Η Πόντια γυναίκα στη λαογραφία και στην ιστορία του Πόντου |
της Αρχοντούλας Κωνσταντινίδου*
Η ταυτότητα και οι αξίες κάθε πολιτισμού φανερώνονται από τη λαογραφία και από τις αντιλήψεις του. Πράγματι, για να κατανοήσουμε την κάθε φυλή ή τον εκάστοτε πολιτισμό στις ακριβείς του διαστάσεις, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε τη φυσιογνωμία του, έτσι όπως την εκφράζει η λαϊκή Μούσα, που ο ίδιος δημιούργησε. Γι’ αυτό, λοιπόν, αξίζει να σταθούμε στη μορφή της Πόντιας γυναίκας, όπως αυτή εκφράστηκε λαογραφικά, αλλά και όπως παρουσιάστηκε στην ιστορική της διαδρομή. Αξιοσημείωτο είναι πάντως το γεγονός πως, αν και έζησε σε ανδροκρατούμενες εποχές και κάτω από αναχρονιστικές αντιλήψεις, η Πόντια γυναίκα διακρίθηκε για τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητά της.
Εξετάζοντας την παρουσία της, όπως αυτή αποτυπώνεται λαογραφικά, διαπιστώνουμε πως η γυναίκα είναι αυτή που θυσιάζεται στο παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι «Τη Τρίχας το γιοφύρι», που αποτελεί την Ποντιακή παραλλαγή του «γεφυριού της Άρτας». Όταν καταλαβαίνει τη μοίρα που την περιμένει, λέει πως δε λυπάται τα κάλλη ή τα νιάτα της, παρά μονάχα λυπάται το παιδί της, που έχει αφήσει να κοιμάται. Η μορφή της μάνας είναι αυτή που αναδεικνύεται, άλλωστε, στο ακριτικό τραγούδι για τους «Τραντέλλενες», καθώς η λαϊκή Μούσα μακαρίζει τη μητέρα που γεννά τον «Τραντέλλενα» (Τραντέλλενας = ο τριάντα φορές Έλληνας), ο οποίος είναι ταγμένος στον πόλεμο για την ελευθερία. Η μητέρα, που στέλνει τον γιο της στον πόλεμο για την ελευθερία, μας θυμίζει έντονα τη Σπαρτιάτισσα μητέρα, που παραδίδει στον γιο της την ασπίδα λέγοντάς του: «ή ταν ή επί τας».
Ως σύζυγος, παρουσιάζεται ατρόμητη και πιστή. Στο παραδοσιακό τραγούδι του «Γιάννε του Μονόγιαννε» πηγαίνει αγέρωχα και άφοβα να παλέψει τον δράκο, που απειλεί να κατασπαράξει τον Γιάννη. Το θάρρος της θαυμάζει και ο ίδιος ο δράκος, ο οποίος της ζητά να θεωρεί τον Γιάννη αδελφό του και αυτή νύφη του. Η ιδιότητα της πιστής συζύγου εξυμνείται και στο δημοτικό τραγούδι του «Μάραντου». Παρόλη την εχθρική αντιμετώπιση των πεθερικών, που τη διώχνουν από το σπίτι, όταν ο Μάραντος φεύγει στον πόλεμο, εκείνη μένει πιστή σ’ εκείνον και, όταν τον συναντά επτά χρόνια μετά χωρίς να τον αναγνωρίζει, δηλώνει πως θα περιμένει τον σύζυγό της, και αν εκείνος δεν επιστρέψει, τότε θα καλογερέψει.
Η γυναικεία παρουσία, όπως αποδόθηκε μέσα στη λαογραφία, εκφράστηκε και ιστορικά. Η αγάπη για την ελευθερία και η θυσία αντί του εξευτελισμού διατρανώθηκε με την αυτοκτονία των 30 νέων κοριτσιών στο Κάστρο του Κιζ-Καλεσί (Κάστρο της Κοπέλας) στην περιοχή της Πάφρας του Δυτικού Πόντου. Το 1680 ο στυγερός Ντερέμπεης Χασάν Αλήμπεης είχε βαλθεί να αφανίσει όλους τους χριστιανούς κατοίκους που είχε στην περιοχή της δικαιοδοσίας του.
