Παραμύθια του Πόντου | Ο γερόν και η γραία |
της Λένας Σαββίδου
Τα παραμύθια κάθε λαού μαρτυρούν χιλιάδες πράγματα για την ιδιοσυγκρασία του και για την πορεία του στο χρόνο. Ειπωμένα από τα χείλη της γιαγιάς, στη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας γίνονται δρόμοι που ενώνουν το χθες με το αύριο των λαών, περνώντας μέσα από την ψυχή των παιδιών. Αν κάτι με λυπεί αφάνταστα είναι πως τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν με παραμύθια Δυτικής προέλευσης που πολύ λίγο ομοιάζουν με τα παραδοσιακά μας. Ξέρουμε την Σταχτοπούτα, τη Χιονάτη με τους επτά νάνους, την μικρή μονίμως χαμένη στα δάση Κοσκινοσκουφίτσα, μα έχουμε χάσει το ιδιόρρυθμο Ποντιακό παραμύθι που θα διαμόρφωνε την παιδική ψυχή των γόνων μας, ως Ελληνική και Μαυροθαλασσίτικη παράλληλα, όπως ακριβώς Έλληνες και Μαυροθαλασσίτες υπήρξαν οι παππούδες μας.
Χαμένα μέσα στην σκόνη των βιβλιοθηκών, κιτρινισμένα φύλλα καταγραφών ιστοριών από την πρώτη γενιά κείτονται ξεχασμένα μέχρι τη στιγμή που θα τα ανακαλύψουμε ξανά, θα γοητευτούμε ακόμη μια φορά από το ύφος τους και θα τους ξαναδώσουμε ζωή, φέρνοντας τα στη ζωή μας.
Από το σκονισμένο πλήθος των παραμυθιών της Πατρίδας, επέλεξα σήμερα να παρουσιάσω ένα από την περιοχή του Σταυρίν, το οποίο ανήκει στη συλλογή του Σταυριώτη και το πρωτοδημοσίευσαν «Τα Χρονικά του Πόντου» (έκδοση του συλλόγου «Αργοναύται Κομνηνοί») στο 23ο τεύχος τους, τον Φεβρουάριο του 54. Στην αρχική του δημοσίευση, το παραμύθι, παρουσιάστηκε στην Ποντιακή διάλεκτο. Σήμερα, θα το δούμε φτωχότερον μεν, μιας και η οποιαδήποτε μετάφραση, όσο επιτυχημένη κι αν είναι πάντοτε αφαιρεί το κόσμημα που σε ένα κείμενο προσθέτει η ιδιωματική γλώσσα, πιο προσιτό δε, για τα σημερινά παιδιά που δυσκολεύονται στην κατανόηση της Ποντιακής.
Στα παλιά τα χρόνια και στους παλιούς καιρούς είχαν και οι Τούρκοι ραμαζάνια. Κύλησαν τα χρόνια και ένας γέρος και μια γριά είχαν ένα μικρό βόδι που πολύ το αγάπαγαν με όλη τους την ψυχή. Το αγαπούσαν σαν παιδί και το είχανε «μην αστράφτεις και μη βροντάς».
Κάποτε πέρασαν τα καλά τα χρόνια κι έφτασαν τα ανάποδα. Ήρθε φτώχεια κι ένδεια μεγάλη. Πείνα έπεσε. Ο γέρος και η γριά πείνασαν κι αυτοί.
Τι να έκαμαν; Η πείνα του σκύλου γέννημα είναι.
Πήρε ο γέρος πυρωμένο σίδερο, το έμπηξε στο μηρό του μικρού ζώου, έσταξε λίγο πάχος, το έβαλε σε ένα τάσι και το έδωσε στη γριά να μαγειρέψει. Έτσι έζησαν δυο τρεις ημέρες παραπάνω. Το λίπος όμως κάποτε τέλειωσε και ξαναπείνασαν.
