Μόλις κέρδισε ένα σημαντικό βραβείο για τα αμερικανικά γράμματα: ο 37χρονος Έλληνας ποιητής Στέφανος Παπαδόπουλος, που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ, βραβεύτηκε με το Jeanette Haien Ballard Writer’s Prize, που συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο ύψους 25.000 δολαρίων. Έχει τρία βιβλία ποίησης στο ενεργητικό του – το τελευταίο, «The Black Sea» (εκδ. Sheep Meadow Press), ελληνιστί «Η Μαύρη Θάλασσα» καταπιάνεται με τις δοκιμασίες των προγόνων του, των Ποντίων της Μαύρης Θάλασσας και της Μικρασίας – και άλλες διεθνείς διακρίσεις, καθώς και μετάφραση ποιημάτων του Νομπελίστα Ντέρεκ Γουόλκοτ στα ελληνικά, ενώ «Η Μαύρη Θάλασσα» μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και αναζητά εκδότη.
Ήταν έκπληξη για εσάς όταν μάθατε πως κερδίσατε το βραβείο;
Οπωσδήποτε, σαν από μηχανής θεός. Είναι ένα βραβείο για το οποίο ούτε ήξερα ούτε είχα κάνει αίτηση. Η ποίηση είναι μοναχική τέχνη. Δουλεύεις μόνος, για πολύ καιρό, και με το πέρασμα του χρόνου αποκτάς ανοσία στην απόρριψη που δέχεσαι. Συνηθίζεις στο γεγονός ότι η ποίηση δεν είναι αληθινή δουλειά και κανείς δεν σου ζήτησε να την κάνεις. Στις καλές τέχνες, οι άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν κατά κανόνα τιμωρούνται γι’ αυτό από την κοινωνία με το να μην πληρώνονται. Στις ΗΠΑ, συγγραφείς σαν εμένα που δεν είναι κομμάτι του πανεπιστημιακού συστήματος βρίσκονται κάπως στο περιθώριο και δυσκολεύονται να παραμείνουν εντός της «λογοτεχνικής σκηνής». Τελικά, ήταν όλα για καλό. Αυτή την αναπάντεχη βράβευση την εκτίμησα – και με ενθάρρυνε – διπλά.
Με ποια θέματα καταπιάνεστε στην ποίησή σας;
Με ό,τι καταπιάνονται συνήθως οι ποιητές. Είναι λίγες οι βασικές θεματικές στην ποίηση – έρωτας, θάνατος, επιθυμία, φύση κ.ο.κ. Τα υπόλοιπα είναι παραλλαγές αυτών των θεμάτων. Η τελευταία μου ποιητική συλλογή, «Η Μαύρη Θάλασσα», εστιάζει αποκλειστικά στους Ποντίους της Μαύρης Θάλασσας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι ένα βιβλίο διαφορετικό από τα προηγούμενά μου, ένα βιβλίο με «σονέτα» που εξερευνά τα όσα υπέφεραν οι πρόγονοί μου. Ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου γεννήθηκε στη Σαμψούντα και μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για τις δοκιμασίες των Ποντίων. Ο πατέρας μου (NONDA 1922-2005), που ήταν από τους λίγους Έλληνες καλλιτέχνες που έκαναν καριέρα στο μεταπολεμικό Παρίσι, ποτέ δεν ξέχασε την ποντιακή του ταυτότητα. Με ενθουσίασε η ιδέα της «κληρονομημένης μνήμης» και αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που με συνέδεε τόσο ισχυρά με μέρη και ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισα. Έτσι ξεκίνησα να γράφω ποιήματα που φαντάζονταν «φωνές» από το παρελθόν να αφηγούνται τις ιστορίες τους, όλα μέσα στο πλαίσιο της φρίκης που ακολούθησε μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης. Τότε, μη έχοντας μια καθαρή εικόνα του πώς έμοιαζε το τοπίο και νιώθοντας ψεύτης, πήρα τη μηχανή μου, ξεκίνησα από την Αθήνα και διέσχισα όλη την Ανατολία και τη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Εξερεύνησα παλιά ελληνικά χωριά, τη γενέτειρα του παππού μου, τα βουνά, την ακτή. Απλά έβλεπα και άκουγα. Καμιά φορά ένιωθα πως η ποίηση είναι ο τρόπος μου για να διατηρώ την παιδική μου ηλικία, να διατηρώ εκείνες τις μνήμες χωρίς την παραλυτική επίδραση της νοσταλγίας.