Για να καταφέρουν να γλυτώσουν, πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών κλείστηκαν στο κάστρο, ελπίζοντας πως οι Τούρκοι θα εγκαταλείψουν την πολιορκία μετά από κάποιες μέρες. Ωστόσο οι Τούρκοι συνέχισαν την πολιορκία κι έτσι, έπειτα από 48 ημέρες, άλλοι πέθαναν από την πείνα, άλλοι έχασαν τα λογικά τους, ενώ 30 κοπέλες προτίμησαν να πέσουν από το κάστρο στα κοφτερά βράχια της όχθης του ποταμού Άλυ (σημερινή ονομασία Κιζίλ Ιρμάκ) και να σκοτωθούν, παρά να πιαστούν αιχμάλωτες των Τούρκων. Οι Παφραίοι, για να τιμήσουν τη θυσία των κοριτσιών από τότε χορεύουν τον χορό «θανατί λάγγεμαν» (το πήδημα του θανάτου) και αναπαραστάσεις της αυτοκτονίας των κοριτσιών έγιναν πολλές φορές από τα Παρθεναγωγεία της Πάφρας. Παρόμοιες πράξεις αυτοθυσίας είχαμε κατά τα χρόνια της γενοκτονίας στο Σιμικλί της Χαλδίας και στην Κουνάκα της Ματσούκας, όπου 26 γυναίκες έπεσαν στον Πρύτανη ποταμό και πνίγηκαν, για να αποφύγουν την ατίμωση από τους Τούρκους. (24 Απριλίου 1916)
Κατά τα χρόνια της γενοκτονίας η Πόντια γυναίκα υπήρξε η πιο τραγική μορφή της εκδικητικής μανίας των Τούρκων. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στη βιολογική της αδυναμία, αλλά κυρίως στο γεγονός πως αυτή εξασφαλίζει τη βιολογική συνέχεια του λαού. Στόχος των Τούρκων ήταν να σκοτώσουν, να ατιμάσουν και να εξευτελίσουν τη γυναικεία ύπαρξη και δε δίστασαν να το κάνουν ακόμη και μέσα σε ιερές μονές.
Στα «Πρακτικά της Γ ́ Εθνοσυνέλευσης στην Αθήνα, Απρίλιος 1921» διαβάζουμε: «Πέντε πτώματα Ελλήνων εν αποσυνθέσει έκειντο άταφα εν τω προαυλίω της Μονής, πέντε δε έτερα εν τω εσωτερικώ της Μονής, εντός δε δωματίου έκειτο γυμνόν και αποκεφαλισμένον με πληγήν επί του στήθους δια ξιφολόγχης το πτώμα της εικοσαετούς νεάνιδος Κυριακής εις στάσιν μαρτυρούσαν την επ’ αυτής διαπραχθείσαν ατίμωσιν».
Στον Δυτικό Πόντο, όπου για να προστατευθούν οι Πόντιοι, κατέφυγαν στα βουνά και κρύβονταν σε σπηλιές, πολλές γυναίκες, οι οποίες έχασαν τους άντρες και τα παιδιά τους, ζώστηκαν τα άρματα και πολέμησαν τους Τούρκους με απαράμιλλη γενναιότητα. Εφόσον είχαν μικρά παιδιά, πολεμούσαν με αυτά δεμένα στην πλάτη τους. Αξίζει να σημειωθεί πως φορούσαν κι αυτές την αντρική πολεμική φορεσιά και οι Τούρκοι δεν ήξεραν αν πολεμούν με άντρες ή γυναίκες. Από τις πιο γνωστές μορφές του ποντιακού αντάρτικου ήταν η αντάρτισσα Πελαγία Οξούζογλου, η Αναστασία Ανθοπούλου, η Βασιλική Δεδέογλου και πολλές άλλες, τις οποίες έχει καταγράψει ο συγγραφέας Γεώργιος Θ. Αντωνιάδης στο βιβλίο του «Γυναίκες Καπετάνισσες στο Αντάρτικο του Πόντου».
Η αναγνώριση από την πλευρά της Τουρκίας των γενοκτονιών που έχει διαπράξει, θα αποτελέσει την ελάχιστη ηθική δικαίωση απέναντι σε όλα τα θύματά της. Είναι, άλλωστε, οξύμωρο από τη μια να γυρίζει μια ταινία-υπερπαραγωγή για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και από την άλλη να αρνείται τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της Ανατολής.
