Ο Άγιος Βασίλειος και η Γαράσαρη |
Ο Άγιος Βασίλειος, ο Μέγας, ήταν κατά το ήμισυ Πόντιος και γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια το 329 μΧ. Ο πατέρας του Βασίλειος ασκούσε τη ρητορική (σημερινός «δικηγόρος» δηλαδή) και η μητέρα του Εμμέλεια ήταν από οικογένεια Ρωμαίων αξιωματούχων της Καισαρείας. Σπούδασε σε πολλά μέρη και άσκησε κι αυτός τη ρητορική στην Καισαρεία. Σε ηλικία 28 χρονών βαπτίζεται χριστιανός και αποφασίζει να ασκητεύσει στα οικογενειακά κτήματα στον Πόντο. Το 364 μΧ χειροτονείται πρεσβύτερος και το 370 μΧ γίνεται Επίσκοπος Καισαρείας.
Ο Μέγας Βασίλειος σήκωσε το μεγάλο βάρος (σε συνεργασία με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, Μέγα Αθανάσιο) για την αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρειανισμού, που προσπάθησε να επιβάλλει ο τότε αυτοκράτορας Ουάλης. Την εποχή εκείνη πολλές επισκοπές του Πόντου είχαν προσχωρήσει στον Αρειανισμό και γινόταν μια πραγματική «πνευματική» μάχη περί της ορθής πίστης.
Το 372 ο Μέγας Βασίλειος ανέλαβε να ειρηνεύσει τους επισκόπους της Μικράς Αρμενίας και να χειροτονήσει νέους στις κενές έδρες. Τότε στάθηκε αντιμέτωπός του ο Επίσκοπος Νικοπόλεως Θεόδοτος, ο οποίος δεν τον δέχθηκε καν σε κοινωνία. Ο λόγος ήταν ότι ενώ ο Μέγας Βασίλειος είχε πεισθεί από τον Σεβαστείας Ευστάθιο περί της σταθερής πίστεώς του στην Ορθοδοξία, ο Θεόδοτος επέμενε ότι ο Ευστάθιος ήταν αιρετικός. Τελικά αποδείχθηκε ότι δίκιο είχε ο Θεόδοτος Νικοπόλεως και ο Μέγας Βασίλειος το παραδέχθηκε με ταπείνωση.
Το 376 γίνεται Επίσκοπος Νικοπόλεως (μετά το θάνατο του Θεόδοτου) ο Αρειανός Φρόντων, ευνοούμενος του, επίσης Αρειανού, Επισκόπου Σεβαστείας Ευστάθιου. Η πλειοψηφία του κλήρου και του λαού της Νικοπόλεως αντέδρασε στην τοποθέτηση του Φρόντωνα, αυτός όμως (έχοντας επίσημα τη δικαιοδοσία) κατέλαβε τους ναούς της περιοχής. Τότε οι πιστοί και οι κληρικοί, μην έχοντας άλλο τρόπο αντίδρασης, άρχισαν να τελούν τη θεία λειτουργία έξω στην ύπαιθρο.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και ο Μέγας Βασίλειος απευθύνθηκε σ’ αυτούς τους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας με την προς Νικοπολίτες Πρεσβυτέρους επιστολή, όπου μεταξύ άλλων γράφει:
«Τέκνα ομολογητών και τέκνα μαρτύρων εστέ, των μέχρις αίματος αντικαταστάντων προς την αμαρτίαν. Τοις οικείοις έκαστος χρησάσθω υποδείγμασι προς την υπέρ της ευσεβείας ένστασιν. Ουδείς υμών πληγαίς κατεξάνθη, ουδενός οίκος εδημεύθη. Ου την υπερορίαν ωκήσαμεν, ου δεσμωτήριον εγνωρίσαμεν. Τι πεπόνθαμεν δεινόν; Ει μη τάχα λυπηρόν ότι ουδέν πεπόνθαμεν μηδέ ενομίσθημεν άξιοι των υπέρ Χριστού παθημάτων.
