Οι εκτοπίσεις και οι σφαγές των Ελλήνων του 1913-1914: Πρόβα για τη Γενοκτονία των Αρμενίων |
του Taner Akçam
Όλες οι διαθέσιμες οθωμανικές πηγές καταδεικνύουν μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια: πριν τον πόλεμο, η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου (ΕΕΠ), αφού πρώτα σχεδίασε και έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο με στόχο την –με δικά τους λόγια– «απελευθέρωση από τα μη-τουρκικά στοιχεία» της περιοχής του Αιγαίου, στη συνέχεια, και με πρόσχημα τον πόλεμο, επεξέτειναν το εν λόγω σχέδιο ώστε να περιλαμβάνει ολόκληρη την Ανατολία.
Πρωταρχικός στόχος αυτού του σχεδίου, το οποίο μπορεί να περιγραφεί ως «εθνολογική και θρησκευτική ομογενοποίηση» της Ανατολίας στη βάση του τουρκο-μουσουλμανικού πληθυσμού της. Οι δύο βασικοί πυλώνες αυτής της πολιτικής, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως κυβερνητική «πολιτική πληθυσμών και επανακατοίκισης» είχαν ως εξής: ο πρώτος συνεπαγόταν μια «εκκαθάριση» της Ανατολίας από τον μη-μουσουλμανικό πληθυσμό της (αναφερόταν ουσιαστικά στους χριστιανούς), ο οποίος εθεωρείτο ως θανάσιμη απειλή για την ύπαρξη του κράτους, έχοντας μάλιστα χαρακτηριστεί και ως «καρκίνο» στο σώμα της Αυτοκρατορίας· ο δεύτερος ήταν η αφομοίωση (διάβασε: εκτουρκισμός) όλων των μη-τουρκικών και μη-μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ανατολίας.
Οι πολιτικές αυτές εφαρμόστηκαν από το 1913 με την ενεργοποίηση ενός «διπλού» μηχανισμού από παράλληλες επίσημες και ανεπίσημες μεθόδους. Ακολουθήθηκε, από τη μία, η επίσημη πολιτική της απέλασης και, από την άλλη, της αναγκαστικής μετανάστευσης. Η πολιτική αυτή αποφασίστηκε και εφαρμόστηκε επίσημα είτε στη βάση του διμερούς πλαισίου περί «ανταλλαγής πληθυσμών» με άλλες χώρες, όπως την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, είτε ως μονομερής απομάκρυνση και απέλαση, όπως έγινε με την περίπτωση των Αρμενίων. Από την άλλη, έγιναν μια σειρά από μυστικές, ημινόμιμες αλλά επιχορηγούμενες από το κράτος τρομοκρατικές ενέργειες κάτω από την προστατευτική ομπρέλα της «επίσημης» κρατικής πολιτικής.
Η ΕΕΠ δημιούργησε μια οργανωτική δομή κατάλληλη για τον διττό αυτό μηχανισμό. Στο βασικό κατηγορητήριο εναντίον των μελών της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΕΠ, που δικάστηκαν το 1919 από Στρατοδικείο της Κωνσταντινούπολης το 1919, ο εισαγγελέας ανέφερε ότι, σύμφωνα με τη δομή του Ενωτικού Κόμματος και τους τρόπους δράσης του, είχε δημιουργηθεί ένα «μυστικό δίκτυο» (şebeke-yi hafiye) με στόχο την υλοποίηση των παράνομων δραστηριοτήτων του. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η ΕΕΠ ήταν μια οργάνωση «με δύο αντιφατικές φύσεις» (iki mâhiyet-i mütezâdde): η πρώτη ήταν ορατή και δημόσια, βασιζόταν σε ένα (δημόσιο) πρόγραμμα και καταστατικό (nizâmnâme-i dâhilîye), και η άλλη στηριζόταν στη μυστικότητα και (λειτουργούσε σύμφωνα με άγραφες) προφορικές οδηγίες. [1]
Με τις ανωτέρω πολιτικές, οι οποίες εφαρμόστηκαν μεταξύ των ετών 1913 και 1918, ο εθνικός χαρακτήρας της Ανατολίας μεταμορφώθηκε απόλυτα. Ο πληθυσμός της Ανατολίας [2] αλλοιώθηκε ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια αυτής της εξάχρονης περιόδου. Το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού (ο οποίος το 1914 υπολογίζεται γύρω στα 7,5 εκατομμύρια ψυχές) είτε εκτοπίστηκε στο εσωτερικό της χώρας, είτε απελάθηκε είτε εκμηδενίστηκε.