Φώναξε ο γέρος τη γριά, της έδωσε το τάσι, πήρε κ αυτός το πυρωμένο σίδερο και πήγαν να ξαναπάρουν λίπος από το ζώο. Το μικρό βόδι σαν ένοιωσε το πυρωμένο σίδερο να το τρυπά κάηκε και πόνεσε και μην μπορώντας να κάμει κάτι άλλο τίναξε τα πίσω πόδια του. Τι τίναγμα έριξε το τάσι από τα χέρια της γριάς και ξάπλωσε κάτω τον γέρο, φαρδύ πλατύ.
Εκείνος ήταν που ήταν γέρος, αδύναμος και πεινασμένος και στα πόδια του επάνω δεν μπορούσε να καλοσταθεί, έφαγε και την κλωτσιά κι έγινε χειρότερα. Έτρεξε η γριά και με το ζόρι τον ανασήκωσε. Ο γέρος κράτησε θυμό. Αφού αναπαύτηκε λίγο και ήρθε ο νους του στο κεφάλι του είπε: «Γριά, αυτό έτσι δεν γίνεται, θα πεθάνουμε από την πείνα. Πήγαινε φέρε το μεγάλο το μαχαίρι κι ας σφάξουμε του σκύλου το γέννημα».
Η γριά στην αρχή δε θέλησε, ύστερα κοίταξε πως η πείνα δεν τραβιέται και πήγε έφερε το μαχαίρι. Έδεσαν του βοδιού τα πόδια και ο γέρος το έσφαξε.
Από το κρέας του, άλλο πάστωσαν, άλλο έκαμαν καβουρμά. Αφού έφαγαν κιόλας από το κρέας του καβουρμά, η γριά πήγε να πλύνει τα πιάτα. Ο γέρος κάθισε κοντά στο τζάκι και συλλογιζόταν. «Χα καλό! Σήμερα φάγαμε και θα τρώμε ώσπου να τελειώσει το κρέας του βοδιού. Κι από εκεί και ύστερα; Ξανά θα πεθάνουμε από την πείνα!». Λογάριασε, ξαναλογάριασε και έβαλε στο νου του να «ξοδιάσει τη γριά» για να του φτάσει το κρέας περισσότερο καιρό.
-«Γριά», είπε, «πάρε τα έντερα και την κοιλιά και πάνε πλύνε τα καλά και φέρε τα. Πρόσεξε μην κοιτάς εδώ κι εκεί κι έρθει και τα αρπάξει αητός γιατί τότε άλλο στο σπίτι μη γυρίσεις. Κι αν έρθεις, μέσα δε θα σε βάλω. Θα σε σκοτώσω!» Η γριά πήρε τα έντερα και πήγε στο ρέμα. Έπλυνε, έπλυνε και τα έκαμε άσπρα σαν τα χιόνια και τα έβαλε πάνω σε καθαρή πέτρα να στεγνώσουν. Κοίταξε ολόγυρα, τίποτε δεν φαινόταν κι έσκυψε να πλύνει τα χέρια της. Εκείνη την ώρα ζζζιιιίτ! κατέβηκε ένας αητός και άρπαξε τα έντερα.
Πέταξε ψηλά και κάθισε σε έναν βράχο επάνω. Η έρμη η γριά τρελάθηκε. Έτρεξε από πίσω του όσο μπορούσε και τον έφτασε στη ρίζα του βράχου που ο αετός καθόταν. Άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλεί:
-«Αητέ μου, αητέ μου! Δώσε μου τα έντερα. Αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες ένα κοτοπουλάκι να φάω;» είπε ο αητός.
Η γριά έτρεξε στην κότα και την παρακάλεσε.
-«Κότα, κότα, εσύ εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες μια χούφτα στάρι;» είπε η κότα.
Η γριά πήγε στο αλώνι και κλαίγοντας το παρακαλεί.
-«Αλώνι, αλώνι, εσύ εμένα στάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει.
-«Καμιά φορά με σκούπισες;» της είπε το αλώνι.