Ει δε ότι ο δείνα τον οίκον κατέχει της προσευχής, υμείς δε εν υπαίθρω προσκυνείτε τον ουρανού και γης Δεσπότην τούτο υμάς ανιά ενθυμήθητε ότι οι μεν ένδεκα μαθηταί εν τω υπερεώ ήσαν αποκλεισμένοι, οι δε σταυρώσαντες τον Κύριον εν τω περιβοήτω ναώ την ιουδαϊκήν λατρείαν επλήρουν. Ιούδας γαρ τον δι’ αγχόνης θάνατον του μετ’ αισχύνης ζην προτιμήσας έδειξε τάχα των νυν υπεριθραυσάντων προς πάσαν ανθρώπων κατάγνωσιν και δια τούτο αναιδώς προς τα αισχρά διακειμένων εαυτόν αιρετώτερον.
Μόνον μη εξαπατηθήτε ταις ψευδολογίαις αυτών επαγγελλομένων ορθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γαρ οι τοιούτοι και ου χριστιανοί, το αεί αυτοίς κατά τον βίον τούτο λυσιτελούν του κατ’ αλήθειαν ζην προτιμώντες».
Με την υποστήριξη και την προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου, οι Νικοπολίτες δέχονται τελικά να αναλάβει και την Επισκοπή τους ο Ευφρόνιος Κολωνείας (Νικοπολίτης στην καταγωγή), δίνοντας έτσι ένα γερό πλήγμα στους υποστηρικτές τους Αρειανισμού.
Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον Αρειανισμό στον Πόντο και μετά σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, μέχρι τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο που τον καταδίκασε τελεσίδικα. Όπως παραδέχονται οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί, εάν οι κληρικοί και οι πιστοί Νικοπολίτες δεν αντιστέκονταν σθεναρά στους αιρετικούς εκπροσώπους, με την υποστήριξη και τη φυσική παρουσία του Μεγάλου Βασιλείου, τότε ο Ευστάθιος Σεβαστείας θα είχε κατορθώσει να επικρατήσει σε όλη την περιοχή ο Αρειανισμός, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την εντελώς διαφορετική πορεία και εξέλιξη της ιστορίας του τόπου και των λαών ευρύτερα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι στη Νικόπολη δόθηκε η πιο καίρια μάχη του Μεγάλου Βασιλείου και ήταν η απαρχή του τέλους για τον Αρειανισμό και το θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Ο Μέγας Βασίλειος σήκωσε το μεγάλο βάρος (σε συνεργασία με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, Μέγα Αθανάσιο) για την αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρειανισμού, που προσπάθησε να επιβάλλει ο τότε αυτοκράτορας Ουάλης. Την εποχή εκείνη πολλές επισκοπές του Πόντου είχαν προσχωρήσει στον Αρειανισμό και γινόταν μια πραγματική «πνευματική» μάχη περί της ορθής πίστης.
Το 372 ο Μέγας Βασίλειος ανέλαβε να ειρηνεύσει τους επισκόπους της Μικράς Αρμενίας και να χειροτονήσει νέους στις κενές έδρες. Τότε στάθηκε αντιμέτωπός του ο Επίσκοπος Νικοπόλεως Θεόδοτος, ο οποίος δεν τον δέχθηκε καν σε κοινωνία. Ο λόγος ήταν ότι ενώ ο Μέγας Βασίλειος είχε πεισθεί από τον Σεβαστείας Ευστάθιο περί της σταθερής πίστεώς του στην Ορθοδοξία, ο Θεόδοτος επέμενε ότι ο Ευστάθιος ήταν αιρετικός. Τελικά αποδείχθηκε ότι δίκιο είχε ο Θεόδοτος Νικοπόλεως και ο Μέγας Βασίλειος το παραδέχθηκε με ταπείνωση.