Ο «διπλός μηχανισμός» ενεργοποιείται στην περιοχή του Αιγαίου
Οι οθωμανικές αρχές, παράλληλα με τις προσπάθειες να δώσουν ένα επίσημο και νομικό χαρακτήρα στην ανταλλαγή πληθυσμών, οργάνωσαν την διά της βίας απομάκρυνση των χριστιανικών πληθυσμών από τα εδάφη τους, εφαρμόζοντας μια πολιτική τρομοκράτησης και, επιπλέον, όταν κρινόταν αναγκαίο, ακόμα και σφαγές. Ο διπλός μηχανισμός, αφού εφαρμόστηκε για πρώτη φορά εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής του Αιγαίου της αυτοκρατορίας, θα εφαρμοστεί και πάλι κατά την περίοδο της εκτόπισης και της σφαγής των Αρμενίων. Στα απομνημονεύματα των Kuşçubaşı Eşref, Halil Menteşe, Celal Bayar, αλλά και άλλων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σ’ αυτά τα γεγονότα, οι συγγραφείς μάς παρέχουν εκτενείς πληροφορίες σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του μυστικού, παράλληλου σχεδίου αναγκαστικής μετανάστευσης που τέθηκε σε εφαρμογή προτού υπογραφούν και τεθούν σε ισχύ οι επίσημες συμφωνίες. [3] Ο πρωταρχικός στόχος της κυβερνητικής πολιτικής, ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Θράκη, ήταν να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των χριστιανών, οι οποίοι εθεωρούντο απειλή για την ασφάλεια του κράτους. Ο Halil Menteşe, στις αναμνήσεις του σχετικά με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου την άνοιξη του 1914, αναφέρει: «Ο (υπουργός Εσωτερικών) Talat Bey… πρότεινε ότι η χώρα πρέπει να εκκαθαριστεί από εκείνα τα στοιχεία που θεωρούνταν ικανά για προδοσία του κράτους». [4]
Γερμανικά έγγραφα εκείνης της περιόδου καταδεικνύουν ότι ο υπουργός Εσωτερικών μίλησε σε γερμανούς διπλωμάτες με την ίδια ειλικρίνεια: «Ο Talat Bey… εξήγησε χωρίς κανένα δισταγμό ότι η κυβέρνησή (του) επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τον Παγκόσμιο Πόλεμο ως πρόσχημα (ούτως ώστε να μην επιτραπεί σε ξένες χώρες να παρέμβουν), με σκοπό να εκκαθαρίσει τη χώρα από τους εσωτερικούς εχθρούς της – δηλαδή τους χριστιανούς όλων των δογμάτων». [5] Σύμφωνα με τα λόγια του Kuşçubaşı Eşref, ενός από τους βασικούς πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων εθνικής εκκαθάρισης, οι μη-μουσουλμάνοι ήταν «εσωτερικά καρκινώματα» στο σώμα του οθωμανικού κράτους και έπρεπε να «αφαιρεθούν». Το να γίνει αυτό, ισχυρίστηκε, ήταν «υπόθεση εθνικής σημασίας». [6]
Ο κύριος στόχος ήταν να πειστούν οι χριστιανοί χωρικοί να φύγουν, με μέσο τον εκφοβισμό, όπου αυτό ήταν απαραίτητο. Ανάμεσα στις κύριες μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν «η παρακολούθηση, η ταπείνωση, οι δολοφονίες, η παρεμπόδισή τους να καλλιεργούν τη γη τους, η βαριά φορολογία, η κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων... η βίαιη επιστράτευση» [7], πράγματα στα οποία, και λόγω της εφαρμογής του προαναφερθέντος διπλού μηχανισμού, η οθωμανική κυβέρνηση θα μπορεί να δηλώνει στις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης και των άλλων ξένων δυνάμεων, ότι δεν έχει καμία συμμετοχή στα τεκταινόμενα.
