθαμεν αργότερα. Μόλις λοιπόν ηκούσθησαν οι πυροβολισμοί, αμέσως εξ Ισχανάντων όπου έδρευε το ιππικόν κατέβησαν εις Χαντσάρια, παρετάχθησαν και άρχισαν και αυτοί πύρ εναντίον μας. Η απόστασις ήτο φυσικά μεγάλη και ημείς μέσα στο δάσος πίσω από μεγάλα έλατα δεν είχαμε ανάγκην και έτσι απετελειώσαμε το έργον μας ανενόχλητοι και φύγαμε εις Καμένον εις τας σκηνάς του Κων/τίνου Τσιλιγγερίδη και των συντρόφων του.

21. Πήγαμε εις το λιμέρι όπου ήλθε και ο Χρήστος Αγγελίδης εκ Λιβεράς και λέγει ότι μεγάλην εντύπωσιν έκανε στους Τούρκους η σφαγή των μικρών παιδιών και τρομάζουν την οργήν μας.

Βράδυ κατέβημεν στο σπίτι του Αλή διά να μάθωμεν νέα.

22. Εκαθήσαμε μέσα στο δάσος άνω8εν της οικίας του και ανάψαμεν πυράν διά να ζεσταθούμε. Ήλθε και ο Χαμίτ Καλαϊτσιόγλου φέρων και τον Παντελήν Κοπαλίδην τον οποίον εφύλαγε. Εστείλαμε άνθρωπον εις Χάρουξαν διά να φέρει τα παιδιά. Το πρωί ανοικτά μέσα από το χωρίον Ισχάν ξεκινήσαμε, ότε μας είδαν οι Τούρκοι ετρόμαξαν και ο καθένας επροθυμοποιείτο να μας φέρει ψωμί και άλλα τρόφημα και εφθάσαμε εις Κοπαλάντων.

Και μεσάνυχτα ήλθε ο Απάς και έφερε τα παιδιά εκτός από τον Κων/τίνον Γιαζιταήν του οποίου το πόδι είχε πληγάς και δεν μπορούσε να περπατεί και το κράτησαν εις Ισχάν. Εφθάσαμε με τα παιδιά και πήγαμε εις το σπήλαιον Τσιακούλας όλοι μας.