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα ποιητή να ξεχωρίσει στην παγκόσμια σκηνή;
Αυτό που είναι δύσκολο είναι να γράψει κανείς καλά ποιήματα. Το να ξεχωρίσει κανείς διεθνώς μπορεί ή μπορεί να μη συμβεί, αλλά δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός για έναν ποιητή αν θέλει να διατηρήσει, μερικώς έστω, την καλλιτεχνική του ακεραιότητα. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα αφήσεις στη μοίρα. Τα ποιήματα και τα βιβλία μου δεν εκδόθηκαν εύκολα στις ΗΠΑ επειδή το στυλ μου δεν ανήκει στην αμερικανική ποίηση του συρμού. Ήμουν τυχερός που εκδόθηκε, κάτι που γίνεται ολοένα πιο δύσκολο σε μια σκηνή στην οποία οι συγγραφείς έχουν γίνει περισσότεροι από τους αναγνώστες. Αν συνεχίσεις όμως να προσπαθείς, θα τα καταφέρεις. Νομίζω πως οι νέοι Αμερικανοί ποιητές σκέφτονται υπερβολικά την καριέρα τους, νομίζουν πως ένα μεταπτυχιακό στην ποίηση είναι σαν πτυχίο της Νομικής. Μου είχαν πει ποιητές πως δεν έβρισκαν τη «Μαύρη Θάλασσα» ένα «αμερικανικό» βιβλίο και πως θα δυσκολευόμουν να βρω Αμερικανό εκδότη, και είχαν δίκιο, αλλά στο τέλος η ελληνικότητά του νομίζω πως συνετέλεσε στη βράβευσή μου. Στις αναγνώσεις έβλεπα το αμερικανικό κοινό να ενθουσιάζεται με την ελληνικότητα του βιβλίου και με την ιστορία που πολλοί αγνοούσαν. Ο κόσμος γίνεται σταδιακά ένα μικρότερο μέρος. Η Νέα Υόρκη και το Παρίσι δεν αποτελούν πια προϋποθέσεις για καλλιτεχνική καριέρα. Θολώνουν τα όρια ανάμεσα στις εθνικότητες, τα έθνη και τις ταυτότητες. Μπορείς να ζεις στη μέση του πουθενά (όπως κάνω τώρα), να γράφεις ποιήματα για το Τιμπουκτού και ταυτόχρονα να έχεις επικοινωνία με έναν εκδότη περιοδικού ποίησης στη Βραζιλία. Για μένα αυτό είναι πρόοδος.
Ήταν έκπληξη για εσάς όταν μάθατε πως κερδίσατε το βραβείο;
Οπωσδήποτε, σαν από μηχανής θεός. Είναι ένα βραβείο για το οποίο ούτε ήξερα ούτε είχα κάνει αίτηση. Η ποίηση είναι μοναχική τέχνη. Δουλεύεις μόνος, για πολύ καιρό, και με το πέρασμα του χρόνου αποκτάς ανοσία στην απόρριψη που δέχεσαι. Συνηθίζεις στο γεγονός ότι η ποίηση δεν είναι αληθινή δουλειά και κανείς δεν σου ζήτησε να την κάνεις. Στις καλές τέχνες, οι άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν κατά κανόνα τιμωρούνται γι’ αυτό από την κοινωνία με το να μην πληρώνονται. Στις ΗΠΑ, συγγραφείς σαν εμένα που δεν είναι κομμάτι του πανεπιστημιακού συστήματος βρίσκονται κάπως στο περιθώριο και δυσκολεύονται να παραμείνουν εντός της «λογοτεχνικής σκηνής». Τελικά, ήταν όλα για καλό. Αυτή την αναπάντεχη βράβευση την εκτίμησα – και με ενθάρρυνε – διπλά.
