Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Νικόπολη (Γαράσαρη) - Κριμαία - Ουζμπεκιστάν - Ελλάδα (Εκατό χρόνια στην ξενιτιά)

Νικόπολη (Γαράσαρη) - Κριμαία - Ουζμπεκιστάν - Ελλάδα (Εκατό χρόνια στην ξενιτιά)

του Νίκου Πετρίδη

Οι Τοπαλάντ` ήταν μία από τις οικογένειες γηγενών Γαρασαρωτών, που ζούσαν στα χωριά Κόρατζα και Στρεφή, πολύ κοντά στη Νικόπολη, στα βορειοανατολικά της. Γύρω στο 1885, ο Στέφανος Τοπαλίδης, παντρεύεται την Αικατερίνη και εγκαθίσταται στο χωριό της, τη Μπάλτζανα, που βρίσκεται λίγο ανατολικότερα. Γνωρίζουμε ότι απέκτησαν τουλάχιστον τέσσερα παιδιά, το Γιώργο, το Λάζαρο, τον Κυριάκο (με επιφύλαξη το όνομα) και τη Βαρβάρα.

Το 1910 ο Γιώργος Τοπαλίδης, ένας από τους γιούς του Στέφανου, πήρε για γυναίκα του την Παρθένα, κόρη του Βασίλη Τζανοσίδη από τη Λίτζασα (από την οικογένεια των Τζανών/Πετράντων του Ασαρτζούχ), ο οποίος όμως είχε εγκατασταθεί στη Στρεφή, πατρίδα της γυναίκας του Βασιλικής.

Ο Γιώργος Τοπαλίδης, αποφασίζει να ξενιτευτεί και επιλέγει ως προορισμό του την Κριμαία. Εκεί, και κυρίως στη Γιάλτα, είχαν μεταναστεύσει πολλοί Γαρασαρότες από τα βορεινά χωριά της Νικόπολης (Ασαρτζούχ, Λίτζασα, Καταχώρ, Στρεφή, Κόρατζα κλπ).

Με την Παρθένα απέκτησαν το 1911 τον Ηρακλή, το 1913 την Αικατερίνη και το 1915 την Αναστασία.

Μέσα Νοεμβρίου του 1916 αρχίζουν οι διωγμοί στα χωριά ανατολικά της Γαράσαρης. Εκτοπίζονται όλοι οι Ρωμιοί από την Κόρατζα, τη Στρεφή, τη Μπάλτζανα, το Καρακεβεζήτ, την Τρουπτζή, το Αλισάρ, το Γαλατζούχ, την Έσολα, τη Φέϊλερε, στο Σπαχή-Μαχαλεσί κλπ. Μετά από πεζοπορία ενός και πλέον μήνα, μέσα στην παγωνιά και το χειμώνα, φτάνουν στην Τοκάτη και αρκετοί συνεχίζουν για τη Γάγγρα.

 
Με κάποιο τρόπο που δεν τον γνωρίζουμε, τα αδέρφια του Γιώργου Τοπαλίδη καταφέρνουν να έρθουν στην Ελλάδα το 1917 και συγκεκριμένα στην Καβάλα όπου υπήρχαν ξενιτεμένοι Γαρασαρότες από πιο παλιά.

Ο Γιώργος αφήνει την Παρθένα έγκυο στο τέταρτο παιδί τους (το Στέφανο) και φεύγει από τη Γιάλτα για να ψάξει τα αδέρφια του. Τελικά τα βρίσκει εγκατεστημένα στο Κοκκινόχωμα Καβάλας και κανονίζει να φέρει και τη γυναίκα του με τα παιδιά στην Ελλάδα. Δυστυχώς ξεσπά η επανάσταση των Μπολσεβίκων και εγκλωβίζονται στη Γιάλτα.

Στην Κριμαία και σε όλη τη γύρω περιοχή ξεσπούν σκληρές συγκρούσεις μεταξύ Μπολσεβίκων, Λευκών Ρώσων και αναρχικών του Μάχνο, με αποτέλεσμα οι χιλιάδες Έλληνες στα αμέτρητα ελληνικά χωριά της νότιας Ουκρανίας να βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα. Η εκστρατεία της Αντάντ, με συμμετοχή και δύο ελληνικών μεραρχιών, είχε περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις για τους ελληνικούς πληθυσμούς μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων.

Ο Γιώργος Τοπαλίδης βρίσκει τρόπο να επιστρέψει στην οικογένειά του και «παγιδεύονται» στη Γιάλτα. Ο πρώτος του γιός, ο Ηρακλής, πέθανε και το 1921 που αποκτούν με την Παρθένα ακόμα έναν γιό, του δίνουν το ίδιο όνομα. Το 1924 γεννιέται η τελευταία του κόρη, η Χαρίκλεια.

  
Έμειναν λοιπόν στη Γιάλτα και ακολούθησαν τη δύσκολη πορεία των χρόνων που ακολούθησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη διαδικασία μετατροπής της Ρωσίας σε κομμουνιστικό κράτος. Ο Γιώργος πεθαίνει το 1935 και μένει μόνη της η Παρθένα με τα παιδιά της.

Στις 24 Ιουνίου 1944, οι Έλληνες της Κριμαίας εκτοπίζονται από το καθεστώς.

Η Χαρίκλεια Τοπαλίδου (κόρη του Γιώργου και της Παρθένας) θυμάται: «Στις 11 το βράδυ χτύπησαν την πόρτα μας οι στρατιώτες και μας είπαν να πάρουμε ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε, γιατί σε δέκα λεπτά πρέπει να φύγουμε. Εγώ πήρα όσες οικογενειακές φωτογραφίες μπόρεσα».