Οι βίαιες απελάσεις και εκδιώξεις από την περιοχή της Ανατολικής Θράκης άρχισαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1913. Οι επιθέσεις εναντίον του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού συνεχίστηκαν όλο το χρόνο, όμως μετά τον Μάρτιο του 1914 άρχισαν να παίρνουν πιο συστηματική μορφή.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των εφαρμοζόμενων πολιτικών ήταν:
1) επιθέσεις σε ελληνικά χωριά και χωρικούς από τις μονάδες της Ειδικής Οργάνωσης, με την κεντρική διοίκηση (κυβέρνηση) να ισχυρίζεται και να ενεργεί σαν να μην έχει καμία σχέση με την όλη υπόθεση
2) εξαναγκασμός ατόμων/πληθυσμών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω της τρομοκρατίας και των δολοφονιών
3) άδειασμα ολόκληρων χωριών και στρατολόγηση όλου του ανδρικού πληθυσμού που ήταν σε ηλικία στράτευσης σε τάγματα εργασίας
4) κατάσχεση των ελληνικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων και μεταβίβασή τους σε μουσουλμάνους. [8]
Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1913 το ελληνικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεων έστειλε έναν ολόκληρο ποταμό επιστολών στην Υψηλή Πύλη, διαμαρτυρόμενο για τις διαρκείς επιθέσεις σε ελληνικά χωριά στην περιοχή του Αιγαίου, τις λεηλασίες οικιών, τις άνευ αιτίας κρατήσεις και τις συλλήψεις ατόμων, και την αναγκαστική απέλαση τους. [9]
Μία από τις πλουσιότερες πηγής άντλησης πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία του διπλού συστήματος που η κυβέρνηση είχε θέσει σε εφαρμογή είναι τα απομνημονεύματα των προαναφερθέντων στελεχών της Ειδικής Οργάνωσης. Ο Halil Menteşe, για παράδειγμα, γράφει ότι: «Δεν θα φαινόταν ότι δρουν εξ ονόματος της κυβέρνησης οι κυβερνήτες των επαρχιών και οι κρατικοί υπάλληλοι. Την υπόθεση θα αναλάμβανε η οργάνωση της Επιτροπής (Ένωση και Πρόοδος)…» [10] Επιπλέον, θα οργανώνονταν συναντήσεις υψηλότερου επιπέδου, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα σωστά άτομα θα επόπτευαν τα γεγονότα και θα διασφάλιζαν ότι όλα εξελίσσονται σύμφωνα με το σχέδιο. Μεγάλο μέρος της ευθύνης για την υλοποίηση του προγράμματος ανέλαβε ο Kuşçubaşı:
«Οι Έλληνες παρενοχλούνταν με διάφορα μέσα και αναγκάζονταν να μεταναστεύουν εξ αιτίας των επιθέσεων και της καταπίεσης που τους ασκούταν. Οι ένοπλες συμμορίες υπό τον διοικητή των Ειδικών Δυνάμεων Kuşçubaşı Eşref Bey... διεξήγαγαν επιδρομές εναντίον των ελληνικών χωριών… Εκείνο το κομμάτι της ελληνικής νεολαίας που μπορούσε να κρατήσει όπλο συνελήφθη με στόχο (την τοποθέτησή του) σε τάγματα εργασίας, ώστε να δουλεύει στην κατασκευή δρόμων, στη δασοκομία και τις οικοδομές». [11]
Οι πληροφορίες που έδωσα ως εδώ είναι ευρέως γνωστές στον ακαδημαϊκό κόσμο. Αυτό που πρόσφατα ανακάλυψα είναι ότι η λειτουργία του διπλού μηχανισμού μπορεί να αποδειχτεί από τα Πρωθυπουργικά Αρχεία.
