Τη Τσορμική τα ταφία, 1909 |
Οι προληπτικοί και δεισιδαίμονες κάτοικοι του Τσορμίκ θεωρούσαν ότι τα κρωξίματα της κουκουβάγιας χούχουρος, του κόρακα κορώνα, το ούρλιαγμα του σκύλου γούρνεμαν, το λάλημα της κότας σαν του κόκορα, προμήνυαν ότι θα γίνει κάτι κακό. Προπάντων όταν στο χωριό υπήρχε κάποιος άρρωστος συνήθιζαν να λένε ότι, θανατικά λαλεί, οσήμερον κάποιος θ’ αποθάν. Για να διώξουν το κακό, την κότα την έσφαζαν, ενώ τα άλλα τα ζώα τα έδιωχναν με εκφράσεις όπως όστ νιαλιάτ, οφύγον άκλερον!
Ακόμα αν έβλεπαν κανένα όνειρο προσπαθούσαν να το συνδυάσουν με την κατάσταση του αρρώστου. Όταν ο άρρωστος εψύλλιζεν το γεργάν ατ’, καθώς και όταν βελτιωνόταν προσωρινά η κατάστασή του έτρωγε και έπινε νερό, έλεγαν ότι ο θάνατος ήταν πια κοντά.
Ο άρρωστος καλούσε τους σπιτικούς και έδινε τις τελευταίες συμβουλές. Εκείνοι του φιλούσαν το χέρι και έπαιρναν την ευχή του. Αν είχε διαφορές με κάποιον ή αν ήταν μαλωμένος, τον καλούσε για να συγχωρεθούν. Και εκείνοι προσέρχονταν γιατί θεωρούνταν αντιχριστιανικό και απάνθρωπο να αρνηθεί κανείς τη συγχώρεση στον άνθρωπο που ψυχομαχούσε, ψυχομάσεμαν. Εσχώρα με κι ο Θεόν θα σχωρά σε, ήταν η σχετική έκφραση.
Όταν οι οσπιτιανοί καταλάβαιναν ότι ο άρρωστος θα πέθαινε, καλούσαν τον παπά να τον κοινωνήσει. Αν δεν πρόφταναν, τον καλούσαν κατά το ψυχομάχημα, τότε ο παπάς πήγαινε μόνος και αμίλητος. Αν έλειπε ο παπάς, στον ετοιμοθάνατο έδιναν να πιεί από τον αγιασμό των Φώτων που φύλαγαν στο εικονοστάσι. Έλεγαν ότι ο άρρωστος έβλεπε τον άγγελό του ή το χάρο, ακόμη και άλλους πεθαμένους συγγενείς του, τότε αυτός επαραλάλνεν, βρίσκονταν δηλαδή σε παραλήρημα.
Όταν κάποιος είχε καλή ψυχή, έδινε την ψυχή του όπως το πουλί, γρήγορα δηλαδή (βλέπε την έκφραση σαν πουλάκι βγήκε η ψυχή του).
Αν το ψυχομάχημα διαρκούσε πολύ έλεγαν κ’ εγβαίν η ψύατ’, και το απέδιδαν στα εξής είτε ότι είχε κατάρα από κάποιο από τους γονείς του είτε ότι συνήθιζε στη ζωή του να βγάζει αυθαίρετα τα συνόρια (τις πέτρες που χρησιμοποιούνταν ως ορόσημα στα κτήματα) είτε ότι περίμενε ξενιτεμένο, στην περίπτωση αυτή τοποθετούσαν απάνω στον άρρωστο τη φωτογραφία του ξενιτεμένου, ή κανένα ρούχο του για να μην πεθάνει αρωθυμιαγμένος. Συνέβαινε επίσης πολλές φορές ο μελλοθάνατος να αχπαράεται από ένα ξαφνικό θόρυβο, οπότε ήταν αναπόφευκτο, όπως πίστευαν, να πεθάνει ακριβώς την ίδια ώρα της επόμενης ημέρας. Και αυτό γιατί οι απλοϊκοί κάτοικοι του Τσορμίκ πίστευαν ότι για καθένα η ώρα του θανάτου του είναι συγκεκριμένη. Για το λόγο αυτό κατά την ώρα του ψυχομαχήματος οι σπιτικοί κάνανε απόλυτη ησυχία για να μην αχπαράεται ο μελλοθάνατος και για να εβγαίν η ψύατ’ ήσυχα!
