Παραμύθια του Πόντου - Αυτό που ο Θεός γράφει, δεν ξεγράφεται. |
Σε επιμέλεια και μετάφραση της Λένας Σαββίδου.
Το συγκεκριμένο παραμύθι παρουσιάστηκε στην ποντιακή διάλεκτο τον Φεβρουάριο του 1954, μέσα από τα «Χρονικά του Πόντου. Πρόκειται για παραμύθι της περιοχής Χαλδίας που το κατέγραψε και το απέδωσε ο Γεώργιος Κανδηλάπτης.
Κάθε φορά που αναγκάζομαι να μεταφράσω κείμενο μας, αισθάνομαι πως το «φτωχαίνω». Προσπαθώ να κρατήσω, όσο αυτό είναι δυνατό, το ύφος, ώστε να μη χαθεί η χροιά της ροής του Ποντιακού λόγου, μα σίγουρα το αυτούσιο στη διάλεκτο του κείμενο, είναι αξεπέραστης αισθητικής. Σε αντιστάθμισμα τούτου του εκ ανάγκης «πταίσματος» όμως, μπορούν τόσο οι νεώτεροι, οι μη γνωρίζοντες την Ποντιακή, μα και οι «αλλέτεροι» να γνωρίσουν τον κόσμο των παραμυθιών μας, πλησιάζοντας εγγυτέρα τον Ποντιακό πολιτισμό.
Έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε γιο «κιαμούλ καί ἀχουλούν», φρόνιμο κι έξυπνο δηλαδή. Ο βασιλιάς χαιρόταν πως όταν πεθάνει θα αφήσει πίσω του διάδοχο «πεδιξασμένον». Στα κάμποσα χρόνια επάνω, ο γιος του βασιλιά παρακάλεσε τον πατέρα του να του δώσει την άδεια να περιδιαβεί στο βασίλειο του πατέρα του και να γνωρίσει τους ανθρώπους του, να δει τα «ἀτέτα» τους, τις συνήθειες τους δηλαδή, να μάθει πολλά πράγματα και να κυβερνήσει κι εκείνος σαν τον πατέρα του όμορφα. Ο πατέρας του, του έδωσε την άδεια και ένα σακούλι με λίρες και τον «ἐπροβόδωσεν».
Το βασιλόπουλο για να μην τον γνωρίσουν φόρεσε «λώματα», ρούχα δηλαδή, χωριάτικα. Κρέμασε στη μέση του ένα σπαθί και βγήκε στο δρόμο. Στις δύο ημέρες επάνω, πήγε σε μία πολιτεία και είδε πως ένας άνθρωπος έγραφε πάνω σε κομμάτια χαρτιού δυο τρία λόγια και τα πετούσε στη θάλασσα. Τον πλησίασε και τον καλημέρισε. «Καλώς το βασιλόπουλο απάντησε ο γέροντας και ο νεαρός θαύμασε και τον ρώτησε: «πώς γνωρίζεις που είμαι βασιλόπουλο;» -«Εγώ», είπε ο γέρος, «ξέρω του καθενός την τύχη»!
Έβγαλε τότε το βασιλόπουλο και του έδωσε ένα φλουρί κι ο γέροντας του πρόβλεψε: «Σε ένα χωριό που θα πας, θα βρεις ένα εφτάχρονο κορίτσι άρρωστο, που θα την πάρεις για γυναίκα σου».
Ξαναθαύμασε την ικανότητα του γέροντα το βασιλόπουλο και έβαλε στο νου του να πάει να βρει το κορίτσι και να το σκοτώσει, γιατί άρρωστη γυναίκα δεν ήθελε να πάρει. Αφού γύρισε αρκετά χωριά, κάποτε έφτασε μουσαφίρης και στο χωριό που του χε πει ο γέροντας μάντης.
Οι οικοδεσπότες που τον δέχθηκαν στο σπίτι τους ήταν άνθρωποι γελαστοί και φιλόξενοι μα τόσο πολύ φτωχοί που «πεντικός ἀπέσ’ ’ς ὀσπίτ’ν ἀτουν ’κ ἐλευροῦτον», δηλαδή και το ποντίκι νηστικό έμενε στο σπίτι αυτό μιας κι ούτε καν αλεύρι δεν μπορούσε να βρει να φάει. Τους λυπήθηκε το βασιλόπουλο και έβγαλε και τους έδωσε ένα φλουρί κι αυτοί πήγαν κι αγόρασαν «το κάλλος του Θεοῦ» κι έφαγαν και διασκέδασαν.
Εκεί που έτρωγαν ακούσανε μια φωνή: «Μάνα, φέρε μου λίγο νερό». Ρώτησε ο νέος ποιος τους φώναξε κι εκείνοι του είπαν πως είχαν μια κόρη που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο και πως ήταν εφτά χρονών και πολύ άρρωστη και δεν πέθαινε να σωθούνε.