Η προσπάθεια του Talat Pasha να εμφανίσει τόσο τον εαυτό του όσο και την οθωμανική κυβέρνηση ως ανίδεους σχετικά με τις βίαιες εξώσεις και τις δολοφονίες –μια θέση που στη συνέχεια διαψεύστηκε από τα απομνημονεύματα πολλών Τούρκων που είχαν άμεση εμπλοκή στα παραπάνω γεγονότα– πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως ένα άλλο παράδειγμα των πολιτικών του «διπλού μηχανισμού» που περιγράφηκε προηγουμένως. Ένας από τους πρωταγωνιστές αυτών των «εκκαθαριστικών» επιχειρήσεων, ο Kuşçubaşı Eşref, αναφέρει ότι τον καιρό που ο Talat πραγματοποιούσε την περιοδεία του στην περιοχή του Αιγαίου, συναντήθηκε μαζί του κρυφά στη Μαγνησία και ο Talat του είπε: «Προσπαθήστε να μην είστε και τόσο ορατοί τώρα, τουλάχιστον μέχρι εγώ να επιστρέψω (στην Κωνσταντινούπολη)… Να μην έρθετε ούτε στη Σμύρνη κατά τις επόμενες δυο-τρεις μέρες. Προσπαθήστε να μη γίνετε αντιληπτοί από ανατρεπτικά στοιχεία στις παράκτιες περιοχές, όπως επίσης και από ξένες πρεσβείες και προξενεία – ακόμα και αυτά των συμμάχων μας». [12]
Η «απέλαση» των Ελλήνων: Μια πρόβα για τις απελάσεις των Αρμενίων του 1915-17
Η θέση που υποστηρίζω εδώ είναι ότι υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στις οργανωμένες «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» των μη-μουσουλμανικών πληθυσμών της Δυτικής Ανατολίας, και πρωτίστως ανάμεσα τη βίαιη εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού που άρχισε την άνοιξη του 1914 και στην «εκκαθάριση» της Ανατολίας από τον αρμένικο πληθυσμό της κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Ακόμα κι αν επί του παρόντος δεν έχουμε απτές αποδείξεις σχετικά με το κατά πόσο αυτές οι δύο «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» αποτελούν ένα ενιαίο και συνολικό σχέδιο, μπορούμε όμως να διακρίνουμε μια σαφέστατη συνέχεια ανάμεσα στις δύο αυτές δράσεις τόσο όσον αφορά στις γενικές γραμμές οργάνωσής τους όσο και στα άτομα που συμμετείχαν. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν εναντίον των Ελλήνων μεταξύ του 1913 και του 1914 μας φαίνονται ως ένα είδος «προπομπού» των κατοπινών και εν καιρώ πολέμου απελάσεων εναντίων του αρμενικού πληθυσμού. [13]
Στις αναμνήσεις του από αυτή την περίοδο ο αμερικανός πρέσβης Henry Morgenthau αναφέρει ότι ο Bedri Bey, ο Επίτροπος Αστυνομίας Κωνσταντινουπόλεως, είπε σε έναν από τους γραμματείς του ότι «οι Τούρκοι έδιωξαν τόσο επιτυχώς τους Έλληνες, που αποφάσισαν να εφαρμόσουν την ίδια μέθοδο και σε άλλες φυλές της αυτοκρατορίας». [14]
Ο ίδιος, στην πρεσβευτική αναφορά του της 18ης Νοεμβρίου του 1915, επισημαίνει μια παράλληλη ομοιότητα και τονίζει ότι η ανεμπόδιστη απέλαση 100-150.000 ατόμων τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1914 μπροστά στα μάτια των Μεγάλων Δυνάμεων αποτέλεσε έναν σοβαρό παράγοντα ενθάρρυνσης για την κατοπινή και εν καιρώ πολέμου απέλαση των Αρμενίων. [15]
Όσον αφορά τη συνέχεια των επιχειρησιακών στελεχών στις δύο επιχειρήσεις, εμφανίζεται στη σκηνή η μορφή του Şükrü Kaya ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Όπως είδαμε και προηγουμένως, ο Kaya είχε κατά το παρελθόν συμμετάσχει στην επιτροπή που ήταν επιφορτισμένη με την εποπτεία την τουρκο-βουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Μετά από αυτό το ρόλο, εργάστηκε στην τουρκο-ελληνική επιτροπή που ανέλαβε να εκτελέσει παρόμοια αποστολή και, στη συνέχεια, ως γενικός διευθυντής του Γραφείου Φυλετικού και Μεταναστευτικού