Συμπληρώθηκαν εννιά χρόνια από τότε που σίγησε το αηδόνι του Πόντου, ο Χρύσανθός μας, ο μεγάλος Πόντιος τραγουδιστής, που για πέντε δεκαετίες ζωντάνευε με τη μελωδική φωνή του τους καημούς της ξενιτιάς και της προσφυγιάς, τους πόθους και τα «πάθια» του δοκιμαζόμενου ελληνισμού του Πόντου.
Η φωνή του Χρύσανθου έγινε η συνείδηση του ποντιακού στοιχείου. Μια συνείδηση που ταξίδεψε τους Πόντιους στις αλησμόνητες πατρίδες, τους πρόσφερε το λυτρωτικό βάλσαμο της παρηγοριάς και τους έμαθε να αγαπούν τον τόπο τους μέσα από την επιδίωξη της δικής τους ταυτότητας.
Η πρώτη γενιά των προσφύγων κουβαλώντας το άρμα του μόχθου σφούγγισε τον ιδρώτα της στις νέες πατρίδες, στεφάνωσε το μόχθο της με προσμονή, προσδοκία και ελπίδα και αναζήτησε τη χαρά της ζωής μέσα από την απλή καθημερινότητα. Πραγματικά ο ποντιακός Ελληνισμός, σε αυτή τη μακριά διαδρομή του στην ιστορία έπεσε στις ξέρες της μακρόχρονης βαρυχειμωνιάς, αυτής που εμπόδισε τα λουλούδια της ψυχής να ανθήσουν και να ευωδιάσουν. Στέριωσε, τράνεψε, έκλαψε, αγάπησε, πόνεσε και κρατήθηκε όρθια. Έκανε την νέα γη δική της, τη νέα πατρίδα τόπο αγαπημένο, το αλέτρι και το άροτρο εργαλεία καρποφορίας. Γεύτηκε τους καρπούς της γης και αγκάλιασε τα οράματα του Ελληνισμού. Όρθωσε το ανάστημά της και πολέμησε, θυσιάστηκε πάλεψε τον εχθρό της Ελλάδας. Και όταν ήρθε ο καιρός έδρεψε τους καρπούς των μόχθων της οικοδομώντας στέρεα σπιτικά με αληθινή περίσκεψη.
Οι νέες γενιές άκουσαν για τη μακρινή πατρίδα μέσα από τις ιστορίες της γιαγιάς που εγγράφονταν στο συλλογικό υποσυνείδητο της οικογένειας. Όλα έμοιαζαν μια μακρινή ανάμνηση σβησμένη κάπου στο χθες, ανάμεσα στο μύθο και στην προσδοκία. Έκλαψαν, πόνεσαν σε μια άλλη γη που τους φιλοξενούσε και δεν ήταν η δική τους έμοιαζε όμως πιο αληθινή από αυτήν. Ο ήλιος ήταν το ίδιο λαμπρός τα άστρα σημάδευαν με τον ίδιο τρόπο το δρόμο τους προς το μέλλον, πέρα μακριά όμως υπήρχε ένας δικός τους τόπος. Ή μήπως δεν ήταν δικός τους, ήταν απλά ο τόπος του πατέρα ή του παππού, ή ακόμα χειρότερα μια μακρινή φαντασίωση σε ένα τοπίο γεμάτο αναζητήσεις;
Η μέρα έσβηνε χωρίς οι αλήθειες ή τα ψεύδη που συσσωρεύονταν να εκμαιεύουν απαντήσεις. Στην άκρη του μυαλού η ομίχλη δεν διαλυόταν και ο μακρινός τόπος φάνταζε όλο και πιο χαμένος σε βυθοσκοπήσεις του μυαλού.
Οι μόνοι που έστεργαν να αφυπνίσουν την κουρασμένη σκέψη, να τη βάλουν στην τροχιά της αληθινής καταγωγής και αυτή να επιτάξει έτσι μια γωνίτσα του νου για να κατοικήσει η σκέψη ήταν ο τραγουδιστής των Ποντίων, ο Χρύσανθος και όλοι οι λυράρηδες που κουβαλούσαν στους ώμους τους την παράδοση και την ιστορία χρόνων, τους αγώνες και τη μνήμη αιώνων και το φως της μακρινής τους πατρίδας στοιβαγμένο σε χιλιόχρονα δοξάρια. Σε αυτό το τοπίο ο Χρύσανθος στάθηκε με τη μουσική του το πέρασμα της άνοιξης, η ψυχή του Πόντου, η δική του αλήθεια. Με τη δική του συντροφιά οι Πόντιοι άνθισαν, γαλουχήθηκαν, πάλεψαν με τα στοιχεία και τα στοιχειά.