Όταν η αρρώστια συνοδευόταν από πόνους, για να γλυτώσει από τα βάσανα, παρακαλούσαν την Παναγία, το Χριστό, τους Αγίους. Παναΐα μ’ έπαρτον κι ας γλυτών. Όταν όμως ο άρρωστος είχε τις αισθήσεις του και υπόφερε, παρακαλούσε ο ίδιος εχάθεν το τιαφτιάρι μ’, έπαρ’ με κι ας γλυτώνω, ντο τσατίνια εβγαίν η ψύ.
Όταν πέθαινε κανείς έλεγαν, επέθανεν, ετελείωσεν, εγλύτωσεν, εφέκε μας ύαν, εδέβεν πλαν. Άλλοι δε για αυτούς κυρίως που βρίσκονταν σε μεγάλη ηλικία έλεγαν αστειευόμενοι κατά κάποιο τρόπο, ετσαμούρωσεν.
Τον επιθανάτιο ρόγχο του μελλοθάνατου τον έλεγαν χουρχούρισμα ενώ όταν ξεψυχούσε έλεγαν έχασεν κ’ εσπάλτσεν δηλαδή ανοιγόκλεισε το στόμα του.
Με το που ξεψυχούσε ο άνθρωπος, οι συγγενείς αλλά και οι παρευρισκόμενοι έβγαζαν σπαρακτικές φωνές, που διέδιδαν τη θλιβερή είδηση στο χωριό σχεδόν αστραπιαία. Αν ήταν παρόν κανείς ξένος στο σπίτι ή πήγαινε ο ίδιος να χτυπήσει την καμπάνα της εκκλησίας θανατικά, ή έστελνε κάποιο μεγάλο παιδί. Τότε όλοι οι γείτονες, σχεδόν όλο το χωριό αλλά και γνωστοί από παρακείμενα χωριά, παρατούσαν αμέσως την εργασία τους και έτρεχαν ρωτώντας ποιος πέθανε π.χ. Ποίος επέθανεν ... τη Γιοσμά ο Γερίκας ... να ηλί εμέν!
Η πρώτη φροντίδα στον πεθαμένο ήταν να του κλείσουν τα μάτια να καλυμπών ατόν και το στόμα, να τον τεντώσουν όσο ήταν ακόμα ζεστός, να σιάξουν τα πόδια του, να σταυρώνε τα σέρια τ’, να τον γυρίσουν προς την ανατολή. Επίσης του δέναν τα χέρια και τα πόδια μ’ ένα κομμάτι ύφασμα ραφίδ. Αυτά όλα τα έκαναν οι γείτονες ή κάποια άτομα του χωριού που ήταν εξοικειωμένα με το θάνατο. Έπειτα έπλυναν με βρεμένο πανί το νεκρό εσίλευαν ατόν, ή τον έλουζαν ολόκληρο και τον ξύριζαν (αν ήταν άντρας), τον έντυναν καθαρά ή καινούρια ρούχα αν είχε και τον σαβάνωναν με πανί χωρίς να μεταχειριστούν ψαλίδι.
Σε αντίθεση με τους λαϊκούς τους παπάδες τους έλουζαν και τους έντυναν παπάδες, τους έθαβαν δε καθιστούς συνήθως πίσω από το ιερό του Ναού στον οποίο ιερουργούσαν.
Αν ο πεθαμένος ήταν νέος, νιόγαμπρος ή νιόνυφη, προσπαθούσαν τα ρούχα που του φορούσαν να είναι καλύτερα. Όλα τα παραπάνω εξαρτιόνταν πάντοτε από την οικονομική κατάσταση του νεκρού και την προθυμία των οικείων του να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους, όπως έλεγαν.
Το πρόσωπο του πεθαμένου κατά τη διάρκεια της ημέρας το άφηναν ακάλυπτο, εκτός και αν είχε παραμορφώσεις (π.χ. από βίαιο θάνατο) που μπορούσαν να προκαλέσουν τρόμο, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας το κάλυπταν μ’ ένα μαντήλι.