Διακανονισμού (İAMM) του Υπουργείου Εσωτερικών, έγινε ένας από τους κύριους οργανωτές των απελάσεων των Αρμενίων. Μια άλλη σημαντική προσωπικότητα σ’ αυτή την υπόθεση ήταν το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΕΠ Δρ. Nâzım. Ο Nâzım, ως ηγετικό στέλεχος της Ειδικής Οργάνωσης (Teşkilat-ı Mahsusa), θα δράσει επίσης ως ένας από τους κεντρικούς σχεδιαστές των απελάσεων και των δολοφονιών των Αρμενίων. Προηγουμένως όμως είχε εμπλακεί στην επεξεργασία του σχεδίου ανθελληνικών επιχειρήσεων στη Σμύρνη, το καλοκαίρι του 1914. Εκθέσεις του Αμερικανικού Προξενείου Σμύρνης αναφέρονται σ’ αυτόν ως έναν από τους «αγκιτάτορες» της περιοχής [16]. Ο Alfred van der Zee, πρόξενος της Δανίας στη Σμύρνη στις εκθέσεις του αναφέρει ότι οι δράσεις εναντίον των «φιλειρηνικών και εργατικών» Ελλήνων στηρίζονταν σε κυβερνητικές εντολές και ότι «ευρείας κλίμακας, συστηματικές και βίαια τιμωρητικές» δράσεις διευθύνονταν από τον Δρ. Nâzım. [17]
Ένα τρίτο σημείο σύνδεσης των δύο αυτών επιχειρήσεων είναι ο Δρ. Reşit, ο οποίος υπηρέτησε ως κυβερνήτης της επαρχίας του Diyarbakır την εποχή των απελάσεων των Αρμενίων. Αυτός αναδείχθηκε αρχικά με το ρόλο που έπαιξε στην οργάνωση της απέλασης/εκδίωξης των Ελλήνων από την περιοχή του Balıkesir την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1914. Μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου, αρχικά διορίστηκε κυβερνήτης της επαρχίας της Μοσούλης, στη συνέχεια μετατέθηκε στο Diyarbakır, όπου θα συντελέσει στη δημιουργία του σώματος των κιργισίων χωροφυλάκων, που θα εργαστούν μαζί του κατά τη διάρκεια των απελάσεων. [18]
Το τέταρτο και τελευταίο πρόσωπο που θα δώσουμε ως παράδειγμα είναι ο Pertev Pasha, στρατιωτικός διοικητής, τον οποίο ο Celal Bayar περιγράφει ως το πρόσωπο που ευθύνεται για την «επιχείρηση εκκαθάρισης της λεκάνης του Αιγαίου» κατά τη διάρκεια του 1913-1914. Αργότερα τοποθετήθηκε στην περιοχή του Sivas, όπου θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στις εκτοπίσεις και τις δολοφονίες των Αρμενίων. [19] Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του πρώτου κοινοβουλίου της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας στις 6 Οκτωβρίου του 1921, ο τότε Υπουργός Οικονομικών περιέγραψε τον Pertev Pasha ως «έναν που πλούτισε από τον πόλεμο» (savaş zengini). [20]
Τόσο στην περίπτωση των Ελλήνων όσο και των Αρμενίων, οι βίαιες εκτοπίσεις και οι απελάσεις φαινομενικά διεξήχθησαν κάτω από την ομπρέλα νομιμότητας του οθωμανικού καθεστώτος ως μέρος μιας συνολικότερης πληθυσμιακής πολιτικής, όμως, παράλληλα με το νομικό πλαίσιο, τέθηκε σε εφαρμογή ένα ανεπίσημο σχέδιο με τη λειτουργία ενός σκιώδους μηχανισμού που ανέλαβε να διαπράξει μια σειρά από πράξεις βίας και τρομοκρατίας κατά των χριστιανών της Αυτοκρατορίας. Μεταξύ των πιο εντυπωσιακών ομοιοτήτων ανάμεσα στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι η δημιουργία Ειδικών Επιχειρησιακών Μονάδων και η στράτευση των νεαρών αντρών στα τάγματα εργασίας.
Οι ομοιότητες αυτές δεν διέφυγαν της προσοχής ούτε του Morgenthau ούτε του Toynbee. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο αμερικανός πρέσβης στις εκθέσεις του εφιστούσε τη προσοχή στην ομοιότητα των μεθόδων που χρησιμοποίησε η οθωμανική κυβέρνηση στην εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών κατά το 1913-1914 με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν τον επόμενο χρόνο εναντίον των Αρμενίων.