Η ταυτότητα και οι αξίες κάθε πολιτισμού φανερώνονται από τη λαογραφία και από τις αντιλήψεις του. Πράγματι, για να κατανοήσουμε την κάθε φυλή ή τον εκάστοτε πολιτισμό στις ακριβείς του διαστάσεις, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε τη φυσιογνωμία του, έτσι όπως την εκφράζει η λαϊκή Μούσα, που ο ίδιος δημιούργησε. Γι’ αυτό, λοιπόν, αξίζει να σταθούμε στη μορφή της Πόντιας γυναίκας, όπως αυτή εκφράστηκε λαογραφικά, αλλά και όπως παρουσιάστηκε στην ιστορική της διαδρομή. Αξιοσημείωτο είναι πάντως το γεγονός πως, αν και έζησε σε ανδροκρατούμενες εποχές και κάτω από αναχρονιστικές αντιλήψεις, η Πόντια γυναίκα διακρίθηκε για τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητά της.
Εξετάζοντας την παρουσία της, όπως αυτή αποτυπώνεται λαογραφικά, διαπιστώνουμε πως η γυναίκα είναι αυτή που θυσιάζεται στο παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι «Τη Τρίχας το γιοφύρι», που αποτελεί την Ποντιακή παραλλαγή του «γεφυριού της Άρτας». Όταν καταλαβαίνει τη μοίρα που την περιμένει, λέει πως δε λυπάται τα κάλλη ή τα νιάτα της, παρά μονάχα λυπάται το παιδί της, που έχει αφήσει να κοιμάται. Η μορφή της μάνας είναι αυτή που αναδεικνύεται, άλλωστε, στο ακριτικό τραγούδι για τους «Τραντέλλενες», καθώς η λαϊκή Μούσα μακαρίζει τη μητέρα που γεννά τον «Τραντέλλενα» (Τραντέλλενας = ο τριάντα φορές Έλληνας), ο οποίος είναι ταγμένος στον πόλεμο για την ελευθερία. Η μητέρα, που στέλνει τον γιο της στον πόλεμο για την ελευθερία, μας θυμίζει έντονα τη Σπαρτιάτισσα μητέρα, που παραδίδει στον γιο της την ασπίδα λέγοντάς του: «ή ταν ή επί τας».
Ως σύζυγος, παρουσιάζεται ατρόμητη και πιστή. Στο παραδοσιακό τραγούδι του «Γιάννε του Μονόγιαννε» πηγαίνει αγέρωχα και άφοβα να παλέψει τον δράκο, που απειλεί να κατασπαράξει τον Γιάννη. Το θάρρος της θαυμάζει και ο ίδιος ο δράκος, ο οποίος της ζητά να θεωρεί τον Γιάννη αδελφό του και αυτή νύφη του. Η ιδιότητα της πιστής συζύγου εξυμνείται και στο δημοτικό τραγούδι του «Μάραντου». Παρόλη την εχθρική αντιμετώπιση των πεθερικών, που τη διώχνουν από το σπίτι, όταν ο Μάραντος φεύγει στον πόλεμο, εκείνη μένει πιστή σ’ εκείνον και, όταν τον συναντά επτά χρόνια μετά χωρίς να τον αναγνωρίζει, δηλώνει πως θα περιμένει τον σύζυγό της, και αν εκείνος δεν επιστρέψει, τότε θα καλογερέψει.
Η γυναικεία παρουσία, όπως αποδόθηκε μέσα στη λαογραφία, εκφράστηκε και ιστορικά. Η αγάπη για την ελευθερία και η θυσία αντί του εξευτελισμού διατρανώθηκε με την αυτοκτονία των 30 νέων κοριτσιών στο Κάστρο του Κιζ-Καλεσί (Κάστρο της Κοπέλας) στην περιοχή της Πάφρας του Δυτικού Πόντου. Το 1680 ο στυγερός Ντερέμπεης Χασάν Αλήμπεης είχε βαλθεί να αφανίσει όλους τους χριστιανούς κατοίκους που είχε στην περιοχή της δικαιοδοσίας του.
