Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Ποντιακή Γενοκτονία: το έγκλημα που δεν έγινε ποτέ… Η αδράνεια και αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Ποντιακή Γενοκτονία: το έγκλημα που δεν έγινε ποτέ… Η αδράνεια και αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Ποντιακή Γενοκτονία: το έγκλημα που δεν έγινε ποτέ… Η αδράνεια και αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
  
Σαν σήμερα, 19 Μαΐου, από το 1994 γιορτάζουμε ή καλύτερα «τιμούμε» την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων κατά τα έτη 1914-1922 από το κράτος και το οργανωμένο παρακράτος των Νεότουρκων και του Μουσταφά Κεμάλ. Σημειωτέον, έπρεπε να περάσουν 72 ολόκληρα χρόνια από τη συντέλεση του δράματος και την καταστροφή ενός περίλαμπρου ακτινοβόλου πολιτισμού, για να θεσπιστεί από το ίδιο το ελληνικό κράτος, τη μητρόπολη δηλαδή των Ελλήνων του Πόντου, μια επίσημη μέρα μνήμης από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου. Μέχρι τότε; Από τις επίσημες ελληνικές αρχές, σιωπή. Από τότε; Εκ νέου,τίποτε διαφορετικό από σιωπή.

Καμιά προσπάθεια για να ανακινηθεί διεθνώς το ζήτημα και να προωθηθεί η απόφαση καταπέλτης της Διεθνούς Ενώσεως Μελετητών Γενοκτονιών που αναγνώρισε επισήμως τη Γενοκτονία, καταδικάζοντας το κεμαλικό κράτος. Η 19η Μαΐου, πέρα από μια μέρα όπου οι επίσημες αρχές παίζουν θέατρο με δακρύβρεχτους μακροσκελείς λόγους, – φωτεινή εξαίρεση οι εκδηλώσεις από τα πολυάριθμα Ποντιακά σωματεία ανά την Ελλάδα και τον κόσμο – κατήντησε να αποτελεί μια μέρα μνήμης της… «εθνικής μας λήθης». Οι χαρακτηρισμοί μας αυτοί εκ πρώτης όψεως ομοιάζουν σκληροί και υπερβολικοί, για αυτό και σπεύδουμε ευθύς αμέσως να εισέλθουμε σε ανάλυση.

Η στάση και η ένστασή μας έγκειται στο γεγονός της πλήρους αδράνειας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες, νομικές, πολιτικές και διπλωματικές για να πιεστεί η Τουρκία να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία. Ποιοι είναι οι λόγοι που υπαγόρευσαν και υπαγορεύουν χρόνια τώρα τη στάση αυτή; Και γιατί είναι τόσο σημαντικό να αναγνωρίσει η Τουρκία την Ποντιακή Γενοκτονία (αλλά και την Αρμένικη και αυτή των Ασσυρίων);

Καταρχάς η πλήρης αδράνεια της ελληνικής ηγεσίας επί σειρά ετών, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Καμία πρωτοβουλία σε διεθνές ή εθνικό έστω επίπεδο από επίσημη ελληνική αρχή δεν έχει πραγματοποιηθεί για να ανακινηθεί το ζήτημα δημοσίως. Η Ποντιακή Γενοκτονία έχει περάσει στη λήθη και η 19η Μαΐου, αμφιβάλλουμε αν γνωρίζει το σύνολο του πληθυσμού που παραπέμπει και τι τιμάει. Όχι μόνο υπάρχει πλήρης αδράνεια αλλά κατά καιρούς έχουν παρατηρηθεί και κρούσματα από πολιτικά και δημόσια πρόσωπα τα οποία έχουν υιοθετήσει απόψεις και πρωτοβουλίες που θίγουν και αμαυρώνουν τη μνήμη μας. Από τον περίφημο «συνωστισμό» στα βιβλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τις διαβόητες απόψεις Ρεπούση περί μη ύπαρξης γενοκτονίας μέχρι το οργανωτικό σαμποτάζ του Δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη στις κεντρικές εκδηλώσεις των Ποντιακών σωματείων. Ποιοι είναι όμως οι λόγοι που υπαγορεύουν τη στάση αυτή; Διακρίνονται σε πολιτικούς και κοινωνικοπολιτιστικούς κατά την άποψή μας.