Επίσης συνηθίζονταν για να μην μελανιάσει το πρόσωπο του νεκρού, "για να μην μαυρύν ο πρόσωπός ατ" το μαντήλι που του έριχναν στο πρόσωπο να είναι εμποτισμένο σε ρακί.
Τον τοποθετούσαν στη μέση του σπιτιού σο μεσοχάμ, με προσανατολισμό πάντοτε προς την ανατολή, απάνω σε ένα στρώμα στην αρχή (στα Σαντέϊκα χωριά της Γεωργίας το στρώμα αυτό το έλεγαν κουσιέτκα), ωσότου να ετοιμασθεί η κασέλα, το φέρετρο δηλαδή. Το φέρετρο το έφτιαχναν άνθρωποι του χωριού που καταγίνονταν με ξυλουργικές εργασίες ή που απλώς έπιαναν όπως έλεγαν τα χέρια τους. Όλοι όσοι είχαν κατάλληλη ξυλεία κιαριαστιάν, λείες σανίδες κλπ προσέφεραν για την κατασκευή της κασέλας γιατί το θεωρούσαν κοινωνικό καθήκον και ιερό χρέος.
Αν ο πεθαμένος είχε καινούρια παπούτσια ή αν έβρισκαν στα μαγαζιά παντόφλες, του φορούσαν αλλιώς του φορούσαν μόνο καινούρια ορτάρια .
Πίσω στο κεφάλι του νεκρού τοποθετούσαν καντήλα ή ένα αναμμένο κερί, στο στήθος του δε τοποθετούσαν πάντοτε εικόνα.
Οι εκδηλώσεις του πένθους γίνονταν υπέρ το μέτρο. Οι γυναίκες ξέπλεκαν τα μαλλιά τους τα τραβούσαν και τα ξερίζωναν εσύρναν τα μαλλία τουν. Χτυπούσαν τα γόνατα τους, το στήθος, σπάραζαν τα μάγουλα, ξέσχιζαν τα ρούχα τους, κυλιόνταν κατά γης, έκλαιγαν και εταπουρίουσαν πολύ συχνά δε λιποθυμούσαν ελιγούσαν.
Ρίζα μ’, πουλίμ’, γιαβρί μ’, τιαμιάλι μ’, άστρεμ’ ήταν κάποιες από τις συνηθισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες σκύβοντας επάνω από το φέρετρο.
Και λέμε οι γυναίκες γιατί αυτές κυρίως ήταν που βρίσκονταν δίπλα στο νεκρό ξημερώνοντάς τον με τα μοιρολόγια τους, την ίδια ώρα οι άντρες βρίσκονταν είτε σε παρακείμενο δωμάτιο είτε έξω από την οικία του πεθαμένου.
Τη νύχτα ολύχτα πολλές φορές στον πεθαμένο κοντά κάθονταν και οι άντρες δίνοντας κατά τον τρόπο αυτό την ευκαιρία στις γυναίκες να ξεκουραστούν. Ποτέ όμως δεν άφηναν μόνο τον πεθαμένο ούτε για μια στιγμή!
Το ξημέρωμα του πεθαμένου το έλεγαν μόναγμαν ενώ την κηδεία και τον πεθαμένο τα έλεγαν γενικά λείψανον. Συνηθισμένες ήταν οι εκφράσεις, μονάζνε τον αποθαμένον, θα πάμε σο λείψανον, θα σκώνε το λείψανον.
Ακόμα αν έβλεπαν κανένα όνειρο προσπαθούσαν να το συνδυάσουν με την κατάσταση του αρρώστου. Όταν ο άρρωστος εψύλλιζεν το γεργάν ατ’, καθώς και όταν βελτιωνόταν προσωρινά η κατάστασή του έτρωγε και έπινε νερό, έλεγαν ότι ο θάνατος ήταν πια κοντά.
Ο άρρωστος καλούσε τους σπιτικούς και έδινε τις τελευταίες συμβουλές. Εκείνοι του φιλούσαν το χέρι και έπαιρναν την ευχή του. Αν είχε διαφορές με κάποιον ή αν ήταν μαλωμένος, τον καλούσε για να συγχωρεθούν. Και εκείνοι προσέρχονταν γιατί θεωρούνταν αντιχριστιανικό και απάνθρωπο να αρνηθεί κανείς τη συγχώρεση στον άνθρωπο που ψυχομαχούσε, ψυχομάσεμαν. Εσχώρα με κι ο Θεόν θα σχωρά σε, ήταν η σχετική έκφραση.