Με ποια θέματα καταπιάνεστε στην ποίησή σας;
Με ό,τι καταπιάνονται συνήθως οι ποιητές. Είναι λίγες οι βασικές θεματικές στην ποίηση – έρωτας, θάνατος, επιθυμία, φύση κ.ο.κ. Τα υπόλοιπα είναι παραλλαγές αυτών των θεμάτων. Η τελευταία μου ποιητική συλλογή, «Η Μαύρη Θάλασσα», εστιάζει αποκλειστικά στους Ποντίους της Μαύρης Θάλασσας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι ένα βιβλίο διαφορετικό από τα προηγούμενά μου, ένα βιβλίο με «σονέτα» που εξερευνά τα όσα υπέφεραν οι πρόγονοί μου. Ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου γεννήθηκε στη Σαμψούντα και μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για τις δοκιμασίες των Ποντίων. Ο πατέρας μου (NONDA 1922-2005), που ήταν από τους λίγους Έλληνες καλλιτέχνες που έκαναν καριέρα στο μεταπολεμικό Παρίσι, ποτέ δεν ξέχασε την ποντιακή του ταυτότητα. Με ενθουσίασε η ιδέα της «κληρονομημένης μνήμης» και αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που με συνέδεε τόσο ισχυρά με μέρη και ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισα. Έτσι ξεκίνησα να γράφω ποιήματα που φαντάζονταν «φωνές» από το παρελθόν να αφηγούνται τις ιστορίες τους, όλα μέσα στο πλαίσιο της φρίκης που ακολούθησε μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης. Τότε, μη έχοντας μια καθαρή εικόνα του πώς έμοιαζε το τοπίο και νιώθοντας ψεύτης, πήρα τη μηχανή μου, ξεκίνησα από την Αθήνα και διέσχισα όλη την Ανατολία και τη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Εξερεύνησα παλιά ελληνικά χωριά, τη γενέτειρα του παππού μου, τα βουνά, την ακτή. Απλά έβλεπα και άκουγα. Καμιά φορά ένιωθα πως η ποίηση είναι ο τρόπος μου για να διατηρώ την παιδική μου ηλικία, να διατηρώ εκείνες τις μνήμες χωρίς την παραλυτική επίδραση της νοσταλγίας.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα ποιητή να ξεχωρίσει στην παγκόσμια σκηνή;
Αυτό που είναι δύσκολο είναι να γράψει κανείς καλά ποιήματα. Το να ξεχωρίσει κανείς διεθνώς μπορεί ή μπορεί να μη συμβεί, αλλά δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός για έναν ποιητή αν θέλει να διατηρήσει, μερικώς έστω, την καλλιτεχνική του ακεραιότητα. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα αφήσεις στη μοίρα. Τα ποιήματα και τα βιβλία μου δεν εκδόθηκαν εύκολα στις ΗΠΑ επειδή το στυλ μου δεν ανήκει στην αμερικανική ποίηση του συρμού. Ήμουν τυχερός που εκδόθηκε, κάτι που γίνεται ολοένα πιο δύσκολο σε μια σκηνή στην οποία οι συγγραφείς έχουν γίνει περισσότεροι από τους αναγνώστες. Αν συνεχίσεις όμως να προσπαθείς, θα τα καταφέρεις. Νομίζω πως οι νέοι Αμερικανοί ποιητές σκέφτονται υπερβολικά την καριέρα τους, νομίζουν πως ένα μεταπτυχιακό στην ποίηση είναι σαν πτυχίο της Νομικής. Μου είχαν πει ποιητές πως δεν έβρισκαν τη «Μαύρη Θάλασσα» ένα «αμερικανικό» βιβλίο και πως θα δυσκολευόμουν να βρω Αμερικανό εκδότη, και είχαν δίκιο, αλλά στο τέλος η ελληνικότητά του νομίζω πως συνετέλεσε στη βράβευσή μου. Στις αναγνώσεις έβλεπα το αμερικανικό κοινό να ενθουσιάζεται με την ελληνικότητα του βιβλίου και με την ιστορία που πολλοί αγνοούσαν. Ο κόσμος γίνεται σταδιακά ένα μικρότερο μέρος. Η Νέα Υόρκη και το Παρίσι δεν αποτελούν πια προϋποθέσεις για καλλιτεχνική καριέρα. Θολώνουν τα όρια ανάμεσα στις εθνικότητες, τα έθνη και τις ταυτότητες. Μπορείς να ζεις στη μέση του πουθενά (όπως κάνω τώρα), να γράφεις ποιήματα για το Τιμπουκτού και ταυτόχρονα να έχεις επικοινωνία με έναν εκδότη περιοδικού ποίησης στη Βραζιλία. Για μένα αυτό είναι πρόοδος.