Η γριά έτρεξε στο δάσος.
-«Δάσος, δάσος! Εσύ σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-«Καμιά φορά ήρθες κλάδεψες τα κλαδιά μου;» τη ρώτησε το δάσος.
Η γριά καιρό δεν χάνει. Έτρεξε στον σιδερά.
-«Σιδερά, σιδερά! Εσύ σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες λίγο γιαούρτι;» Είπε θυμωμένος ο σιδεράς.
Η γριά έτρεξε στην αγελάδα.
-«Αγελάδα, αγελάδα! Εσύ σε εμένα γιαούρτι, εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες μια αγκαλιά λιβαδόχορτο;» είπε η αγελάδα.
Η γριά κουρασμένη, κατασκοτωμένη, πήγε στο λιβάδι.
-«Λιβάδι, λιβάδι, εσύ εμένα χορτάρι, εγώ στην αγελάδα χορτάρι, η αγελάδα σε εμένα γιαούρτι, , εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-Καμιά φορά μου έφερες ένα κουτάλι νερό και με πότισες;» είπε το λιβάδι.
Η γριά πήγε στο ποτάμι. Δεν πρόφτασε να παρακαλέσει το νερό γιατί έτρεχε γρήγορα. Γέμισε ένα κατσαρολάκι νερό και πήγε πότισε το λιβάδι, πήρε χορτάρια κι έδωσε στην αγελάδα. Άρμεξε το ζώο, έφτιαξε γιαούρτι, το έφερε στο σιδερά, πήρε τσεκούρι και πήγε στο δάσος. Έκοψε ξερά κλαδιά κι έφτιαξε σκούπα, σκούπισε το αλώνι και πήρε σιτάρι, τάισε την κότα και πήρε κοτοπουλάκι, έτρεξε το έδωσε στον αητό και πήρε τα έντερα. Αργοπορημένη πήγε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα.
Ο γέρος λογάριασε πως αφού άργησε τόσο η γριά, άλλο δεν θα έρθει. Έφαγε και κοιμήθηκε.
Κρύος καιρός ήταν και άρχισε να χιονίζει. Η γριά παγωμένη η καημένη χτυπά δυνατά στην πόρτα και φωνάζει:
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε, ξεκίνησε να χιονίζει!
-Περίμενε, ας έρθει το χιόνι ως τα γόνατα σου.
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε μου, ήρθε ως τα γόνατα μου.
-Περίμενε να έρθει ως τη μέση σου κι έπειτα σου ανοίγω.
Η γριά άλλο δεν μίλησε. Την έκλεισε μέσα του το χιόνι, πάγωσε κι εκεί έμεινε. Ο γέρος από τη χαρά του πήγε ζέστανε λίγο καβουρμά, έφαγε ξανά και έπεσε στον βαθύ τον ύπνο. Στα μεσάνυχτα επάνω κάτι έπαθε ο γέρος. Τον έπιασε κοιλόπονος. Τσιρίζει, φωνάζει «Γριά! Γριά!». Κανείς δεν του απαντά.
Τώρα του ρθε στο νου η γριά και πήγε να άνοιξε την πόρτα. Το σύρτη δεν μπόρεσε να τον σύρει κι έπεσε κάτω κι έτσι με το αχ και το βαχ, βγήκε η ψυχή του εκεί στην πόρτα.
Η γριά πέθανε από την πείνα και το κρύο κι ο γέρος πέθανε από το πολύ φαί και τη ζέστη.
Στην συγκεκριμένη μετάφραση, αν κι ελεύθερη, κρατήθηκε το ύφος της διαλέκτου και πολλές φορές όσο αυτό ήταν δυνατόν και αυτούσια λεκτικά σχήματα που πιθανόν να ξενίσουν τον αναγνώστη μη γνώστη της Ποντιακής. Εν τούτοις αυτή είναι και η γλωσσική, εναπομένουσα, ομορφιά του κειμένου. Για να μη στερήσω όμως εντελώς τον αναγνώστη από την επαφή με το αρχειακό κείμενο, παραθέτω κάποιες πολύ όμορφες λέξεις κι εκφράσεις που σήμερα ακόμη και οι ομιλούντες την ποντιακή δεν τις χρησιμοποιούν σε συχνή βάση.