Όταν οι οσπιτιανοί καταλάβαιναν ότι ο άρρωστος θα πέθαινε, καλούσαν τον παπά να τον κοινωνήσει. Αν δεν πρόφταναν, τον καλούσαν κατά το ψυχομάχημα, τότε ο παπάς πήγαινε μόνος και αμίλητος. Αν έλειπε ο παπάς, στον ετοιμοθάνατο έδιναν να πιεί από τον αγιασμό των Φώτων που φύλαγαν στο εικονοστάσι. Έλεγαν ότι ο άρρωστος έβλεπε τον άγγελό του ή το χάρο, ακόμη και άλλους πεθαμένους συγγενείς του, τότε αυτός επαραλάλνεν, βρίσκονταν δηλαδή σε παραλήρημα.
Όταν κάποιος είχε καλή ψυχή, έδινε την ψυχή του όπως το πουλί, γρήγορα δηλαδή (βλέπε την έκφραση σαν πουλάκι βγήκε η ψυχή του).
Αν το ψυχομάχημα διαρκούσε πολύ έλεγαν κ’ εγβαίν η ψύατ’, και το απέδιδαν στα εξής είτε ότι είχε κατάρα από κάποιο από τους γονείς του είτε ότι συνήθιζε στη ζωή του να βγάζει αυθαίρετα τα συνόρια (τις πέτρες που χρησιμοποιούνταν ως ορόσημα στα κτήματα) είτε ότι περίμενε ξενιτεμένο, στην περίπτωση αυτή τοποθετούσαν απάνω στον άρρωστο τη φωτογραφία του ξενιτεμένου, ή κανένα ρούχο του για να μην πεθάνει αρωθυμιαγμένος. Συνέβαινε επίσης πολλές φορές ο μελλοθάνατος να αχπαράεται από ένα ξαφνικό θόρυβο, οπότε ήταν αναπόφευκτο, όπως πίστευαν, να πεθάνει ακριβώς την ίδια ώρα της επόμενης ημέρας. Και αυτό γιατί οι απλοϊκοί κάτοικοι του Τσορμίκ πίστευαν ότι για καθένα η ώρα του θανάτου του είναι συγκεκριμένη. Για το λόγο αυτό κατά την ώρα του ψυχομαχήματος οι σπιτικοί κάνανε απόλυτη ησυχία για να μην αχπαράεται ο μελλοθάνατος και για να εβγαίν η ψύατ’ ήσυχα!
Όταν η αρρώστια συνοδευόταν από πόνους, για να γλυτώσει από τα βάσανα, παρακαλούσαν την Παναγία, το Χριστό, τους Αγίους. Παναΐα μ’ έπαρτον κι ας γλυτών. Όταν όμως ο άρρωστος είχε τις αισθήσεις του και υπόφερε, παρακαλούσε ο ίδιος εχάθεν το τιαφτιάρι μ’, έπαρ’ με κι ας γλυτώνω, ντο τσατίνια εβγαίν η ψύ.
Όταν πέθαινε κανείς έλεγαν, επέθανεν, ετελείωσεν, εγλύτωσεν, εφέκε μας ύαν, εδέβεν πλαν. Άλλοι δε για αυτούς κυρίως που βρίσκονταν σε μεγάλη ηλικία έλεγαν αστειευόμενοι κατά κάποιο τρόπο, ετσαμούρωσεν.
Τον επιθανάτιο ρόγχο του μελλοθάνατου τον έλεγαν χουρχούρισμα ενώ όταν ξεψυχούσε έλεγαν έχασεν κ’ εσπάλτσεν δηλαδή ανοιγόκλεισε το στόμα του.