Οι Τούρκοι εφάρμοσαν σχεδόν πανομοιότυπα την ίδια διαδικασία εναντίον των Ελλήνων με εκείνη που εφάρμοσαν και εναντίον των Αρμενίων. Άρχισαν με την ενσωμάτωση των Ελλήνων στον οθωμανικό στρατό που στη συνέχεια τους μετέφεραν στα τάγματα εργασίας, χρησιμοποιώντας τους στην κατασκευή δρόμων στην περιοχή του Καυκάσου και άλλους τομείς εργασίας. Αυτοί οι έλληνες στρατιώτες, όπως και οι Αρμένιοι, πέθαναν κατά χιλιάδες από το κρύο, την πείνα και άλλες στερήσεις… Παντού οι Έλληνες τοποθετήθηκαν σε ομάδες και, υπό την «προστασία» τούρκων χωροφυλάκων, μεταφέρθηκαν, διανύοντας τη μεγαλύτερη απόσταση με τα πόδια, στην ενδοχώρα. [21]
Ο Arnold Toynbee από την πλευρά του θα προβεί σε ανάλογες διαπιστώσεις σχετικά με των συστηματικό και οργανωμένο χαρακτήρα των δύο αυτών δράσεων: «… έτσι λοιπόν ο Βαλκανικός πόλεμος είχε διπλή συγκομιδή θυμάτων: πρώτον, τους Rumili Τούρκους από τη μία και τους Έλληνες της Ανατολίας από την άλλη». Στη συνέχεια προσθέτει ότι:
«Ολόκληρες ελληνικές κοινότητες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους με την άσκηση τρομοκρατίας σε βάρος τους, τα σπίτια τους, τα κτήματά τους και συχνά η κινητή τους περιουσία κατασχέθηκαν, και πολλοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας…
Η διαδικασία αυτή φέρει στοιχεία που δείχνουν ότι ήταν συστηματική. Η τρομοκρατία χτυπούσε τη μία περιοχή μετά την άλλη και ασκήθηκε από τις συμμορίες των «τσετών» που δημιουργήθηκαν τόσο από τους πρόσφυγες απ’ τα Βαλκάνια, όσο και από τον ντόπιο πληθυσμό και κατά περιπτώσεις ενισχύθηκαν από την τακτική οθωμανική χωροφυλακή… Οι τουρκικές «πολιτικές» τσέτες που έκαναν την εμφάνισή τους το 1914 στα δυτικά παράλια… εξετέλεσαν τα σχέδια της κυβέρνησης της Ένωσης και Προόδου εναντίον των Αρμενίων…» [22]
(*) Ο Taner Akçam είναι ιστορικός και διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Clark στο Worchester της Μασαχουσέτης. To παραπάνω κείμενο αποτελεί τμήμα της εισήγησής του με τίτλο «The Greek “Deportations” and Massacres of 1913-1914. A Trial Run for the Armenian Genocide» που έγινε στην «Ακαδημαϊκή Σύνοδο για την Μικρασιατική Καταστροφή», 7 Νοεμβρίου 2010, Ρόουζμοντ, Ιλλινόις. Το Μάιο του 2009, συμμετείχε στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο που έγινε στην Αθήνα υπό τον τίτλο: «Πόντιοι-Αρμένιοι-Ασσύριοι. Τρεις γενοκτονίες, ένας θύτης».
[1] Takvim-i Vekayi, no. 3540 (5 May 1919).
[2] Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1914, ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των αραβικών επαρχιών της, ήταν περίπου 18,5 εκατομμύρια. Αν εξαιρέσουμε τις τελευταίες, ο πληθυσμός της Ανατολίας θα πρέπει να κυμαινόταν ανάμεσα στα 15 με 17,5 εκατομμύρια. Στις μελέτες του για τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας ο Kemal Karpat εκτιμά ότι ο πληθυσμός της Ανατολίας πρέπει να ανερχόταν γύρω στα 15 εκατομμύρια. [Osmanlı Nüfusu (1830-1914), Demografik ve Sosyal Özellikleri, (İstanbul: Tarih Vakfı Yayınları, 2003), σ. 226]. Στη βάση διάφορων αυξητικών διορθώσεων αυτών των στοιχείων ο Justin McCarthy ανεβάζει τον αριθμό του πληθυσμού της Ανατολίας στα 17,5 εκατομμύρια. [Mulsim and Minorities, The Population of Ottoman Anatolia and the End of the Empire (İstanbul: İnkılap, 1998), σ. 110.]
[3] Για πιο λεπτομερείς πληροφορίες επί του θέματος, βλέπε: Taner Akçam, A Shameful Act. The Armenian Genocide and the Question of Turkish Responsibility, op. cit., pp. 102-108.
[4] Halil Menteşe, Osmanlı Mebusan Meclisi Reisi Halil Menteşe’nin Anıları, (İstanbul, Hürriyet Vakfı Yayınları, 1986), p. 165.
[5] PA-AA/Botschaft Konstantinopel/Bd. 169. Νότα που προστέθηκε από τον Γενικό Πρόξενο της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη και ειδικό για τις αρμενικές υποθέσεις Johannes Mordtman στην έκθεση του Προξένου στο Χαλέπι Rössler προς τη Γερμανική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 6 Ιουνίου 1915.