΄Σ σά παλά τά χρόν(ι)α και τα ζαμάν(ι)α, εἶχαν κ’οι τοῦρκ’ ραμαζάν(ι)α- Αυτή η εκφραση είναι κάτι σαν το πιο γνωστό μας «μια φορά κι έναν καιρό».
Ἡ ψή ἀτουν ἀς εκεῖνον έκράτ’νεν- η ψυχή τους από εκείνο κρατούσε δηλαδή, το αγαπούσαν πολύ
Εἶχαν ἀτο μη στράφτ’ς και μη βροντᾶς- Το είχαν «μην αστράφτεις και μη βροντάς», δηλαδή το πρόσεχαν πολύ.
Ἐπάτεσεν ἐφτωχία-πάτησε φτώχια, δηλαδή, ήρθαν χρόνια φτώχειας.
Ο λιμόν σκύλλ’ υἱος ἔν-ο λιμός (πείνα) σκύλου γιός είναι.
Ἄς σπάζωμεν τῆ σκύλλ’ το βιτόν-ας σφάξουμε του σκύλου το γέννημα. Εδώ η λέξη βιτόν είναι παραφθορά του βιωτόν που σημαίνει αυτό που του δόθηκε ζωή αλλά και το ζώο.
να ξοδεύ’ τη γραῖαν- να ξοδέψει τη γριά. Κόσμια εκφορά του να σκοτώσει τη γριά.
Ἐκόλτσεν ξίγαλαν- κόλλησε γιαούρτι, δηλαδή έφτιαξε από το γάλα γιαούρτι.
Άργῶς κι ἀπαργῶς- με αργοπορία παστρικόν λιθάρ-καθαρή πέτρα.
Τα παραμύθια κάθε λαού μαρτυρούν χιλιάδες πράγματα για την ιδιοσυγκρασία του και για την πορεία του στο χρόνο. Ειπωμένα από τα χείλη της γιαγιάς, στη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας γίνονται δρόμοι που ενώνουν το χθες με το αύριο των λαών, περνώντας μέσα από την ψυχή των παιδιών. Αν κάτι με λυπεί αφάνταστα είναι πως τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν με παραμύθια Δυτικής προέλευσης που πολύ λίγο ομοιάζουν με τα παραδοσιακά μας. Ξέρουμε την Σταχτοπούτα, τη Χιονάτη με τους επτά νάνους, την μικρή μονίμως χαμένη στα δάση Κοσκινοσκουφίτσα, μα έχουμε χάσει το ιδιόρρυθμο Ποντιακό παραμύθι που θα διαμόρφωνε την παιδική ψυχή των γόνων μας, ως Ελληνική και Μαυροθαλασσίτικη παράλληλα, όπως ακριβώς Έλληνες και Μαυροθαλασσίτες υπήρξαν οι παππούδες μας.
Χαμένα μέσα στην σκόνη των βιβλιοθηκών, κιτρινισμένα φύλλα καταγραφών ιστοριών από την πρώτη γενιά κείτονται ξεχασμένα μέχρι τη στιγμή που θα τα ανακαλύψουμε ξανά, θα γοητευτούμε ακόμη μια φορά από το ύφος τους και θα τους ξαναδώσουμε ζωή, φέρνοντας τα στη ζωή μας.