Με το που ξεψυχούσε ο άνθρωπος, οι συγγενείς αλλά και οι παρευρισκόμενοι έβγαζαν σπαρακτικές φωνές, που διέδιδαν τη θλιβερή είδηση στο χωριό σχεδόν αστραπιαία. Αν ήταν παρόν κανείς ξένος στο σπίτι ή πήγαινε ο ίδιος να χτυπήσει την καμπάνα της εκκλησίας θανατικά, ή έστελνε κάποιο μεγάλο παιδί. Τότε όλοι οι γείτονες, σχεδόν όλο το χωριό αλλά και γνωστοί από παρακείμενα χωριά, παρατούσαν αμέσως την εργασία τους και έτρεχαν ρωτώντας ποιος πέθανε π.χ. Ποίος επέθανεν ... τη Γιοσμά ο Γερίκας ... να ηλί εμέν!
Η πρώτη φροντίδα στον πεθαμένο ήταν να του κλείσουν τα μάτια να καλυμπών ατόν και το στόμα, να τον τεντώσουν όσο ήταν ακόμα ζεστός, να σιάξουν τα πόδια του, να σταυρώνε τα σέρια τ’, να τον γυρίσουν προς την ανατολή. Επίσης του δέναν τα χέρια και τα πόδια μ’ ένα κομμάτι ύφασμα ραφίδ. Αυτά όλα τα έκαναν οι γείτονες ή κάποια άτομα του χωριού που ήταν εξοικειωμένα με το θάνατο. Έπειτα έπλυναν με βρεμένο πανί το νεκρό εσίλευαν ατόν, ή τον έλουζαν ολόκληρο και τον ξύριζαν (αν ήταν άντρας), τον έντυναν καθαρά ή καινούρια ρούχα αν είχε και τον σαβάνωναν με πανί χωρίς να μεταχειριστούν ψαλίδι.
Σε αντίθεση με τους λαϊκούς τους παπάδες τους έλουζαν και τους έντυναν παπάδες, τους έθαβαν δε καθιστούς συνήθως πίσω από το ιερό του Ναού στον οποίο ιερουργούσαν.
Αν ο πεθαμένος ήταν νέος, νιόγαμπρος ή νιόνυφη, προσπαθούσαν τα ρούχα που του φορούσαν να είναι καλύτερα. Όλα τα παραπάνω εξαρτιόνταν πάντοτε από την οικονομική κατάσταση του νεκρού και την προθυμία των οικείων του να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους, όπως έλεγαν.
Το πρόσωπο του πεθαμένου κατά τη διάρκεια της ημέρας το άφηναν ακάλυπτο, εκτός και αν είχε παραμορφώσεις (π.χ. από βίαιο θάνατο) που μπορούσαν να προκαλέσουν τρόμο, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας το κάλυπταν μ’ ένα μαντήλι.
Επίσης συνηθίζονταν για να μην μελανιάσει το πρόσωπο του νεκρού, "για να μην μαυρύν ο πρόσωπός ατ" το μαντήλι που του έριχναν στο πρόσωπο να είναι εμποτισμένο σε ρακί.
Τον τοποθετούσαν στη μέση του σπιτιού σο μεσοχάμ, με προσανατολισμό πάντοτε προς την ανατολή, απάνω σε ένα στρώμα στην αρχή (στα Σαντέϊκα χωριά της Γεωργίας το στρώμα αυτό το έλεγαν κουσιέτκα), ωσότου να ετοιμασθεί η κασέλα, το φέρετρο δηλαδή. Το φέρετρο το έφτιαχναν άνθρωποι του χωριού που καταγίνονταν με ξυλουργικές εργασίες ή που απλώς έπιαναν όπως έλεγαν τα χέρια τους. Όλοι όσοι είχαν κατάλληλη ξυλεία κιαριαστιάν, λείες σανίδες κλπ προσέφεραν για την κατασκευή της κασέλας γιατί το θεωρούσαν κοινωνικό καθήκον και ιερό χρέος.
Αν ο πεθαμένος είχε καινούρια παπούτσια ή αν έβρισκαν στα μαγαζιά παντόφλες, του φορούσαν αλλιώς του φορούσαν μόνο καινούρια ορτάρια .
Πίσω στο κεφάλι του νεκρού τοποθετούσαν καντήλα ή ένα αναμμένο κερί, στο στήθος του δε τοποθετούσαν πάντοτε εικόνα.
