Σκύβουν να παίξουν. Κρατούν και οι δύο λύρες. Αλλά ο ήχος, το κούρδισμα, οι μελωδίες είναι πολύ διαφορετικές, αντανακλώντας τους δύο κόσμους. Η Κρήτη και ο Πόντος συνέπραξαν χθες στο Ηρώδειο και δύο «αντίπαλοι» λυράρηδες σκιαγραφούν τις διαφορές, τις εκλεκτικές συγγένειες και το τοπίο της παραδοσιακής μουσικής σήμερα.
Οι παλιότεροι ρέκτες της δισκογραφίας θυμούνται μια ανεπανάληπτη συνάντηση: Είμαστε στο 1974, ο Χριστόδουλος Χάλαρης γράφει την «Ακολουθία» με τον Νίκο Ξυλούρη και στο κομμάτι «Του θάνατου παράγγειλα» έχει επιλέξει να συμπράξει με τον Ψαρονίκο, μια τετραφωνική χορωδία που όμως τα κάνει θάλασσα.
Σαν από μηχανής θεός εμφανίζεται τότε στο στούντιο ο Χρύσανθος, ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του Πόντου, ακούει το ρεφρέν και με την εξωπραγματική του φωνή το ερμηνεύει.
Ο Χάλαρης διώχνει τη χορωδία και μια μεγάλη σύμπραξη (με την ποντιακή λύρα του Κωστίκα Τσακαλίδη) είναι γεγονός.
Οι παλιότεροι ρέκτες της δισκογραφίας θυμούνται μια ανεπανάληπτη συνάντηση: Είμαστε στο 1974, ο Χριστόδουλος Χάλαρης γράφει την «Ακολουθία» με τον Νίκο Ξυλούρη και στο κομμάτι «Του θάνατου παράγγειλα» έχει επιλέξει να συμπράξει με τον Ψαρονίκο, μια τετραφωνική χορωδία που όμως τα κάνει θάλασσα.
Σαν από μηχανής θεός εμφανίζεται τότε στο στούντιο ο Χρύσανθος, ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του Πόντου, ακούει το ρεφρέν και με την εξωπραγματική του φωνή το ερμηνεύει.
Ο Χάλαρης διώχνει τη χορωδία και μια μεγάλη σύμπραξη (με την ποντιακή λύρα του Κωστίκα Τσακαλίδη) είναι γεγονός.
Στιγμιότυπο από τις πρόβες στην αίθουσα του Παρνασσού για την παράσταση «Κρήτη και Πόντος Σμίξανε» |
Κρήτη και Πόντος διασώζονται στα τρία λεπτά του τραγουδιού και δύο εμβληματικοί εκφραστές τους περνάνε στην Ιστορία.
Αν η παραπάνω μικρή ιστορία έχει τη μεταβλητή του τυχαίου, η χθεσινή γιορτή στο Ηρώδειο, όπου Κρητικοί και Πόντιοι συνέπραξαν μουσικά, χορευτικά, βιωματικά στην παράσταση «Κρήτη και Πόντος σμίξανε», θα μπορούσα να πω πως επιβεβαίωσε εκτός από τις εκλεκτικές συγγένειες των δύο μουσικών κόσμων και κάτι σημαντικότερο: το υψηλό επίπεδο των νέων δεξιοτεχνών, Ποντίων και Κρητικών. Επιβεβαίωσε ειδικότερα τα υπόγεια ρεύματα της παραδοσιακής μουσικής που μοιάζουν να φουσκώνουν, αφού οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ξέρουν πως τα μουσικά σχολεία, τα τμήματα των πανεπιστημίων (όπως το ΤΕΙ Ηπείρου), οι σχολές, οι πολιτιστικοί σύλλογοι αποτέλεσαν τα τελευταία είκοσι χρόνια τα φυτώρια για τους νέους μουσικούς όλων των ειδών (από κλαρίνο μέχρι λύρα, από μπουζούκι μέχρι βιολί).
Και σήμερα φαίνεται πως διαμορφώνεται ένα μεγάλο ρεύμα παραδοσιακής μουσικής. Εδώ η κρητική και η ποντιακή μουσική καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος - παρά τις στρεβλώσεις του λεγόμενου «σκυλοκρητικού ή σκυλοποντιακού», που έχουν πάντως τη δική τους δημοφιλία και δεν μπορείς να τα αγνοήσεις.
Ο λυράρης Μιχάλης Καλιοντζίδης, για πολλούς ο καλύτερος του Πόντου. Με καταγωγή από την Καβάλα, συνεργάστηκε για δέκα χρόνια με το "αηδόνι του Πόντου" Χρύσανθο και εδώ ετοιμάζεται για το Ηρώδειο. |
Και η χθεσινή τους σύμπραξη αποκάλυψε εκτός από τις συγγένειες και τον θαυμασμό που τρέφει ο ένας κόσμος για τον άλλον. Κι αυτό, μεταξύ άλλων, που τους ένωνε και τους χώριζε ταυτόχρονα ήταν η λύρα. Η ποντιακή και η κρητική. Με τις πολλές διαφορές τους.