Από το σκονισμένο πλήθος των παραμυθιών της Πατρίδας, επέλεξα σήμερα να παρουσιάσω ένα από την περιοχή του Σταυρίν, το οποίο ανήκει στη συλλογή του Σταυριώτη και το πρωτοδημοσίευσαν «Τα Χρονικά του Πόντου» (έκδοση του συλλόγου «Αργοναύται Κομνηνοί») στο 23ο τεύχος τους, τον Φεβρουάριο του 54. Στην αρχική του δημοσίευση, το παραμύθι, παρουσιάστηκε στην Ποντιακή διάλεκτο. Σήμερα, θα το δούμε φτωχότερον μεν, μιας και η οποιαδήποτε μετάφραση, όσο επιτυχημένη κι αν είναι πάντοτε αφαιρεί το κόσμημα που σε ένα κείμενο προσθέτει η ιδιωματική γλώσσα, πιο προσιτό δε, για τα σημερινά παιδιά που δυσκολεύονται στην κατανόηση της Ποντιακής.
Στα παλιά τα χρόνια και στους παλιούς καιρούς είχαν και οι Τούρκοι ραμαζάνια. Κύλησαν τα χρόνια και ένας γέρος και μια γριά είχαν ένα μικρό βόδι που πολύ το αγάπαγαν με όλη τους την ψυχή. Το αγαπούσαν σαν παιδί και το είχανε «μην αστράφτεις και μη βροντάς».
Κάποτε πέρασαν τα καλά τα χρόνια κι έφτασαν τα ανάποδα. Ήρθε φτώχεια κι ένδεια μεγάλη. Πείνα έπεσε. Ο γέρος και η γριά πείνασαν κι αυτοί.
Τι να έκαμαν; Η πείνα του σκύλου γέννημα είναι.
Πήρε ο γέρος πυρωμένο σίδερο, το έμπηξε στο μηρό του μικρού ζώου, έσταξε λίγο πάχος, το έβαλε σε ένα τάσι και το έδωσε στη γριά να μαγειρέψει. Έτσι έζησαν δυο τρεις ημέρες παραπάνω. Το λίπος όμως κάποτε τέλειωσε και ξαναπείνασαν.
Φώναξε ο γέρος τη γριά, της έδωσε το τάσι, πήρε κ αυτός το πυρωμένο σίδερο και πήγαν να ξαναπάρουν λίπος από το ζώο. Το μικρό βόδι σαν ένοιωσε το πυρωμένο σίδερο να το τρυπά κάηκε και πόνεσε και μην μπορώντας να κάμει κάτι άλλο τίναξε τα πίσω πόδια του. Τι τίναγμα έριξε το τάσι από τα χέρια της γριάς και ξάπλωσε κάτω τον γέρο, φαρδύ πλατύ.
Εκείνος ήταν που ήταν γέρος, αδύναμος και πεινασμένος και στα πόδια του επάνω δεν μπορούσε να καλοσταθεί, έφαγε και την κλωτσιά κι έγινε χειρότερα. Έτρεξε η γριά και με το ζόρι τον ανασήκωσε. Ο γέρος κράτησε θυμό. Αφού αναπαύτηκε λίγο και ήρθε ο νους του στο κεφάλι του είπε: «Γριά, αυτό έτσι δεν γίνεται, θα πεθάνουμε από την πείνα. Πήγαινε φέρε το μεγάλο το μαχαίρι κι ας σφάξουμε του σκύλου το γέννημα».
Η γριά στην αρχή δε θέλησε, ύστερα κοίταξε πως η πείνα δεν τραβιέται και πήγε έφερε το μαχαίρι. Έδεσαν του βοδιού τα πόδια και ο γέρος το έσφαξε.
Από το κρέας του, άλλο πάστωσαν, άλλο έκαμαν καβουρμά. Αφού έφαγαν κιόλας από το κρέας του καβουρμά, η γριά πήγε να πλύνει τα πιάτα. Ο γέρος κάθισε κοντά στο τζάκι και συλλογιζόταν. «Χα καλό! Σήμερα φάγαμε και θα τρώμε ώσπου να τελειώσει το κρέας του βοδιού. Κι από εκεί και ύστερα; Ξανά θα πεθάνουμε από την πείνα!». Λογάριασε, ξαναλογάριασε και έβαλε στο νου του να «ξοδιάσει τη γριά» για να του φτάσει το κρέας περισσότερο καιρό.