Οι εκδηλώσεις του πένθους γίνονταν υπέρ το μέτρο. Οι γυναίκες ξέπλεκαν τα μαλλιά τους τα τραβούσαν και τα ξερίζωναν εσύρναν τα μαλλία τουν. Χτυπούσαν τα γόνατα τους, το στήθος, σπάραζαν τα μάγουλα, ξέσχιζαν τα ρούχα τους, κυλιόνταν κατά γης, έκλαιγαν και εταπουρίουσαν πολύ συχνά δε λιποθυμούσαν ελιγούσαν.
Ρίζα μ’, πουλίμ’, γιαβρί μ’, τιαμιάλι μ’, άστρεμ’ ήταν κάποιες από τις συνηθισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες σκύβοντας επάνω από το φέρετρο.
Και λέμε οι γυναίκες γιατί αυτές κυρίως ήταν που βρίσκονταν δίπλα στο νεκρό ξημερώνοντάς τον με τα μοιρολόγια τους, την ίδια ώρα οι άντρες βρίσκονταν είτε σε παρακείμενο δωμάτιο είτε έξω από την οικία του πεθαμένου.
Τη νύχτα ολύχτα πολλές φορές στον πεθαμένο κοντά κάθονταν και οι άντρες δίνοντας κατά τον τρόπο αυτό την ευκαιρία στις γυναίκες να ξεκουραστούν. Ποτέ όμως δεν άφηναν μόνο τον πεθαμένο ούτε για μια στιγμή!
Το ξημέρωμα του πεθαμένου το έλεγαν μόναγμαν ενώ την κηδεία και τον πεθαμένο τα έλεγαν γενικά λείψανον. Συνηθισμένες ήταν οι εκφράσεις, μονάζνε τον αποθαμένον, θα πάμε σο λείψανον, θα σκώνε το λείψανον.
Κηδεία μικρού παιδιού (Παλατίτσια 1928) |
Όσοι χωριανοί προσέρχονταν στο λείψανο, χαιρετούσαν με ασπασμό το νεκρό, καθόντουσαν γύρω από το φέρετρο, έκλαιγαν και ιλιάευαν (χάιδευαν) το νεκρό.
Απαραίτητο όμως ήταν κατά το χαιρετισμό να κάνουν κύκλο γύρω από το λείψανο να κλώσκουνταν την κασέλαν.
Απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο σε όλη την περίσταση ήταν τα μοιρολόγια. Δεν ήταν λίγες εκείνες οι γυναίκες που μοιρολογούσαν αυτοσχεδιάζοντας, κυρίως οι στενές συγγενείς του νεκρού. Τον μοιρολογούσαν ανάλογα με την ηλικία του, τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, τη ζωή του, την οικονομική του κατάσταση. Οι παρευρισκόμενες γυναίκες συναγωνίζονταν ποια θα εμπνευσθεί τα ωραιότερα και συγκινητικότερα μοιρολόγια, οι δε συγγενείς του νεκρού ευχαριστούσαν εκείνες που τον εξύμνησαν καλύτερα. Όσες δε μοιρολογίστρες είχαν νεκρό θαμμένο πριν από λίγο καιρό, φρόντιζαν με τέχνη να αναφέρουν και το δικό τους πόνο. Η γυναίκα του νεκρού έπρεπε οπωσδήποτε να ξέρει να μοιρολογά και να απαντά εύστοχα και στα μοιρολόγια των άλλων για να μην προκαλεί τα ειρωνικά σχόλια των παρόντων. Όλες όμως δεν είχαν το χάρισμα να μοιρολογούν, μερικές μάλιστα προκαλούσαν το χαμόγελο με τα μοιρολόγια τους.
Αυτές που συνήθως μοιρολογούσαν καλύτερα καταφέρνοντας να συγκινήσουν όλους τους παρευρισκόμενους ήταν γυναίκες οι οποίες ήταν χαροκαμένες και κατά τον τρόπο αυτό μαζί με το δικό τους πόνο έκλαιγαν και το συγκεκριμένο νεκρό. Πολύ συχνά κάποιες στην κορύφωση του θρήνου τους, μοιρολογούσαν τον νεκρό και στην τουρκική γλώσσα, καθώς θεωρούνταν ότι η συγκεκριμένη γλώσσα είναι πιο εκφραστική για τέτοιες περιστάσεις. Ρουσικά θα διατάεις, Τουρκικά θα παρακαλείς και Αρμενικά θα ταράεις το... έλεγαν.