Η κρητική λύρα κατασκευάζεται από μονοκόμματο ξύλο οξιάς ή δάφνης ή μουριάς. Ή αγριελιάς. Παίζεται με δοξάρι που έχει τρίχες μπεγιριού (αλόγου), ενώ προσθέτουν μερικές φορές στο ξύλο του δοξαριού μικρά κουδουνάκια, τα γερακοκούδουνα. Εδώ ο λυράρης παράγει τον ήχο τοποθετώντας τα δάχτυλα μεταξύ των χορδών, τις οποίες αγγίζει, χωρίς να τις πατάει, από τα πλάγια.
Από την άλλη, η ποντιακή λύρα (κεμεντζές) είναι στενόμακρη, το καπάκι κατασκευάζεται από ξύλο πεύκου (τάζι), το πίσω μέρος (πλάτη) από ξύλο κισσού, το δοξάρι από ξύλο ελιάς. Είναι τρίχορδη, κουρδίζεται όπως η κρητική, αλλά ο εκτελεστής πατάει τα δάχτυλα επάνω στις χορδές, όπως και στο βιολί, και πατάει ταυτόχρονα και τη μεσαία πάντα χορδή.
«Λόγω της παιδείας μας ακούμε τα ποντιακά που είναι από τις πιο σπουδαίες και πλούσιες μουσικές. Το ποντιακό έχει κρατήσει την αρχέγονη δομή, ενώ πολλοί χοροί και ρυθμοί δένουν ηχητικά και κινησιολογικά, όπως ο χορός ομάλ με τις κοντυλιές αλλά και το κότσαρι με τον πεντοζάλη. Τα ποντιακά είναι ένα άλλος κόσμος ανεξερεύνητος, τόσο πλούσιος κάθε φορά που ανοίγω την πόρτα, που συγκινούμαι με τον ίδιο τρόπο», δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο κρητικός λυράρης Ζαχαρίας Σπυριδάκης που έδωσε το «παρών» χθες στο Ηρώδειο.
Στο βιολί ο ταλαντούχος Αντώνης Μαρτσάκης και στο μαντολίνο ο Βασίλης Σταυρακάκης. Η Κρήτη εκπροσωπήθηκε από άξιους δεξιοτέχνες. |
Από την άλλη, ο πόντιος λυράρης Μιχάλης Καλιοντζίδης - που επίσης συνέπραξε χθες με τους Κρήτες - κάνει τις δικές του παρατηρήσεις: «Οι λύρες ανήκουν στην ίδια οικογένεια τοξοειδών.
Η ποντιακή είναι φιαλόσχημη και η κρητική είναι αχλαδόσχημη. Το κούρδισμα στην Κρήτη είναι α λα φράγκα και στον Πόντο α λα τούρκα. Η ποντιακή παίζει ταυτόχρονα δυο χορδές, αυτό δεν γίνεται στην κρητική. Πάντως έχουμε κοινά ρυθμικά σχήματα, οι Κρήτες έχουν μαντινάδες για παράδειγμα κι εμείς έχουμε καρσιλαέμαν».
Οι δύο λυράρηδες, ο Ζαχαρίας, σαραντάρης, και ο Μιχάλης, πενηντάρης, αποτελούν επίσης δύο πολύ αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του σήμερα.
Με χιλιάδες εργατοώρες σε γλέντια, πανηγύρια, δισκογραφία, live, μαθήτευσαν πλάι σε εμβληματικά πρόσωπα (ο Σπυριδάκης για 14 χρόνια πλάι στον αναμορφωτή της κρητικής μουσικής Κώστα Μουντάκη, ο Καλιοντζίδης για 10 χρόνια με «το αηδόνι του Πόντου» Χρύσανθο). Είναι δάσκαλοι σήμερα δεκάδων μαθητών (ο Ζαχαρίας στο Μουσικό Γυμνάσιο Λευκωσίας και ο Μιχάλης σε σχολές σε όλη την Ελλάδα). Και οι δύο υπήρξαν καθηγητές στο ΤΕΙ Ηπείρου. Ταυτόχρονα, είναι ανοιχτοί στο καινούργιο, στους πειραματισμούς, στις πιο ετερόκλητες συμπράξεις.
Στιγμιότυπο από τις πρόβες στην αίθουσα του Παρνασσού για την παράσταση «Κρήτη και Πόντος Σμίξανε» |
«Έχω παίξει από το πιο μικρό χωριό και καφενείο της Μακεδονίας μέχρι τη Metropolitan Opera στη Νέα Υόρκη με τον Νταλάρα», μας λέει με νόημα ο Καλιοντζίδης, που σήμερα είναι περιζήτητος για τη λύρα του (μέχρι ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη έντυσε).