-«Γριά», είπε, «πάρε τα έντερα και την κοιλιά και πάνε πλύνε τα καλά και φέρε τα. Πρόσεξε μην κοιτάς εδώ κι εκεί κι έρθει και τα αρπάξει αητός γιατί τότε άλλο στο σπίτι μη γυρίσεις. Κι αν έρθεις, μέσα δε θα σε βάλω. Θα σε σκοτώσω!» Η γριά πήρε τα έντερα και πήγε στο ρέμα. Έπλυνε, έπλυνε και τα έκαμε άσπρα σαν τα χιόνια και τα έβαλε πάνω σε καθαρή πέτρα να στεγνώσουν. Κοίταξε ολόγυρα, τίποτε δεν φαινόταν κι έσκυψε να πλύνει τα χέρια της. Εκείνη την ώρα ζζζιιιίτ! κατέβηκε ένας αητός και άρπαξε τα έντερα.
Πέταξε ψηλά και κάθισε σε έναν βράχο επάνω. Η έρμη η γριά τρελάθηκε. Έτρεξε από πίσω του όσο μπορούσε και τον έφτασε στη ρίζα του βράχου που ο αετός καθόταν. Άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλεί:
-«Αητέ μου, αητέ μου! Δώσε μου τα έντερα. Αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες ένα κοτοπουλάκι να φάω;» είπε ο αητός.
Η γριά έτρεξε στην κότα και την παρακάλεσε.
-«Κότα, κότα, εσύ εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες μια χούφτα στάρι;» είπε η κότα.
Η γριά πήγε στο αλώνι και κλαίγοντας το παρακαλεί.
-«Αλώνι, αλώνι, εσύ εμένα στάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει.
-«Καμιά φορά με σκούπισες;» της είπε το αλώνι.
Η γριά έτρεξε στο δάσος.
-«Δάσος, δάσος! Εσύ σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-«Καμιά φορά ήρθες κλάδεψες τα κλαδιά μου;» τη ρώτησε το δάσος.
Η γριά καιρό δεν χάνει. Έτρεξε στον σιδερά.
-«Σιδερά, σιδερά! Εσύ σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες λίγο γιαούρτι;» Είπε θυμωμένος ο σιδεράς.
Η γριά έτρεξε στην αγελάδα.
-«Αγελάδα, αγελάδα! Εσύ σε εμένα γιαούρτι, εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες μια αγκαλιά λιβαδόχορτο;» είπε η αγελάδα.
Η γριά κουρασμένη, κατασκοτωμένη, πήγε στο λιβάδι.
-«Λιβάδι, λιβάδι, εσύ εμένα χορτάρι, εγώ στην αγελάδα χορτάρι, η αγελάδα σε εμένα γιαούρτι, , εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-Καμιά φορά μου έφερες ένα κουτάλι νερό και με πότισες;» είπε το λιβάδι.
Η γριά πήγε στο ποτάμι. Δεν πρόφτασε να παρακαλέσει το νερό γιατί έτρεχε γρήγορα. Γέμισε ένα κατσαρολάκι νερό και πήγε πότισε το λιβάδι, πήρε χορτάρια κι έδωσε στην αγελάδα. Άρμεξε το ζώο, έφτιαξε γιαούρτι, το έφερε στο σιδερά, πήρε τσεκούρι και πήγε στο δάσος. Έκοψε ξερά κλαδιά κι έφτιαξε σκούπα, σκούπισε το αλώνι και πήρε σιτάρι, τάισε την κότα και πήρε κοτοπουλάκι, έτρεξε το έδωσε στον αητό και πήρε τα έντερα. Αργοπορημένη πήγε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα.
Ο γέρος λογάριασε πως αφού άργησε τόσο η γριά, άλλο δεν θα έρθει. Έφαγε και κοιμήθηκε.