Στο μεταξύ ερχόταν και ο παπάς για να διαβάσει το τρισάγιο. Έχυναν και το νερό της στάμνας διότι ο άγγελος στο νερό αυτό έπλυνε το αιματοβαμμένο σπαθί του και έφερναν καινούριο νερό. Τα κλάματα και τα μοιρολόγια εξακολουθούσαν ως αργά τη νύχτα ενώ κατά τη διάρκειά της κόπαζαν, τόσο από την κόπωση όσο και από το γεγονός ότι θεωρούνταν γρουσουζιά. Τότε μερικοί γείτονες ετοίμαζαν από το σπίτι τους τραπέζι για να φάνε οι σπιτικοί και οι συγγενείς του νεκρού, και κάποτε το κατάφερναν κάποτε όμως με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να τους πείσουν να φάνε.
Άλλες γειτόνισσες έφτιαχναν τα κόλλυβα κοκκία και ετοίμαζαν το σινίν ή αλλιώς τεπούρ. Το τεπούρ ήταν μονοκόμματο ξύλινο στρογγυλό τραπέζι με στήριγμα και με προεξέχοντα γύρο για τα κόλλυβα. Για το τεπούρ χρησιμοποιούνταν και η έκφραση κανόνα. Ήταν σκέτο σιτάρι καλοψημένο με ψίχα καρυδιών καντζία και ζάχαρη. Επίσης στο μίγμα έβαζαν και καβουρντισμένο αλεύρι. Με το στόλισμα τη κανόνας ή του τεπούρ ασχολούνταν κάποιο κατά ειδικότητα άτομο γιατί το στόλισμά του θεωρούνταν πολύ δύσκολη τέχνη. Από τη δυσκολία αυτή του στολίσματος βγήκε και η έκφραση κατ΄ έτονε και έλεγάν ατο τεπούρ.
Παρακάτω ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή για το φτιάξιμο του τεπούρ ή κανόνα.
Αρχικά έβαζαν το μίγμα του ψημένου σιταριού με την ψίχα των καρυδιών μέσα στο ταψί και το έδιναν σχήμα, εμόρφυζαν ατο. Από πάνω έριχναν το καβουρντισμένο αλεύρι και όλον απάν εσύρναν την ζάχαριν.
Μετά από πάνω και στη μέση φτιάχναν το σχήμα του σταυρού, ο οποίος από το κάτω μέρος έφτανε μέχρι την άκρη του ταψιού. Το περίγραμμα του σταυρού το ξεχώριζαν με κόκκους ψημένου σιταριού βουτηγμένους μέσα σε καφέ (για να πάρουν το χρώμα του καφέ και να ξεχωρίζουν μέσα στον άσπρο φόντο της ζάχαρης). Εναλλακτική λύση για το περίγραμμα του σταυρού ήταν τα σπυριά του ροδιού ανάρ.
Την περίμετρο τη κανόνας τη στόλιζαν με καβουρντισμένα λεφτοκάρια κομμένα στη μέση και στολισμένα στα μεταξύ τους διαστήματα και πάλι με σπυριά ροδιού.
Από αριστερά και δεξιά του σταυρού έγραφαν, με τον ίδιο τρόπο πάλι, τ’ αρχικά του ονόματος του πεθαμένου με κεφαλαία γράμματα.
Σημειωτέον ότι ο σταυρός τελειώνει μέχρι την άκρη του ταψιού, και δεν επιτρέπεται να κλείσει εκείνο το μέρος με τα λεφτοκάρια που σχηματίζουν την περίμετρο του ταψιού. Το κάτω μέρος του σταυρού κλείνει με τα λεφτοκάρια μόνο στο ετήσιο μνημόσυνο χρονιακόν, δηλώνοντας ότι κλείνει πια ο κύκλος του νεκρού.
Κατόπιν στη μέση τη κανόνας τοποθετούσαν αναμμένο κερί.
