της Παρθένας Τσοκτουρίδου
Ο σεβασμός των νέων στους γεροντότερους επικρατούσε σε μεγάλο βαθμό στα θεμέλια της οικογένειας και στις παραδόσεις της Ποντιακής παράδοσης στην Πατρίδα. Υπήρχε μάλιστα μια ιδιαιτερότητα στις σχέσεις της νύφης και των πεθερικών της, παράδοξη βέβαια στις μέρες μας, αλλά καθόλου απίθανη για εκείνη την εποχή, η οποία απαιτούσε υπακοή της νύφης, υποταγή, δουλεία, περιορισμένη ελευθερία, παίδευση ψυχής και σώματος γενικά.
Εκείνη την εποχή, λοιπόν, η νιόπαντρη γυναίκα κρατούσε «Μας» στα πεθερικά της έως και επτά χρόνια. Δεν της επιτρεπότανε, δηλαδή, να τους μιλάει, λόγω τήρησης σεβασμού και υπακοής. Κάποτε όμως συνέβηκε το εξής παράδοξο, που ανέτρεψε τούτο το «κατεστημένο» στις νύφες του Πόντου.
Μια πεθερά είπε στη νύφη της να πάει να κάνει «τσουχαβέλια», σκούπες δηλαδή. Η νύφη σχημάτισε με τα δάχτυλά της το σημάδι του Σταυρού και τον φίλησε. Αυτό σήμαινε πως ήταν γιορτή και δεν ήθελε να πάει να κάνει σκούπες. Συγκεκριμένα ήταν η γιορτή του Αγίου Γεωργίου και η παράδοση έλεγε πως όποιος έκανε την άγια τούτη μέρα δουλειές, θα πάθαινε σίγουρα κακό.
Η πεθερά εκείνη μάλωσε τη νύφη της και την πίεσε να πάει. Η νύφη όμως δεν υπάκουσε και η πεθερά έφυγε θυμωμένη. Ήταν εξαφανισμένη από προσώπου γης, επί μία εβδομάδα. Την έβδομη ημέρα της εξαφάνισής της, ένας τσομπάνος που έβοσκε τα πρόβατά του στο βουνό, έκατσε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί κι ενώ άρχισε να παίζει τη φλογέρα του, κοίταξε άθελά του κάτω στην πέτρα και είδε ένα ζευγάρι παπούτσια και τον τόπο χάμω γεμάτο από αίματα.
Διαπίστωσε τότε πως κάτω από την πέτρα βρισκότανε λιωμένο ένα γυναικείο κεφάλι, που αμέσως το αναγνώρισε. Φαινότανε μόνο λίγο από το σώμα και τα πόδια κι όπως ήταν φυσικό, ο βοσκός τρόμαξε και ειδοποίησε τους συγγενείς της νεκρής πεθεράς της νύφης, οι οποίοι έτρεξαν και την ανέσυραν από κει. Η άμοιρη νύφη της τότε μοιρολόγησε βλέποντάς την πολτοποιημένη κι έλεγε:
«-Αχ, μάνα μου, έχασα κι εσένα.. Δεν γνώρισα μάνα... Εσένα γνώρισα για μάνα... Αχ, τι θ' απογίνω!. Θα υποφέρω πάλι!»
Εκείνο το γεγονός, λοιπόν, στάθηκε η αφορμή κι επικράτησε από τότε να μη κρατούν οι νύφες «Μας» στα πεθερικά τους..
Ευτυχώς!... Και για τις σημερινές πεθερές, δηλαδή!...
Η πεθερά εκείνη μάλωσε τη νύφη της και την πίεσε να πάει. Η νύφη όμως δεν υπάκουσε και η πεθερά έφυγε θυμωμένη. Ήταν εξαφανισμένη από προσώπου γης, επί μία εβδομάδα. Την έβδομη ημέρα της εξαφάνισής της, ένας τσομπάνος που έβοσκε τα πρόβατά του στο βουνό, έκατσε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί κι ενώ άρχισε να παίζει τη φλογέρα του, κοίταξε άθελά του κάτω στην πέτρα και είδε ένα ζευγάρι παπούτσια και τον τόπο χάμω γεμάτο από αίματα.
Διαπίστωσε τότε πως κάτω από την πέτρα βρισκότανε λιωμένο ένα γυναικείο κεφάλι, που αμέσως το αναγνώρισε. Φαινότανε μόνο λίγο από το σώμα και τα πόδια κι όπως ήταν φυσικό, ο βοσκός τρόμαξε και ειδοποίησε τους συγγενείς της νεκρής πεθεράς της νύφης, οι οποίοι έτρεξαν και την ανέσυραν από κει. Η άμοιρη νύφη της τότε μοιρολόγησε βλέποντάς την πολτοποιημένη κι έλεγε:
«-Αχ, μάνα μου, έχασα κι εσένα.. Δεν γνώρισα μάνα... Εσένα γνώρισα για μάνα... Αχ, τι θ' απογίνω!. Θα υποφέρω πάλι!»
Εκείνο το γεγονός, λοιπόν, στάθηκε η αφορμή κι επικράτησε από τότε να μη κρατούν οι νύφες «Μας» στα πεθερικά τους..
Ευτυχώς!... Και για τις σημερινές πεθερές, δηλαδή!...
Πηγή: Kozani TV