Διαβάζω πως γεννηθήκατε στις ΗΠΑ – έχετε μείνει καθόλου στην Ελλάδα;
Η μάνα μου είναι Αμερικανίδα. Γεννήθηκα στη Βόρεια Καρολίνα, αλλά φύγαμε μετά από μερικές εβδομάδες για τη Γαλλία. Πέρασα τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου στο Παρίσι. Το 1981, μετακομίσαμε στην Ελλάδα, στο πατρικό του πατέρα μου και έζησα μέχρι και τα πανεπιστημιακά μου χρόνια στην Αθήνα. Κατόπιν, έζησα σε διάφορα μέρη στον κόσμο, αλλά πάντοτε περνούσα καιρό στην Ελλάδα. Πλέον μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. Έκανα τη στρατιωτική μου θητεία στην Ελλάδα, η οικογένειά μου ζει στην Ελλάδα και παρά τα ταξίδια μου και τα χρόνια που ζω έξω, παραμένει για εμένα «σπίτι». Το ελληνικό τοπίο μένει μέσα σου, αδύνατον να το ξεχάσεις. Όταν έχεις ζήσει εξίσου σε δύο διαφορετικές κουλτούρες, μερικές φορές νιώθεις πως στέκεσαι απέξω και κοιτάς μέσα από ένα παράθυρο. Υπάρχεις εύκολα και στις δυο διαστάσεις, αλλά με την απόσταση αλλάζει η οπτική σου. Μπορεί να είναι άβολη αίσθηση για κάποιον που θέλει να ανήκει κάπου, αλλά αυτή η οριακή ζώνη είναι καλή για έναν συγγραφέα.
Πώς βλέπετε την κατάσταση στην ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή;
Πρόσφατα έγραψα ένα κομμάτι για την ελληνική ποίηση και την οικονομική κρίση στο Los Angeles Review of Books. Δεν υπάρχει τρόπος να συνοψίσω την πολυπλοκότητα της κατάστασης σε λίγες λέξεις. Σαν Έλληνας, θλίβομαι βαθιά με αυτά που βλέπω να συμβαίνουν, ειδικά με τους νέους που θα κληρονομήσουν όλο αυτό το χάος. Επίσης νιώθω απογοητευμένος και θυμωμένος, όπως όλοι. Αρχικά, ήμουν επικριτικός απέναντι στις αποτυχίες μας, έβλεπα την πατρίδα μου να καταστρέφεται από την «ανάπτυξη», την απληστία, τη διαφθορά και τώρα τον ρατσισμό. Στην Ελλάδα, έχουμε μια παράδοση να καταστρέφουμε τα μεγαλύτερά μας πλεονεκτήματα και τα μεγαλύτερά μας μυαλά. Τώρα, μαζί με την αποτυχία μας να δημιουργήσουμε μια ορθολογική, λειτουργική χώρα, βλέπω την Ελλάδα στο έλεος ενός αρπακτικού τραπεζικού δανεισμού και ενός εξωφρενικού, καφκικού φορολογικού συστήματος που αλλάζει κάθε μέρα. Θεωρώ τους Έλληνες ισχυρό λαό που αψηφά προκλήσεις, αλλά η εργατική και η μεσαία τάξη έχουν σκύψει το κεφάλι και υπομένουν τα χτυπήματα. Νομίζω πως κανείς δεν ξέρει τι να κάνει. Οι μολότοφ και οι απεργίες δεν κάνουν τίποτα εκτός από το να πληγώνουν κι άλλους Έλληνες και να αναστατώνουν τις ήδη λεπτές ισορροπίες. Νομίζω πως μέχρι οι άνθρωποι να αρχίσουν να σκέφτονται ομαδικά και να οργανώνονται και να καθαρίσουν τα κόμματα από όλες τις παλαιοκομματικές αηδίες, δεν έχουμε ελπίδα. Στην Ελλάδα καλώς δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ή αίσθηση ασφάλειας στο σύστημα, αλλά μέχρι αυτό να αλλάξει, τίποτα δεν θα αλλάξει. Αυτή η νοοτροπία «ο καθένας για τον εαυτό του» σκοτώνει τη χώρα. Από την άλλη, η Ελλάδα τελεί υπό «κρίση» για πάνω από 2000 χρόνια, οπότε δεν μου προκαλεί και πολλή έκπληξη ό,τι συμβαίνει.