[6] Από τα απομνημονεύματα του Kuşçubaşı Eşref, ενός εκ των βασικών στελεχών τη ‘‘Ειδικής Οργάνωσης’’ (Teşkilat-ı Mahsusa) που ευθύνεται για την «εκκαθάριση» της Ανατολίας από τους μη-μουσουλμανικούς πληθυσμούς΄ περιλαμβάνεται στο: Celal Bayar, Ben de Yazdım, vol. 5, (İstanbul: Baha Matbaası, 1967), p. 1578.
[7] Elisabeth Kontogiorgi, «Forced Migration, Repatriation, Exodus: the Case of Ganos-Chora and Myriophyto-Peristaris Orthodox Communities in Eastern Thrace», Balkan Studies, vol. 35, no. 1 (1995), pp. 22-24.
[8] Μια λεπτομερής περιγραφή των επιθέσεων εναντίον των ελληνικών χωριών στην περιοχή του Αιγαίου μπορεί να αναζητηθεί στο: Archimandrite Alexander Papadopoulos, Persecution of the Greeks in Turkey before the European War (New York: Oxford University Press American Branch, 1919).
[9] ibid., pp. 27-29.
[10] Halil Menteşe, Osmanlı Mebusan Meclisi Reisi..., op. cit., p. 166.
[11] Nurdoğan Taçalan, Ege’de Kurtuluş Savaşı Başlarken (Istanbul, Milliyet Yayınları, 1970), pp. 71-3.
[12] Cemal Kutay, Etniki Etarya’dan Günümüze, Ege’nin Türk Kalma Savaşı, (İstanbul: Boğaziçi Yayınları, 1980), p. 226
[13] Εδώ θα κάνουμε μόνο κάποιες περιορισμένου εύρους παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα. Στην πραγματικότητα, ο βαθμός συνέχειας των προσώπων που ενεπλάκησαν τόσο στις ανθελληνικές όσο και στις αντιαρμενικές πολιτικές είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα και χρήζει ξεχωριστής μελέτης.
[14] Henry Morgenthau, Ambassador Morgenthau’s Story, (Garden City, New York: Doubleday, Page & Company, 1918), p. 323.
[15] NA/RG59/867.00/798.5, Έκθεση του Πρέσβη Morgenthau, με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου του 1915; αναπαραγωγή στο: Sarafyan (ed.), United States Official Record..., op. cit., p. 372.
[16] Έκθεση του Αμερικανού Αναπληρωτή Πρόξενου στη Σμύρνη W. H. Anderson, dated 18 July 1914; United States National Archives Record Group 59/867.00/636, pp. 3-4, Adalian (ed.), AGUS, microfiche no. 6.
[17] Matthias Bjørnlund, «The 1914 cleansing of Aegean Greeks as a case of violent Turkification», Journal of Genocide Research, 1:2 (2006), p. 43
[18] «Όσον καιρό που ο Dr. Reşid Bey ήταν κυβερνήτης του διοικητικού διαμερίσματος του Karesi (Balıkesir), όπου και παρέμεινε μέχρι τις 23 Ιουλίου, έδειξε μεγάλο ζήλο στην εξαναγκασμό τον Ελλήνων να μεταναστεύσουν, και στις δημόσιες υπηρεσίες», Nejdet Bilgi, Dr. Mehmed Reşid Şahingiray Hayatı ve Hatıraları, (İzmir: Akademi Kitabevi, 1997), pp. 21-22; 87-89.
[19] Για τη θητεία και τις δραστηριότητες του Pertev Pasha στην περιοχή Sivas, βλέπε: Dadrian, «Ottoman Archives and Denials...», loc. cit., p. 309.
[20] T.B.M.M. Zabıt Cerideleri, Devre 1, İçtima 2, Cilt 13, (Ankara: T.B.M.M. Matbaası, 1958), pp. 96-7.
[21] Morgenthau, Ambassador Morgenthau’s Story..., op. cit., pp.324-325. Ο Morgenthau σημειώνει επίσης ότι, αντίθετα από τους Αρμένιους, οι Έλληνες δεν έγιναν αντικείμενο μαζικού σφαγιασμού.
[22] Toynbee, The Western Question in Greece and Turkey..., op. cit., pp. 139, 280.
Πηγή: Δρόμος