Το 376 γίνεται Επίσκοπος Νικοπόλεως (μετά το θάνατο του Θεόδοτου) ο Αρειανός Φρόντων, ευνοούμενος του, επίσης Αρειανού, Επισκόπου Σεβαστείας Ευστάθιου. Η πλειοψηφία του κλήρου και του λαού της Νικοπόλεως αντέδρασε στην τοποθέτηση του Φρόντωνα, αυτός όμως (έχοντας επίσημα τη δικαιοδοσία) κατέλαβε τους ναούς της περιοχής. Τότε οι πιστοί και οι κληρικοί, μην έχοντας άλλο τρόπο αντίδρασης, άρχισαν να τελούν τη θεία λειτουργία έξω στην ύπαιθρο.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και ο Μέγας Βασίλειος απευθύνθηκε σ’ αυτούς τους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας με την προς Νικοπολίτες Πρεσβυτέρους επιστολή, όπου μεταξύ άλλων γράφει:
«Τέκνα ομολογητών και τέκνα μαρτύρων εστέ, των μέχρις αίματος αντικαταστάντων προς την αμαρτίαν. Τοις οικείοις έκαστος χρησάσθω υποδείγμασι προς την υπέρ της ευσεβείας ένστασιν. Ουδείς υμών πληγαίς κατεξάνθη, ουδενός οίκος εδημεύθη. Ου την υπερορίαν ωκήσαμεν, ου δεσμωτήριον εγνωρίσαμεν. Τι πεπόνθαμεν δεινόν; Ει μη τάχα λυπηρόν ότι ουδέν πεπόνθαμεν μηδέ ενομίσθημεν άξιοι των υπέρ Χριστού παθημάτων.
Ει δε ότι ο δείνα τον οίκον κατέχει της προσευχής, υμείς δε εν υπαίθρω προσκυνείτε τον ουρανού και γης Δεσπότην τούτο υμάς ανιά ενθυμήθητε ότι οι μεν ένδεκα μαθηταί εν τω υπερεώ ήσαν αποκλεισμένοι, οι δε σταυρώσαντες τον Κύριον εν τω περιβοήτω ναώ την ιουδαϊκήν λατρείαν επλήρουν. Ιούδας γαρ τον δι’ αγχόνης θάνατον του μετ’ αισχύνης ζην προτιμήσας έδειξε τάχα των νυν υπεριθραυσάντων προς πάσαν ανθρώπων κατάγνωσιν και δια τούτο αναιδώς προς τα αισχρά διακειμένων εαυτόν αιρετώτερον.
Μόνον μη εξαπατηθήτε ταις ψευδολογίαις αυτών επαγγελλομένων ορθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γαρ οι τοιούτοι και ου χριστιανοί, το αεί αυτοίς κατά τον βίον τούτο λυσιτελούν του κατ’ αλήθειαν ζην προτιμώντες».
Με την υποστήριξη και την προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου, οι Νικοπολίτες δέχονται τελικά να αναλάβει και την Επισκοπή τους ο Ευφρόνιος Κολωνείας (Νικοπολίτης στην καταγωγή), δίνοντας έτσι ένα γερό πλήγμα στους υποστηρικτές τους Αρειανισμού.
Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον Αρειανισμό στον Πόντο και μετά σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, μέχρι τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο που τον καταδίκασε τελεσίδικα. Όπως παραδέχονται οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί, εάν οι κληρικοί και οι πιστοί Νικοπολίτες δεν αντιστέκονταν σθεναρά στους αιρετικούς εκπροσώπους, με την υποστήριξη και τη φυσική παρουσία του Μεγάλου Βασιλείου, τότε ο Ευστάθιος Σεβαστείας θα είχε κατορθώσει να επικρατήσει σε όλη την περιοχή ο Αρειανισμός, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την εντελώς διαφορετική πορεία και εξέλιξη της ιστορίας του τόπου και των λαών ευρύτερα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι στη Νικόπολη δόθηκε η πιο καίρια μάχη του Μεγάλου Βασιλείου και ήταν η απαρχή του τέλους για τον Αρειανισμό και το θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Πηγή: Γαράσαρη