Σε πολιτικό επίπεδο, μετά τη Μεταπολίτευση και την Κυπριακή τραγωδία, η ελληνική ηγεσία επένδυσε τα πάντα σε μια ελληνοτουρκική φιλία καλή τη πίστη. Απέναντι σε ένα δήθεν εκκοσμικευμένο καθεστώς που υπέθαλψε τους «Γκρίζους λύκους», που προκάλεσε την κτηνωδία του Αττίλα 1 και 2, που ανακινεί συνεχώς ζητήματα δήθεν μειονοτικά στη Θράκη εγείροντας ευφάνταστες αξιώσεις, που προκαλεί θερμά επεισόδια σε ελληνικές βραχονησίδες, που θεωρεί τη θέσπιση της αιγιαλίτιδας ζώνης ως casus belli, που εγκρίνει αδιάκοπα υπερπτήσεις μαχητικών πάνω από εθνικά χωρικά ύδατα και επικράτεια (και ο κατάλογος δεν τελειώνει…), η ελληνική ηγεσία εννοεί να συνεχίζει καλή τη πίστη τη μετριοπαθή έως απαθή στάση της. Ο φόβος για τον εξ Ανατολών εχθρό στοιχειώνει επί σειρά ετών την ελληνική διπλωματία, η οποία προκειμένου να κατευνάσει το συνεχώς «οργισμένο θηρίο Τουρκία», εκπίπτει των υποχρώσεών της, προχωρώντας σε συνεχείς υποχωρήσεις, δείχνοντας χαρακτηριστική ενδοτικότητα. Όταν όλα φάνηκαν να αλλάζουν με την εκλογή Ερντογάν, ο οποίος προσπάθησε να υιοθετήσει ένα δημοκρατικότερο, πολύ πιο εκκοσμικευμένο προφίλ, κοντινό στα πρότυπα της Δύσης σύγχρονο κράτος, προκειμένου να ενταχθεί στους κόλπους της Ευρώπης και μια νέα εποχή φάνηκε πως εγκαινιάστηκε ειδικά μετά τη κοινή πρωτοβουλία των δύο χωρών για λύση του Κυπριακού, με το σχέδιο Κόφι Ανάν,το οποίο καλή τη πίστη η κυβέρνηση Καραμανλή υποστήριξε προκαλώντας τη μήνι των Ελληνοκυπρίων, η Ελλάδα συνέχισε τις υποχωρήσεις. Ωστόσο, όπως προκύπτει πλέον, ο Ερντογάν αποδείχτηκε βασιλικότερος του βασιλέως, διαλύοντας τις όποιες ελπίδες του ελληνικού κράτους για ύφεση στις διμερείς τεταμένες σχέσεις. Η τακτική εξημέρωσης του θηρίου μέσω των συνεχών υποχωρήσεων, απέτυχε παταγωδώς.

Η επιλογή στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος, απεδείχθη λανθασμένη. Η Ελληνική ηγεσία ποντάροντας στην εξημέρωση του θηρίου και στην πιθανή λύση του Κυπριακού, τη στήριξε από την αρχή. Ωστόσο, μια πιθανή συμμαχία και στους κόλπους της Ε.Ε. δε θα απέδιδε κάτι περισσότερο. Θυμίζουμε πως Ελλάδα και Τουρκία τελούν εν καθεστώς συμμαχίας από τη δεκαετία του ’50 στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Ουδέποτε άλλαξε κάτι. Πέραν τούτου, η ιδέα της Τουρκίας στην Ε.Ε, ειλικρινά θυμίζει «μύγα μες στο γάλα». Ουδέποτε υπήρξε ξεκάθαρα υπαρκτό το σενάριο να δεχτούν οι Βρυξέλλες ένα καθεστώς ανελεύθερο, μη δημοκρατικό που δε σέβεται ανθρώπινα ιδεώδη, ιδανικά και αξίες πολιτισμικές στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης. Κατά συνέπεια, η στήριξη του Τουρκικού αιτήματος, προς χάριν διατήρησης μιας λυκοφιλίας, απεδείχθη εν τη γενέσει της αδόκιμη. Μέσα στα παραπάνω πλαίσια, η ελληνική διπλωματία απέφυγε να ανακινήσει το θέμα διεθνώς ως όφειλε, τόσα χρόνια. Θυμίζουμε το πιο πρόσφατο παράδειγμα: πέρυσι στο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» η Τουρκία αντέδρασε διαπρυσίως με σχετικό διάβημα ενάντια στη ρήτρα που παρέπεμπε στη Ποντιακή Γενοκτονία. Προκλήθηκε σάλος, το νομοσχέδιο απεσύρθη μετά τις κατηγορίες και αντιδράσεις αριστερών βουλευτών και πολιτευτών και εκ νέου υποβλήθηκε στη Βουλή προς ψήφιση, χωρίς το επίμαχο εδάφιο. Πρόκειται για σαφή ανάμιξη στα εθνικά θέματα και η ελληνική ηγεσία για ακόμη μια φορά απεδείχθη ρίψασπις και έσκυψε το κεφάλι.