Ο παραπάνω τρόπος στολίσματος του τεπούρ δεν είναι ο μοναδικός, αλλά είναι ο παραδοσιακός τρόπος. Επίσης υπάρχει μια σχετική ελευθερία για την επιλογή των υλικών, τα οποία εκτός από τα προαναφερόμενα μπορούν να είναι και άλλα όπως σταφίδες κλπ. Σήμερα πια τα προαναφερόμενα στολίδια αντικαταστάθηκαν δυστυχώς με τυποποιημένα που κυκλοφορούν στο εμπόριο.
Κατά την ώρα του στολίσματος, που γίνονταν σε ιδιαίτερο δωμάτιο, απαραιτήτως γύρω γύρω κάθονταν οι συγγενείς του νεκρού αλλά και όποιος άλλος ήθελε.
Ο παραπάνω τρόπος στολίσματος του τεπούρ δεν είναι ο μοναδικός, αλλά είναι ο παραδοσιακός τρόπος. Επίσης υπάρχει μια σχετική ελευθερία για την επιλογή των υλικών, τα οποία εκτός από τα προαναφερόμενα μπορούν να είναι και άλλα όπως σταφίδες κλπ. Σήμερα πια τα προαναφερόμενα στολίδια αντικαταστάθηκαν δυστυχώς με τυποποιημένα που κυκλοφορούν στο εμπόριο.
Κατά την ώρα του στολίσματος, που γίνονταν σε ιδιαίτερο δωμάτιο, απαραιτήτως γύρω γύρω κάθονταν οι συγγενείς του νεκρού αλλά και όποιος άλλος ήθελε.
Η εκφορά, σκώσιμον
Την άλλη μέρα γίνονταν η εκφορά (στα χωριά του Βατούμ η εκφορά γινόταν μετά από 2-3 ημέρες, προκειμένου να έρθουν οι συγγενείς που βρίσκονταν μακριά. Για να φυλάεται ο αποθαμένον χρησιμοποιούσαν πάγο μέσα στον οποίο τον συντηρούσαν).
Οι γυναίκες διαμαρτύρονταν για την ώρα της εκφοράς, προσπαθώντας να την αναβάλλουν, να χορτάσουν κλαίγοντας τον νεκρό.
Όταν έφτανε η ώρα να σηκώσουν το φέρετρο του νεκρού να σκώναν ατον, έβγαιναν όλες οι γυναίκες έξω και μέσα στο δωμάτιο έμεναν κάποιοι άντρες.
Αφού σήκωναν το φέρετρο στα χέρια το περιέφεραν μέσα στο δωμάτιο τρεις φορές και ενώ η πόρτα της εξόδου ήταν κλειστή. Μετά ερχόμενοι μπρος στην πόρτα της εξόδου τη χτυπούσαν τρεις φορές με την κασέλαν και εντούναν κ΄ένοιγαν την πόρταν.
Αφού έβγαινε η κασέλα κάποιος με το τσακούτς σφυρί, κάρφωνε ένα καρφί σο κατωθύρ της πόρτας και κατόπιν στο μέρος όπου ήταν η κασέλα έχυνε νερό μέσα από ένα βάζο ή πιάτο, το οποίο κατόπιν το έσπανε. Η παραπάνω ενέργεια συμβόλιζε το σπάσιμο του κεφαλιού του χάρου ή αλλιώς όπως έλεγαν για να φεύ' η γατά.
Επίσης κάποιοι άνοιγαν τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού για να φύγει ο Χάρος, ενώ οι γειτόνοι έκλειναν τις δικές τους μην τυχόν και μπει μέσα.
Κατά την εκφορά από το σπίτι στην εκκλησία την κασέλα την κουβαλούσαν άντρες οι οποίοι δε θα έπρεπε να είναι κοντινοί συγγενείς του νεκρού. Μπροστά πήγαινε η κανόνα (τεπούρ), κατόπιν το πώμα τη κασέλας, μετά ο ψάλτης και ο παπάς, ύστερα το λείψανο και από πίσω οι συγγενείς και ο υπόλοιπος λαός.
Πηγές
- Στάθης Αθανασιάδης, Ιστορία και Λαογραφία της Σάντας
- συνεντεύξεις κατοίκων Παλατιτσίων
- συνεντεύξεις κατοίκων χωριού Ντάγκβα Γεωργίας