Σχέδια για το μέλλον, εντός Ελλάδας; Ξέρω πως είχατε μεταφράσει ποιήματα του Ντέρεκ Γουόλκοτ στα ελληνικά με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ («Ποιήματα», εκδ. Καστανιώτης). Σχεδιάζετε να ξαναμεταφράσετε στα ελληνικά ή να εκδώσετε κάτι στη γλώσσα μας;
Έχω πολλούς καλούς φίλους στην Ελλάδα που είναι συγγραφείς και ποιητές. Μετέφρασα τον Γουόλκοτ με την Κατερίνα επειδή είμαι καλός φίλος και με τους δύο. Υπέροχη εμπειρία. Ο Γουόλκοτ υπήρξε φίλος και μέντοράς μου από τότε που ήμουν 19, και το ίδιο συμβαίνει με την Κατερίνα εδώ και 15 χρόνια. Το να μεταφράζεις ποιήματα που αγαπάς με ανθρώπους που αγαπάς είναι μοναδική και αξέχαστη εμπειρία. Έχω μια καλύτερη αίσθηση της ποίησης του Γουόλκοτ στα αγγλικά και η Κατερίνα προφανώς καλύτερη αίσθηση της μεταφοράς τους στην ελληνική, έτσι το κάναμε μαζί, στίχο-στίχο, καθισμένοι στο τραπέζι της στην Αθήνα ή την Αίγινα, με μπόλικο γέλιο και κρύα μπίρα. Η Κατερίνα κι εγώ συνεργαστήκαμε μαζί πολλές φορές και αποτελεί τεράστια επίδραση και αγαπημένο άτομο στη ζωή μου. Δεν έχω εκδώσει μέχρι στιγμής βιβλίο στην Ελλάδα, αλλά η Κατερίνα μόλις ολοκλήρωσε τη μετάφραση της «Μαύρης Θάλασσας» στα ελληνικά και ελπίζω να βρω εκδότη. Αποσπάσματα από το βιβλίο δημοσιεύτηκαν πρόσφατα από τον Χάρη Βλαβιανό στο περιοδικό «Ποιητική». Εργάζομαι επίσης πάνω σε μεταφράσεις του Ρίτσου και του Καρυωτάκη.
Ποιήματά του μεταφρασμένα στα ελληνικά από την Αγγελάκη-Ρουκ μπορείτε να διαβάσετε στο τεύχος 10 (φθινόπωρο-χειμώνας 2013) της «Ποιητικής» και στο περιοδικό «Poema». Επίσημος ιστότοπός του: stephanospapadopoulos.com
Πηγή: Athens Voice
Η μάνα μου είναι Αμερικανίδα. Γεννήθηκα στη Βόρεια Καρολίνα, αλλά φύγαμε μετά από μερικές εβδομάδες για τη Γαλλία. Πέρασα τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου στο Παρίσι. Το 1981, μετακομίσαμε στην Ελλάδα, στο πατρικό του πατέρα μου και έζησα μέχρι και τα πανεπιστημιακά μου χρόνια στην Αθήνα. Κατόπιν, έζησα σε διάφορα μέρη στον κόσμο, αλλά πάντοτε περνούσα καιρό στην Ελλάδα. Πλέον μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. Έκανα τη στρατιωτική μου θητεία στην Ελλάδα, η οικογένειά μου ζει στην Ελλάδα και παρά τα ταξίδια μου και τα χρόνια που ζω έξω, παραμένει για εμένα «σπίτι». Το ελληνικό τοπίο μένει μέσα σου, αδύνατον να το ξεχάσεις. Όταν έχεις ζήσει εξίσου σε δύο διαφορετικές κουλτούρες, μερικές φορές νιώθεις πως στέκεσαι απέξω και κοιτάς μέσα από ένα παράθυρο. Υπάρχεις εύκολα και στις δυο διαστάσεις, αλλά με την απόσταση αλλάζει η οπτική σου. Μπορεί να είναι άβολη αίσθηση για κάποιον που θέλει να ανήκει κάπου, αλλά αυτή η οριακή ζώνη είναι καλή για έναν συγγραφέα.