Για να καταφέρουν να γλυτώσουν, πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών κλείστηκαν στο κάστρο, ελπίζοντας πως οι Τούρκοι θα εγκαταλείψουν την πολιορκία μετά από κάποιες μέρες. Ωστόσο οι Τούρκοι συνέχισαν την πολιορκία κι έτσι, έπειτα από 48 ημέρες, άλλοι πέθαναν από την πείνα, άλλοι έχασαν τα λογικά τους, ενώ 30 κοπέλες προτίμησαν να πέσουν από το κάστρο στα κοφτερά βράχια της όχθης του ποταμού Άλυ (σημερινή ονομασία Κιζίλ Ιρμάκ) και να σκοτωθούν, παρά να πιαστούν αιχμάλωτες των Τούρκων. Οι Παφραίοι, για να τιμήσουν τη θυσία των κοριτσιών από τότε χορεύουν τον χορό «θανατί λάγγεμαν» (το πήδημα του θανάτου) και αναπαραστάσεις της αυτοκτονίας των κοριτσιών έγιναν πολλές φορές από τα Παρθεναγωγεία της Πάφρας. Παρόμοιες πράξεις αυτοθυσίας είχαμε κατά τα χρόνια της γενοκτονίας στο Σιμικλί της Χαλδίας και στην Κουνάκα της Ματσούκας, όπου 26 γυναίκες έπεσαν στον Πρύτανη ποταμό και πνίγηκαν, για να αποφύγουν την ατίμωση από τους Τούρκους. (24 Απριλίου 1916)
Κατά τα χρόνια της γενοκτονίας η Πόντια γυναίκα υπήρξε η πιο τραγική μορφή της εκδικητικής μανίας των Τούρκων. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στη βιολογική της αδυναμία, αλλά κυρίως στο γεγονός πως αυτή εξασφαλίζει τη βιολογική συνέχεια του λαού. Στόχος των Τούρκων ήταν να σκοτώσουν, να ατιμάσουν και να εξευτελίσουν τη γυναικεία ύπαρξη και δε δίστασαν να το κάνουν ακόμη και μέσα σε ιερές μονές.
Στα «Πρακτικά της Γ ́ Εθνοσυνέλευσης στην Αθήνα, Απρίλιος 1921» διαβάζουμε: «Πέντε πτώματα Ελλήνων εν αποσυνθέσει έκειντο άταφα εν τω προαυλίω της Μονής, πέντε δε έτερα εν τω εσωτερικώ της Μονής, εντός δε δωματίου έκειτο γυμνόν και αποκεφαλισμένον με πληγήν επί του στήθους δια ξιφολόγχης το πτώμα της εικοσαετούς νεάνιδος Κυριακής εις στάσιν μαρτυρούσαν την επ’ αυτής διαπραχθείσαν ατίμωσιν».
Στον Δυτικό Πόντο, όπου για να προστατευθούν οι Πόντιοι, κατέφυγαν στα βουνά και κρύβονταν σε σπηλιές, πολλές γυναίκες, οι οποίες έχασαν τους άντρες και τα παιδιά τους, ζώστηκαν τα άρματα και πολέμησαν τους Τούρκους με απαράμιλλη γενναιότητα. Εφόσον είχαν μικρά παιδιά, πολεμούσαν με αυτά δεμένα στην πλάτη τους. Αξίζει να σημειωθεί πως φορούσαν κι αυτές την αντρική πολεμική φορεσιά και οι Τούρκοι δεν ήξεραν αν πολεμούν με άντρες ή γυναίκες. Από τις πιο γνωστές μορφές του ποντιακού αντάρτικου ήταν η αντάρτισσα Πελαγία Οξούζογλου, η Αναστασία Ανθοπούλου, η Βασιλική Δεδέογλου και πολλές άλλες, τις οποίες έχει καταγράψει ο συγγραφέας Γεώργιος Θ. Αντωνιάδης στο βιβλίο του «Γυναίκες Καπετάνισσες στο Αντάρτικο του Πόντου».
Η αναγνώριση από την πλευρά της Τουρκίας των γενοκτονιών που έχει διαπράξει, θα αποτελέσει την ελάχιστη ηθική δικαίωση απέναντι σε όλα τα θύματά της. Είναι, άλλωστε, οξύμωρο από τη μια να γυρίζει μια ταινία-υπερπαραγωγή για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και από την άλλη να αρνείται τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της Ανατολής.
* Η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου είναι φιλόλογος