Όπως είδαμε όμως η ελληνοτουρκική φιλία και συμμαχία δεν υπήρξε ποτέ αληθινή, μονάχα ως λυκοφιλία. Κατά συνέπεια, κατά την άποψή μας πάντα, η ανακίνηση του ζητήματος της Ποντιακής γενοκτονίας είναι κάτι που οφείλει να θέσει ως άμεση προτεραιότητα η ελληνική πολιτεία. Η Ποντιακή γενοκτονία θεωρείται ως μια από τις πρώτες γενοκτονίες της σύγχρονης εποχής και παγκόσμιας ιστορίας. Συντελέσθη στον 20ο αιώνα, τον αιώνα των κρατών, του θριάμβου της δημοκρατίας, της επικράτησης των ανθρώπινων ιδεωδών και ιδανικών, της ελευθερίας του λόγου και της ανθρώπινης ζωής, της χειραφέτησης των γυναικών, της αποαποικιοποίησης, κτλ. Σε έναν αιώνα φωτεινό, χαρακτηρισθέντα από τη νίκη της δημοκρατίας κατά του ολοκληρωτισμού και του μιλιταρισμού, της κατάρρευσης ολοκληρωτικών καθεστώτων που προήγαγαν εθνοκαθάρσεις ως ευαγγέλιο, το κεμαλικό καθεστώς μόνο στην περίπτωση των Ποντίων του Πόντου και της Ανατολίας (εκκρεμούν οι γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ασσυρίων), προκάλεσε εκατόμβη θυμάτων, κεντρικώς σχεδιασμένη και καθοδηγούμενη από την κεντρική εξουσία, στο πλαίσιο της ομογενοποίησης ενός ετερογενούς, ετερόθρησκου και ετερόκλητου «εθνικού συνόλου». Ο περίλαμπρος Ποντιακός πολιτισμός που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα τόσο σε τέχνες και γράμματα όσο και στο εμπόριο και λοιπές οικονομικές δραστηριότητες, αποτέλεσε στόχο για τη μάστιγα του Κεμάλ, ο οποίος ηγούμενος των Νεότουρκων, αναγόρευσε τους Πόντιους ως κύρια αιτία της παρακμής και της έλλειψης προόδου του τουρκικού «έθνους».

Πολιτιστικά λοιπόν, η Ελλάδα υποχρεούται να υπερασπιστεί τον Ποντιακό πολιτισμό, οι απόγονοι του οποίου κατέφυγαν στη μόνη ελεύθερη πατρίδα που τους απέμεινε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και μεγαλούργησαν εκ νέου συμβάλλοντας τόσο στην ανόρθωση του νεότευκτου ελληνικού κράτους όσο και στην παλινόρθωση της καθημαγμένης οικονομίας και του καταρρακωμένου εθνικού φρονήματος μετά τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό, η ελληνική κοινωνία απέτυχε οικτρά. Υποδεχόμενοι το δεύτερο κύμα μετανάστευσης των Ποντίων ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση οι οποίοι κατέφυγαν εκεί κατά τους διωγμούς του Κεμάλ και υπέστησαν μετά τα αμελέ ταμπουρού και τα γκούλαγκ του Στάλιν, τους βαφτίσαμε «Ρωσοπόντιους» περιθωριοποιώντας τους και εμπαίζοντάς τους. Ένα υπολογίσιμο μέρος της κοινωνίας, διαπνεόμενο από ανανεωτική και προοδευτική διάθεση, πιστεύοντας σε έναν αριστερόσχημο διεθνισμό ο οποίος κατέρρευσε ολοκληρωτικά, επένδυσε στην ελληνοτουρκική φιλία, επιλέγοντας τη λήθη του παρελθόντος. Ανάμεσα στους κόλπους της κοινωνίας, παρατηρήθηκαν ψευτοπροοδευτικές και εθνομηδενιστικές απόψεις και ιδέες, υποστηρίζοντας ακόμα περισσότερο τη στάση της Τουρκίας στο να αγνοεί την Ποντιακή γενοκτονία. Και πώς να μην το κάνει, όταν ακόμα και σήμερα, υπάρχουν κομμουνιστικές σταλινικές κομματικές απόψεις που τα γκούλαγκ του Στάλιν, τα ονομάζουν «κοινωνικό τουρισμό»;