Η μητέρα της η Παρθένα αρνιόταν να εγκαταλείψει το σπίτι της και ζητούσε να την πυροβολήσουν και να τη σκοτώσουν εκεί. Τελικά κατάφεραν να την κουβαλήσουν στα φορτηγά που τους περίμεναν και είχαν φορτώσει όλους τους Έλληνες της Γιάλτας.

Η Χαρίκλεια είχε μαζί της τα τρία ανήψια της, ένα δίχρονο, ένα τετράχρονο και ένα μωρό εννιά μηνών. Στο σταθμό της Συμφερούπολης τους στρίμωξαν σε βαγόνια και άρχισε η μακρά πορεία της εξορίας. Ένα μήνα κράτησε το ταξίδι με το τρένο, με άχυρα στο δάπεδο, βρόμα και ασφυκτική ατμόσφαιρα. Άρχισαν οι αρρώστιες και πέθαιναν παιδιά και ηλικιωμένοι.

   
Τους κατέβασαν στο Φεργκανά του Ουζμπεκιστάν, στην κεντρική Ασία, στη μέση του πουθενά, με τον ήλιο να τους χτυπά αλύπητα και την αφόρητη ζέστη να τους ταλαιπωρεί. Μετά από λίγο αντιμετώπισαν το πρώτο «καλωσόρισμα» του Ουζμπεκιστάν. Μια από τις φοβερές αμμοθύελλες της ερήμου. Κουλουριάζονταν καθισμένοι κάτω και έκρυβαν το κεφάλι τους ανάμεσα στα πόδια για να προφυλαχτούν. Η άμμος τους σκέπαζε και όταν κόπαζε η θύελλα, ήταν σαν μικροί ανθρώπινοι αμμόλοφοι.

Για μήνες έζησαν έτσι μέσα στην ερημιά, επειδή «ήταν Έλληνες προδότες της κομμουνιστικής πατρίδας». Αυτή ήταν η κατηγορία που τους βάραινε.


Άρχισαν τη ζωή τους από την αρχή, χτίζοντας μόνοι τους τα πρώτα υποτυπώδη σπίτια. Στο χωριό Σορ-Σου έζησαν τα επόμενα εννιά χρόνια, με τους άντρες να δουλεύουν σε ένα ορυχείο και να μην έχουν δικαίωμα να κινηθούν ελεύθερα ούτε σε κοντινά χωριά, επειδή ήταν Έλληνες και είχαν ελληνικά διαβατήρια.

Ο Στέφανος Τοπαλίδης έλεγε πως όταν πέθανε ένας δικός τους σε ατύχημα στο ορυχείο, πήγαν στον Ουζμπέκο επιστάτη του ορυχείου και απαίτησαν να τους βρει ξύλινα σανίδια για να τον θάψουν. Αυτός αρνήθηκε και τότε πέντε παλικάρια μπήκαν στο γραφείο του και ξήλωσαν το ξύλινο πάτωμά του για να φτιάξουν το φέρετρο. Δεν τόλμησε να τους τιμωρήσει κανένας.


Μετά το θάνατο του Στάλιν, τους επιτρέπουν πια να μετακινηθούν όπου θέλουν. Έτσι το 1953 ο Στέφανος με την οικογένειά του και τη μάνα του Παρθένα εγκαθίστανται στην πόλη Κοκάντ του Ουζμπεκιστάν. Εκεί πέθανε η Παρθένα το 1964. Δύο αδερφές του επιστρέφουν στη Γιάλτα της Κριμαίας, ο αδερφός του Ηρακλής στο Βιτιάζεβο-Πιονέρσκογιε της Κριμαίας και η μεγάλη αδερφή του στο Λένινγκραντ/Αγία Πετρούπολη.


Η οικογένεια Τοπαλίδη ήρθε στην Ελλάδα το 1988 και εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή. Στο τελωνείο τους πήραν το χρυσό δαχτυλίδι του προ-προπάππου τους, με τα τρία σκαλισμένα γράμματα: ΤΓΣ (Τοπαλίδης Γεώργιος Στεφάνου).

Ο Στέφανος Τοπαλίδης μέχρι που πέθανε ήταν περήφανος για τη Νικοπολίτικη καταγωγή του και παίνευε τους Γαρασαρότες για την αξιοσύνη τους: «Το έξυπνο πουλίν, απές το αβόν συρίζ`»…


Με μια φωτογραφία στα χέρια (80 χρόνια μετά!!!) άρχισε να ψάχνει τους συγγενείς της μάνας του Παρθένας Τσανοσίδου. Στη φωτογραφία ήταν η μάνα του μαζί με τα αδέρφια της. Ένα από τα αδέρφια, είχε την ίδια ακριβώς φωτογραφία. Έτσι βρήκε και τα ξαδέρφια του στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας, πριν πεθάνει το 2000.

Έκιτι Γαράσαρη πατρίδα μου, τι τραβήξαν τα παιδιά σου…

(Ευχαριστώ θερμά την Όλγα Δρακοντίδου, δισέγγονη του Γιώργου Τοπαλίδη και της Παρθένας Τσανοσίδου, που μου εμπιστεύτηκε την ιστορία της οικογένειας και τα πολύτιμα κειμήλια. Μετά από εκατό και πλέον χρόνια, διεύρυνα κι εγώ τις γνώσεις μου για τα παρακλάδια των Τζανών/Πετράντων του Ασαρτζούχ, την οικογένεια της Παρθένας.