Από την άλλη, ο Σπυριδάκης τώρα συνεργάζεται με τον κορυφαίο Ισπανογάλλο Jordi Savall, δεξιοτέχνη της βιόλας ντα γκάμπα (βιόλα που παίρνει το όνομα από τη στάση παιξίματος στη γάμπα), γνωστό μεταξύ άλλων για τη συμμετοχή του στην ταινία «Ολα τα πρωινά του κόσμου» με τον Ντεπαρντιέ. Και η δική του περίπτωση επιβεβαιώνει τις νέες τάσεις των πιο λόγιων λυράρηδων της Κρήτης, που όμως πατάνε γερά στην παράδοση.
«Το κρητικό μετεξελίσσεται, δεν είναι κάτι μουσειακό, τραβάει διαφορετικές κατευθύνσεις, σαν το νερό που χύνεται, δεν ξέρουμε πού θα πάει, αν και δεν λιμνάζει ακόμη κι όταν υπάρχουν αισθητικά πισωγυρίσματα», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης που από την πρώτη φορά που έπιασε λύρα στα χέρια του διένυσε πολλά χιλιόμετρα. Από οκτώ ετών και με καταγωγή από Αποκόρωνα και Ηράκλειο, το 1996 φτιάχνει με μια παρέα μουσικών τα Παλαιινά Σεφέρια, μια κολεκτίβα που εμφανίστηκε σε πολλούς εναλλακτικούς χώρους μέχρι το 2005, δισκογραφώντας και χρησιμοποιώντας καβάλ και όχι μόνο κρητικά όργανα.
Ο τρόπος ήταν κοντά στο κρητικό κλίμα, ο Σπυριδάκης ανάμεσα σε άλλους εκλεκτούς νέους λυράρηδες της δεκαετίας του '90 (Σγουρός, Πετράκης, Βακάκης, Περυσινάκης, Πυροβολάκης) παίρνει τη θέση του, ενώ ταυτόχρονα - και ενδεικτικά - οι λαουτιέρηδες Ψαρογιώργης, Τζουγανάκης και Σιδερής αλλά και οι βιολάτορες Μαρτσάκης, Πολυχρονάκης, Χορευτάκης (με μικρές ηλικιακές διαφορές) διαμορφώνουν το νέο ρεύμα δεξιοτεχνών της Κρήτης.
«Με ενδιαφέρει να κυνηγάω, όχι να φτάνω στη μουσική», μας λέει και με αυτή ακριβώς τη φράση συμφωνεί ο πόντιος λυράρης Μιχάλης Καλιοντζίδης. Η δική του πορεία από τα Διπόταμα Καβάλας μέχρι το Ορφανοτροφείο Δράμας όπου μεγάλωσε και μέχρι την πρώτη φορά που άκουσε λύρα είναι παράλληλη με του Σπυριδάκη. Προσθέστε απλώς κάποια χρόνια (ο Μιχάλης είναι πια πάνω από πενήντα) και μια λεπτομέρεια: «Δεκατεσσάρων ετών πήρα τη λύρα στα χέρια μου από τον Ευστάθιο Λαζαρίδη (Τασίκο). Ηταν καμένη και με χορδές από σύρματα της ΔΕΗ. Για δυο χρόνια έπαιζα επαγγελματικά με αυτήν», σημειώνει στα «ΝΕΑ» και θεωρεί μεγάλη σελίδα της πορείας του τη συνεργασία του για δέκα χρόνια με τον κορυφαίο τραγουδιστή του Πόντου, τον Χρύσανθο.
Η κρητική φλογέρα είναι το "χαμπιόλι" ή "σφυροχάμπιολο" και στην φωτογραφία ο Γιώργος Ζαχαρουδιάκης, παραδίδει...μαθήματα. |
Σήμερα, το ποντιακό τραγούδι έχει τη δική του δημοφιλία, τα 350 ποντιακά σωματεία είναι και οι βασικοί οργανωτές των μουσικών δρωμένων (τώρα που και στην Αθήνα το θρυλικό κέντρο Κορτσόπον έκλεισε), ενώ η γενιά του Καλλιοντζίδη (Ανδρέας Κουγιουμτζίδης, Χρήστος Τσενεκίδης και άλλοι) πάτησαν πάνω στην προγενέστερη παρουσία λυράρηδων όπως οι Γωγώς Πετρίδης, Γιώργος Κουγιουμτζίδης, Λάμπης Τιλκερίδης. «Αυτός ο τελευταίος μου άνοιξε το μυαλό. Σήμερα το ποντιακό τραγούδι ανθεί αλλά ταυτόχρονα υπάρχει το πιο σκυλάδικο. Η λύρα είναι βασίλισσα στο είδος της, γιατί να γίνει αυλικός; Οσο κι αν παίξεις άλλα είδη, δεν θα παίξεις καλύτερα από το βιολί ή το μπουζούκι», μας λέει με νόημα ο Μιχάλης. Και τοποθετεί το δοξάρι στις χορδές.
Πηγή: Τα Νέα