Πώς βλέπετε την κατάσταση στην ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή;
Πρόσφατα έγραψα ένα κομμάτι για την ελληνική ποίηση και την οικονομική κρίση στο Los Angeles Review of Books. Δεν υπάρχει τρόπος να συνοψίσω την πολυπλοκότητα της κατάστασης σε λίγες λέξεις. Σαν Έλληνας, θλίβομαι βαθιά με αυτά που βλέπω να συμβαίνουν, ειδικά με τους νέους που θα κληρονομήσουν όλο αυτό το χάος. Επίσης νιώθω απογοητευμένος και θυμωμένος, όπως όλοι. Αρχικά, ήμουν επικριτικός απέναντι στις αποτυχίες μας, έβλεπα την πατρίδα μου να καταστρέφεται από την «ανάπτυξη», την απληστία, τη διαφθορά και τώρα τον ρατσισμό. Στην Ελλάδα, έχουμε μια παράδοση να καταστρέφουμε τα μεγαλύτερά μας πλεονεκτήματα και τα μεγαλύτερά μας μυαλά. Τώρα, μαζί με την αποτυχία μας να δημιουργήσουμε μια ορθολογική, λειτουργική χώρα, βλέπω την Ελλάδα στο έλεος ενός αρπακτικού τραπεζικού δανεισμού και ενός εξωφρενικού, καφκικού φορολογικού συστήματος που αλλάζει κάθε μέρα. Θεωρώ τους Έλληνες ισχυρό λαό που αψηφά προκλήσεις, αλλά η εργατική και η μεσαία τάξη έχουν σκύψει το κεφάλι και υπομένουν τα χτυπήματα. Νομίζω πως κανείς δεν ξέρει τι να κάνει. Οι μολότοφ και οι απεργίες δεν κάνουν τίποτα εκτός από το να πληγώνουν κι άλλους Έλληνες και να αναστατώνουν τις ήδη λεπτές ισορροπίες. Νομίζω πως μέχρι οι άνθρωποι να αρχίσουν να σκέφτονται ομαδικά και να οργανώνονται και να καθαρίσουν τα κόμματα από όλες τις παλαιοκομματικές αηδίες, δεν έχουμε ελπίδα. Στην Ελλάδα καλώς δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ή αίσθηση ασφάλειας στο σύστημα, αλλά μέχρι αυτό να αλλάξει, τίποτα δεν θα αλλάξει. Αυτή η νοοτροπία «ο καθένας για τον εαυτό του» σκοτώνει τη χώρα. Από την άλλη, η Ελλάδα τελεί υπό «κρίση» για πάνω από 2000 χρόνια, οπότε δεν μου προκαλεί και πολλή έκπληξη ό,τι συμβαίνει.
Σχέδια για το μέλλον, εντός Ελλάδας; Ξέρω πως είχατε μεταφράσει ποιήματα του Ντέρεκ Γουόλκοτ στα ελληνικά με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ («Ποιήματα», εκδ. Καστανιώτης). Σχεδιάζετε να ξαναμεταφράσετε στα ελληνικά ή να εκδώσετε κάτι στη γλώσσα μας;
Έχω πολλούς καλούς φίλους στην Ελλάδα που είναι συγγραφείς και ποιητές. Μετέφρασα τον Γουόλκοτ με την Κατερίνα επειδή είμαι καλός φίλος και με τους δύο. Υπέροχη εμπειρία. Ο Γουόλκοτ υπήρξε φίλος και μέντοράς μου από τότε που ήμουν 19, και το ίδιο συμβαίνει με την Κατερίνα εδώ και 15 χρόνια. Το να μεταφράζεις ποιήματα που αγαπάς με ανθρώπους που αγαπάς είναι μοναδική και αξέχαστη εμπειρία. Έχω μια καλύτερη αίσθηση της ποίησης του Γουόλκοτ στα αγγλικά και η Κατερίνα προφανώς καλύτερη αίσθηση της μεταφοράς τους στην ελληνική, έτσι το κάναμε μαζί, στίχο-στίχο, καθισμένοι στο τραπέζι της στην Αθήνα ή την Αίγινα, με μπόλικο γέλιο και κρύα μπίρα. Η Κατερίνα κι εγώ συνεργαστήκαμε μαζί πολλές φορές και αποτελεί τεράστια επίδραση και αγαπημένο άτομο στη ζωή μου. Δεν έχω εκδώσει μέχρι στιγμής βιβλίο στην Ελλάδα, αλλά η Κατερίνα μόλις ολοκλήρωσε τη μετάφραση της «Μαύρης Θάλασσας» στα ελληνικά και ελπίζω να βρω εκδότη. Αποσπάσματα από το βιβλίο δημοσιεύτηκαν πρόσφατα από τον Χάρη Βλαβιανό στο περιοδικό «Ποιητική». Εργάζομαι επίσης πάνω σε μεταφράσεις του Ρίτσου και του Καρυωτάκη.
Ποιήματά του μεταφρασμένα στα ελληνικά από την Αγγελάκη-Ρουκ μπορείτε να διαβάσετε στο τεύχος 10 (φθινόπωρο-χειμώνας 2013) της «Ποιητικής» και στο περιοδικό «Poema». Επίσημος ιστότοπός του: stephanospapadopoulos.com
Πηγή: Athens Voice