Είδαμε λοιπόν πως τόσο για πολιτικούς λόγους όσο και για κοινωνικοπολιτικούς, το αίτημα για αναγνώριση από πλευράς Τουρκίας, δεν μπορεί να ευοδωθεί και να προωθηθεί. Όταν μέρος της κοινωνίας, στρατευμένοι διανοούμενοι και επιστήμονες αλλά και πολιτικά κόμματα απεμπολούν το παρελθόν και την ιστορική αλάθητη αλήθεια, τότε και τα πολιτικά συμφέροντα και επιδιώξεις, δε θα μπορούσαν να διαφέρουν. Προκαλεί ειλικρινά λύπη το επίκαιρο γεγονός της δικαίωσης της Κύπρου στο θέμα της Τουρκικής εισβολής και της επίσημης δικαστικής διεθνούς καταδίκης της. Λύπη διότι με τα κατάλληλα μέσα και προσπάθεια, θα μπορούσε η Ελλάδα να επιτύχει το ίδιο, απομονώνοντας διεθνώς την Τουρκία, πετυχαίνοντας, έστω και τόσα χρόνια μετά, μια ιστορική «συγγνώμη». Ας μην ξεχνάμε πως η Κύπρος εκκίνησε σε περίοδο διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό τη διαδικασία καταγγελίας των τουρκικών εγκλημάτων και δικαιώθηκε. Το προηγούμενο υπάρχει και η τεχνογνωσία είναι γνωστή, αρκεί να υπάρχει στοχευμένη και σωστά οργανωμένη πολιτική βούληση. Το πείραμα της ελληνοτουρκικής φιλίας έχει αποτύχει περίτρανα και μια προσπάθεια σχετικά με την Ποντιακή γενοκτονία δε θα επέφερε περισσότερο αρνητικά αποτελέσματα.  Τουναντίον, έχουμε να κερδίσουμε ως έθνος και κράτος ηθική και πολιτική δικαίωση.

Κλείνοντας, ας μας επιτραπεί να χρησιμοποιήσουμε ένα σύντομο απόσπασμα του εξαίρετου επιστήμονα και καθηγητή Χρήστου Γιανναρά από λόγο του στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των Ποντιακών σωματείων στη Θεσσαλονίκη στις 19 Μαΐου 2006 στην πλατεία Αγίας Σοφίας: «στη μνήμη της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου δίνουμε νόημα στην εθιμική τελετή μόνον αν θελήσουμε να λειτουργήσει ως εύτολμο πολιτικό αίτημα. Ως απαίτηση να σεβαστεί η επαγγελματική πολιτική τις ευαισθησίες της ελληνικής κοινωνίας. Να πάψουμε να ντρεπόμαστε οι Έλληνες για την άχρωμη, άοσμη και άγευστη από Ιστορία και πολιτισμό εξωτερική μας πολιτική. Όχι μόνο οι ενέργειες, αλλά και ο λόγος ο πολιτικός να απηχεί τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων. Να εργασθεί με σοβαρότητα το Ελληνικό Κοινοβούλιο ώστε να πληθύνει ο αριθμός των χωρών που θα αναγνωρίσουν με επίσημες πράξεις τη γενοκτονία του ποντιακού Ελληνισμού. Να είναι η Γενοκτονία, ο αφανισμός της εξωελλαδικής οικουμενικής ελληνικότητας, άξονας σύνεσης αλλά και τόλμης της εξωτερικής πολιτικής».

Πηγή: RouaMat