Κρύος καιρός ήταν και άρχισε να χιονίζει. Η γριά παγωμένη η καημένη χτυπά δυνατά στην πόρτα και φωνάζει:
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε, ξεκίνησε να χιονίζει!
-Περίμενε, ας έρθει το χιόνι ως τα γόνατα σου.
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε μου, ήρθε ως τα γόνατα μου.
-Περίμενε να έρθει ως τη μέση σου κι έπειτα σου ανοίγω.
Η γριά άλλο δεν μίλησε. Την έκλεισε μέσα του το χιόνι, πάγωσε κι εκεί έμεινε. Ο γέρος από τη χαρά του πήγε ζέστανε λίγο καβουρμά, έφαγε ξανά και έπεσε στον βαθύ τον ύπνο. Στα μεσάνυχτα επάνω κάτι έπαθε ο γέρος. Τον έπιασε κοιλόπονος. Τσιρίζει, φωνάζει «Γριά! Γριά!». Κανείς δεν του απαντά.
Τώρα του ρθε στο νου η γριά και πήγε να άνοιξε την πόρτα. Το σύρτη δεν μπόρεσε να τον σύρει κι έπεσε κάτω κι έτσι με το αχ και το βαχ, βγήκε η ψυχή του εκεί στην πόρτα.
Η γριά πέθανε από την πείνα και το κρύο κι ο γέρος πέθανε από το πολύ φαί και τη ζέστη.
Στην συγκεκριμένη μετάφραση, αν κι ελεύθερη, κρατήθηκε το ύφος της διαλέκτου και πολλές φορές όσο αυτό ήταν δυνατόν και αυτούσια λεκτικά σχήματα που πιθανόν να ξενίσουν τον αναγνώστη μη γνώστη της Ποντιακής. Εν τούτοις αυτή είναι και η γλωσσική, εναπομένουσα, ομορφιά του κειμένου. Για να μη στερήσω όμως εντελώς τον αναγνώστη από την επαφή με το αρχειακό κείμενο, παραθέτω κάποιες πολύ όμορφες λέξεις κι εκφράσεις που σήμερα ακόμη και οι ομιλούντες την ποντιακή δεν τις χρησιμοποιούν σε συχνή βάση.
΄Σ σά παλά τά χρόν(ι)α και τα ζαμάν(ι)α, εἶχαν κ’οι τοῦρκ’ ραμαζάν(ι)α- Αυτή η εκφραση είναι κάτι σαν το πιο γνωστό μας «μια φορά κι έναν καιρό».
Ἡ ψή ἀτουν ἀς εκεῖνον έκράτ’νεν- η ψυχή τους από εκείνο κρατούσε δηλαδή, το αγαπούσαν πολύ
Εἶχαν ἀτο μη στράφτ’ς και μη βροντᾶς- Το είχαν «μην αστράφτεις και μη βροντάς», δηλαδή το πρόσεχαν πολύ.
Ἐπάτεσεν ἐφτωχία-πάτησε φτώχια, δηλαδή, ήρθαν χρόνια φτώχειας.
Ο λιμόν σκύλλ’ υἱος ἔν-ο λιμός (πείνα) σκύλου γιός είναι.
Ἄς σπάζωμεν τῆ σκύλλ’ το βιτόν-ας σφάξουμε του σκύλου το γέννημα. Εδώ η λέξη βιτόν είναι παραφθορά του βιωτόν που σημαίνει αυτό που του δόθηκε ζωή αλλά και το ζώο.
να ξοδεύ’ τη γραῖαν- να ξοδέψει τη γριά. Κόσμια εκφορά του να σκοτώσει τη γριά.
Ἐκόλτσεν ξίγαλαν- κόλλησε γιαούρτι, δηλαδή έφτιαξε από το γάλα γιαούρτι.
Άργῶς κι ἀπαργῶς- με αργοπορία παστρικόν λιθάρ-καθαρή πέτρα.