Το τραγούδι του Χρύσανθου έφερνε σε όλους τους Πόντιους τη γη των προγόνων κοντύτερα, στεφάνωνε τη σκέψη αιώνων με χρώματα και ταξίδευε τους νέους ανθρώπους στην αλήθεια της ιστορίας. Πέρα από την κουρασμένη όψη της πραγματικότητας υπήρχε το όραμα ενός κόσμου που τον κουβαλούσαν μέσα τους σαν μνήμη, σαν εικόνα, σαν ιστορία. Η κληρονομιά των προγόνων έσμιγε το χθες με το σήμερα, έκανε τον κόσμο να φαντάζει αέρινος, παρά το βαρύ φορτίο του, δυνατός παρά την αδυναμία του. Κάπου εκεί στη μακρινή γη οι Πόντιοι είχαν εναποθέσει την ψυχή τους. Και αυτή είχε ρίξει ρίζες και καρπούς, είχε στοιχειώσει το νου και είχε δημιουργήσει τους καρπούς της.
Πραγματικά για τους καταπονημένους από τους καημούς της προσφυγιάς Πόντιους η μουσική του Χρύσανθου με τους κυματισμούς της ψυχής που αναδύει μέσα από τα βάθη του συλλογικού υποσυνείδητου μιας ολόκληρης φυλής καταφέρνει να πολεμήσει όλα τα κακά των σύγχρονων κοινωνιών. Μέσα στο αισθησιακό περιβάλλον που οικοδομεί νικά την αλαζονεία της εξουσίας, το φιλοχρηματισμό, τον κομματικό ραγιαδισμό, και όλα αυτά που αποτελούν την πηγή του κακού μέσα μας. Και μαζί με την καταπολέμηση των αρνητικών στοιχείων του σύγχρονου κόσμου μας, μας μεταφέρει σε ένα τοπίο γαλήνης, μας ταξιδεύει στις μακρινές μας πατρίδες, στα πλαίσια μιας ενορατικής σύλληψης του χώρου που αγαπήσαμε μέσα από τις μνήμες των παλιότερων και μας θυμίζει ότι είμαστε το ηρωικότερο τμήμα του ακριτικού Ελληνισμού με ξεχωριστή ιστορία, πολιτισμό και φυσιογνωμία. Και μας συντροφεύει και μας ενισχύει στον πόθο να ξεσηκωθούμε όλοι μαζί για να διεκδικήσουμε ισότιμα με τα άλλα διαμερίσματα του Ελληνισμού το δικαίωμα στην ιστορική γνώση. Το αθάνατο τραγούδι του Χρύσανθου αποτελεί για όλους μας μια όαση ελπίδας, ένα φυτώριο προσδοκιών.
Το συντρόφευμα του Χρύσανθου με τον Καζαντζίδη αποτελεί μια μεγαλειώδη συγκυρία. Κοινή η καταγωγή και των δύο, κοινός ο πόθος για τον Πόντο, κοινό το πάθος για το τραγούδι. Αλλά και οι προσωπικές ιστορίες τους ανάλογες: συντροφεύουν την κουρασμένη μοίρα τους μέσα από τις εθνικές μας τραγωδίες, την προσφυγιά διαδέχεται ο καημός του εμφυλίου, τα προδομένα οράματα, το ξέσκισμα των ονείρων, η σκύλευση των προσδοκιών. Και η μνήμη μετέωρη, κρεμασμένη ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, ανίκανη να ορθοποδήσει, να συμβιβάσει αυτό που χάθηκε, να προσγειωθεί και να αναπαυθεί. Καζαντζίδης και Χρύσανθος ζούσαν τον Πόντο μέσα τους, βίωναν σε κάθε φάση της ζωής τους τον σπαραγμό του χαμού του και τον μετουσίωναν σε τραγούδι. Ένα τραγούδι που έκλαιγε και σπάραζε τις ψυχές των Ποντίων, καθώς συντρόφευε τη μοίρα του ξεριζωμού, τον χαμό της αναζήτησης, την προσδοκία για ένα λιγότερο άνυδρο μέλλον.