Ο νεαρός κατάλαβε αμέσως πως αυτή ήταν η τύχη του, όπως του είχε προβλέψει ο γέρος μάντης κι έβαλε στο νου του να τη σκοτώσει. Και τη νύχτα, όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του κοριτσιού σηκώθηκε κρυφά, κοίταξε και είδε πως σε μια κούνια μέσα κοιμάται ένα «μεχλέντς, άρρωστο και νεραξίαν», ένα μικρό άρρωστο σίχαμα δηλαδή και σήκωσε το σπαθί του και το κάρφωσε στου μωρού την κοιλιά. Φοβούμενος τις συνέπειες έφυγε τρέχοντας και ξεχνώντας τα φλουριά του κάτω από το μαξιλάρι του.
Ο Θεός όμως δεν ξέχασε το πλάσμα του και το μαχαίρι «ἐπῆγεν ἐξώφυλλα» -δεν κατόρθωσε να επιφέρει το θάνατο της- και καθώς το κορίτσι είχε στην κοιλιά του μια άσχημη πληγή σύρθηκε κι έτρεξαν από μέσα αίματα και φαρμάκια μαζί και πήρε ανάσα και «ἐκούγιξεν»: «Μάνα έλα, κάτι έπαθα»!
Έτρεξαν οι γονείς της και βρήκαν το μαχαίρι. Τους είπε τότε η κοπέλα πως ένα παλληκάρι το κάρφωσε στην κοιλιά της κι έτσι έτρεξαν έξω τα δηλητήρια κι έγινε καλά. Κατάλαβαν πως ο μουσαφίρης τους το έκανε κι έτρεξαν στο δωμάτιο του μα εκεί βρήκαν μόνο τα φλουριά.
Με τις λίρες που βρήκαν έχτισαν ένα μεγάλο χώρο φιλοξενίας κι όποιος έφτανε στα μέρη τους πήγαινε στον οντά τους κι έτρωγε κι έπινε και κοιμόταν και τους ευχόταν και μετά έφευγε. Όλος ο κόσμος άρχισε να το συζητά το καλό που έκαμαν. Ήταν καλό Χριστιανικό που ούτε ο βασιλιάς το έκαμε. Σαν το έμαθε ο βασιλιάς στέλνει στο χωριό το γιο του να δει ποιος ήταν αυτός που έκανε τέτοιο «σοχρέτ», θεοφιλές έργο δηλαδή.
Όταν έφθασε εκεί ο γιος του βασιλιά, είδε μια όμορφη και χιλιέμορφη κοπέλα να κάθεται στο μπαλκόνι και να κεντά ένα μαντήλι. Από την ομορφιά της έλαμπε σαν τον ήλιο και την αγάπησε αμέσως.
Κάθησε λίγες ημέρες στον τόπο εκείνο κι έπειτα γύρισε και ζήτησε από τον πατέρα του να στείλει προξενητάδες και να τον αρραβωνιάσουν με την κοπέλα που αγάπησε. Τι να έκαμε κι ο βασιλιάς; Εκπλήρωσε το χατίρι του γιου του κι έστειλε τον έμπιστο του άνθρωπο και αρραβώνιασε το γιο του με την κοπέλα και στις 40 ημέρες επάνω, έκαμαν και τη «χαρά».
«Ντο καιρόν ντό ἐπαρεθέκαν άτ’ς», όταν βρεθήκαν μόνοι θα λέγαμε σήμερα εμείς, ο νεαρός είδε τη «σύχναν» το σημάδι δηλ του μαχαιριού στης κοπέλας την κοιλιά και την παρακάλεσε να του πει πως έγινε και είχε αυτή τέτοιο σημάδι επάνω της.
Η κοπέλα «σιφτέν ’κ’εθέλεσεν», στην αρχή δεν θέλησε, αλλά μετά τα παρακάλια του, του είπε πως ένας κλέφτης πήγε κι έμεινε κάποτε στο σπίτι τους κι εκείνος τη μαχαίρωσε, αλλά ο θεός τη λυπήθηκε και κακό δεν έπαθε. Μοναχά τα δηλητήρια που την κρατούσαν άρρωστη έτρεξαν έξω κι έτσι έγινε καλά.
Τότε ο νεαρός, έπεσε στα χέρια της και της είπε πως εκείνος έκανε το κακό και «εψαλάφεσεν συγχώρησιν» και έζησαν καλά και ευτυχισμένα και βγήκε και ο λόγος που λέει: «Ὁ Θεός ντό γράφτ’ ’κι’ ἀπογράφκεται».