Αλλά ευτυχής υπήρξε και η συγκυρία της συνεργασίας του Χρύσανθου από το 1973 με το μουσικοσυνθέτη Χριστόδουλο Χάλαρη και πεδίο το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, καθώς το σπάνιο ηχόχρωμα της φωνής του προσέλκυσε τον καταξιωμένο καλλιτέχνη. Η σύνδεση του ποντίου αοιδού με τη μουσική πραγμάτωση όπως την οραματίστηκε ο Χάλαρης δημιούργησε μια πανδαισία ήχων, μια γοητεία χρωμάτων, μια σύνθεση που γητεύει το νου και ταξιδεύει την ψυχή σε κόσμους όπου κυριαρχεί η γαλήνη της αυτοπραγμάτωσης.
Πέρα όμως από τη σχέση με τον Χάλαρη θα πρέπει να μας απασχολήσουν και άλλοι σταθμοί της αισθητικής μουσικής πορείας του δικού μας Χρύσανθου. Σταθμοί που καθιστούν το νου εκστατικό και μας επιτρέπουν να πούμε για τη δική του εμβέλεια και καταξίωση, για τη συμβολή του στην εθνική μουσική παράδοση, για το γεφύρωμα των αντιθέσεων και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Γιατί ο Χρύσανθος συνεργάστηκε με καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Ξυλούρη, φέρνοντας κοντά δύο μεγάλα ρεύματα της καλλιτεχνικής παράδοσης, εκείνο της Κρήτης και εκείνο του Πόντου. Η ελληνική μούσα μέσα από το πάντρεμα των ρυθμών και τη σύζευξη της μελωδίας οδηγήθηκε στο απόγειο της δόξας και της ακμής της. Ενώ η σύζευξη της μελωδίας του με εκείνη της Μαρίζας Κωχ πρόσφερε μια γέφυρα ανάμεσα στο Αιγαίο και στον Πόντο, έδεσε την ψυχή του νησιώτη με την ψυχή της Ρωμιοσύνης.
Ακόμα και σήμερα, επτά χρόνια μετά το ταξίδι του στη γειτονιά των αγγέλων το νιώθομε, ο Χρύσανθος δεν πέθανε, κοιμάται μέσα μας, είναι αυτός που χρωματίζει τα όνειρά μας, αυτός που τραγουδά τη σκέψη μας και μας θυμίζει ότι αυτόν τον καιρό που έχομε πια κερδίσει για το ήθος και την εργατικότητά μας την κοινωνική καταξίωση και την αποδοχή της πλειοψηφίας των συνελλήνων είναι καιρός να απαιτήσομε την ανάδειξη και αξιοποίηση και προστασία της ανεκτίμητης περιουσίας μας που δεν είναι άλλη από την ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Ας κλείσομε τα μάτια και ας βυθιστούμε στον αισθαντικό κόσμο του Χρύσανθου. Ας δούμε με τα μάτια της δικής του ψυχής το μακρινό τοπίο του Καρς, που το πατάν αλλόφυλοι. Ας αφουγκραστούμε μέσα από την πανδαισία των μουσικών του περιηγήσεων τους καημούς των απλών καθημερινών ανθρώπων, των πατεράδων, των παππούδων, που μας κληροδότησαν το όνειρο της πατρίδας. Κι ας ερμηνεύσουμε τις νότες αυτές ως κραυγή του μεγάλου τραγουδιστή που αναρωτιέται μέσα από το φως της μουσικής του: Ως πότε ο σπόρος της ελπίδας θα ανέχεται τις λευκές σελίδες της ιστορίας;
Σήμερα που έχομε συνθλίβει μέσα στις στείρες βιοτικές μας μέριμνες, σήμερα που η καθημερινότητα πολεμά την αλήθεια της ιστορίας, και ο Ελληνισμός αναζητά τη δική του ταυτότητα μέσα σε ένα ισοπεδωτικό πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα που συνθλίβει την σκέψη και υποτάσσει τις όποιες ιδιαιτερότητες σε δεδομένα σχήματα και εθνικιστικές σκοπιμότητες, το αθάνατο τραγούδι του Χρύσανθου αποτελεί για όλους μας μια όαση ελπίδας, ένα φυτώριο προσδοκιών. Η συγκινητική συνειδησιακή αφύπνιση του ποντιακού στοιχείου είναι προϊόν της μουσικής του, αφού αυτή θα σημάνει το νικητήριο σάλπισμα. Ένα σάλπισμα που θα αποτελέσει ιστορική παρακαταθήκη για όλους τους πόντιους. Σάλπισμα αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού. Και ο Χρύσανθος θα βρίσκεται τότε στη θέση του Τυρταίου της ποντιακής μας παράδοσης.
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας