3 χρόνια χωρίς το Γωγοπούλ... |
3 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του Κωστάκη Πετρίδη και αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα κείμενο του Δημήτρη Πιπερίδη που γράφτηκε λίγες μέρες μετά το θάνατο του.
Βρέθηκα πριν από λίγες μέρες στον κεντρικό δρόμο της Καλαμαριάς χάρις στο απελπισμένο SOS μιας καλής φίλης, που είχε την απερισκεψία να επισκεφτεί με το ανιψάκι της το βιβλιοπωλείο του «Ιανού» χωρίς να υπολογίζει το ξαφνικό μπουρίνι που ήταν ολοφάνερο ότι ερχόταν.
Καθώς τα σύγχρονα βιβλιοπωλεία δεν μου προκαλούν πλέον καμία εντύπωση -ίσως γιατί είχα την τύχη να προλάβω, έστω και στο λυκόφως τους, τα παλιά- και μη έχοντας κάτι πιο ενδιαφέρον για να περάσω την ώρα μου εν όσο ο πιτσιρίκος θα ταλαντευόταν ανάμεσα σε τερατοβριθή γιαπωνέζικα manga και αμερικανικής έμπνευσης κακοποιήσεις της ελληνικής μυθολογίας του τύπου «ο Ηρακλής και η Ζήνα στον πλανήτη των μεταλλαγμένων πιθήκων», στάθηκα κάτω από ένα μπαλκόνι κι άρχισα να χαζεύω τους περαστικούς, που έσπευδαν να προφυλαχτούν από την επαπειλούμενη νεροποντή.
Και τότε το μάτι μου έπεσε απέναντι, σ’ εκείνο το σπίτι. Ένα τυπικό διώροφο τσιμεντένιο σπίτι της δεκαετίας του ’70, από αυτά που τόσο γρήγορα έπνιξαν με την ομοιομορφία τους τις λιγότερο κεντρικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Όλα του τα στόρια ήταν κατεβασμένα και μόνο από τις χαραμάδες της μίας μπαλκονόπορτας μπορούσε κανείς να διακρίνει ότι μέσα ήταν κάποιος με αναμμένο το φως.
Το σπίτι αυτό το ήξερα καλά, το είχα επισκεφτεί μερικές φορές πριν από πολλά χρόνια.
Ήταν το σπίτι του Γώγου Πετρίδη, του μεγαλύτερου λυράρη όλων των εποχών και του ανθρώπου που είχε στοιχειώσει με τη μεγαλοφυΐα του τα όνειρα κάθε φέρελπι λυράρη της εποχής μου (για τους νεώτερους δεν παίρνω κι όρκο…).
Δυστυχώς τον «Πατριάρχη» δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Πέθανε το Πάσχα του 1984, λίγες εβδομάδες πριν πιάσω για πρώτη φορά λύρα στα χέρια μου. Πρόλαβα όμως να γνωρίσω τους τρεις γιους του και περισσότερο απ’ όλους τον μικρότερο, τον «Κωστάκη», που είχε ξεχωρίσει από τότε ως ο «χρυσός» διάδοχος της δυναστείας. Βλέπετε το σπίτι που είχα μπροστά μου, δεν ήταν απλά η κατοικία ενός μεγάλου λυράρη, αλλά ο ίδιος ο «ομφαλός» της ποντιακής μουσικής. Γενιές ολόκληρες από λυράρηδες περίμεναν να αναβλύσουν από εκεί μέσα οι θεϊκές εκλάμψεις της μουσικής φαντασίας, που θα μεταδίδονταν από λυράρη σε λυράρη, για να αποτελέσουν τη μουσική επιταγή της σεζόν. Μέχρι τουλάχιστον να βγει η επόμενη.
Προσωπικά ήμουν από τους τυχερούς, από εκείνους που όχι μόνο πρόλαβαν να ακούσουν το «Γωγοπούλ’» στο απόγειο της δόξας του, αλλά να κάνουν και κάποιου είδους παρέα μαζί του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα καλοκαιρινό βράδι του 1992. Ήταν η χρονιά που διάβαζα για τις πανελλήνιες και το τηλεφώνημα με βρήκε σκυμμένο πάνω στον «Οιδίποδα Τύραννο». «Βάζω το Γωγοπούλ’, βάζεις ένα μπουκάλι σίβας;», μου είπε η φίλη, που ήταν στην άλλη πλευρά της γραμμής. Ομολογώ ότι δεν έχω καμία απολύτως σχέση με το αλκοόλ. Για πότε όμως ξύπνησα τον μπακάλη του χωριού για ν’ ανοίξει το μαγαζί του και να μου δώσει δύο φιάλες ευγενούς οινοπνεύματος, για πότε σήμανα τηλεφωνικά προσκλητήριο προς την υπόλοιπη τσακαλοπαρέα, για πότε στρώθηκε το τραπέζι, για πότε τέλος κατέφθασε το ταξί με τον αναπάντεχο επισκέπτη, ούτε που το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πολύ καλά, χάρη και σε μια πρόχειρη ερασιτεχνική ηχογράφηση που σώθηκε από εκείνη τη βραδιά, το τι ακολούθησε. Το Γωγοπούλ’ έπαιζε ασταμάτητα μέχρι τα ξημερώματα. Και δεν έπαιζε απλά, αλλά μεγαλουργούσε. Ελάχιστες φορές στη ζωή μου τον έχω ακούσει να παίζει με μεγαλύτερο πάθος και έμπνευση. Λες και γνώριζε από τότε τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Γιατί λίγο μετά και χωρίς κάποια προφανή αιτία αυτός ο μεγάλος λυράρης -αναμφίβολα ο μεγαλύτερος του καιρού του- άρχισε σταδιακά να αποσύρεται. Χωρίς μεγαλοστομίες και τυμπανοκρουσίες, χωρίς να δώσει καν μια απλή εξήγηση, κλείστηκε στο διώροφο της οδού Μεταμορφώσεως και ελάχιστοι πλέον από τους θαυμαστές του είχαν την τύχη να τον ξαναδούν και, κυρίως, να τον ακούσουν.
Η αποχώρησή του, σεμνή και διακριτική, όπως άλλωστε και ολόκληρη η ζωή του, προκάλεσε άπειρες συζητήσεις στο μικρόκοσμο των φανατικών της ποντιακής μουσικής. Κάποιοι την απέδωσαν στην απογοήτευσή του από τα νέα μουσικά ρεύματα που είχαν αρχίσει να εισβάλουν από τότε στο χώρο, κάποιοι άλλοι στην προβληματική σχέση του με τους τραγουδιστές, που είχαν πάρει οριστικά το πάνω χέρι στο ποντιακό πάλκο, άλλοι τέλος σε κάποια ακαθόριστη μελαγχολία, που τον βασάνιζε. Δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να αναζητήσω τους λόγους. Θυμάμαι μόνο ότι είχα θυμώσει πολύ με αυτή του την υποχώρηση, την οποία εξέλαβα σχεδόν ως λιποψυχία. Ίσως γιατί -παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας μου- συναισθανόμουν από τότε την τραγική περιπέτεια στην οποία είχε αρχίσει ήδη να μπαίνει η ποντιακή μουσική. Μια περιπέτεια την οποία ασφαλώς θα αντιμετώπιζε με λιγότερους κλυδωνισμούς, αν εξακολουθούσε να έχει στο τιμόνι της το χαρισματικότερο των θεραπόντων της.
Τα χρόνια που πέρασαν, τον θυμήθηκα πολλές φορές. Λιγότερο οργισμένος και περισσότερο ψύχραιμος -ίσως γιατί είχα ενοχληθεί κι εγώ από την ευκολία με την οποία έσπευσαν οι πάντες να τον επικρίνουν- άρχισα να αναπολώ τις παλιές καλές μέρες. Πάντοτε άλλωστε πίστευα ότι αυτόν τον άνθρωπο, που τόσες υπέροχες στιγμές μας χάρισε με τον ταλέντο του, εμείς οι Πόντιοι δεν τον καταλάβαμε ποτέ. Όπως ίσως δεν καταλάβαμε πλήρως ούτε και τον πατέρα του. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην περίπτωση του Κώστα Πετρίδη βλέπαμε μόνο το εξωτερικό του περίβλημα, τα σπάνια χαρίσματα με τα οποία είχε προικιστεί, προκειμένου να κατορθώσει κάποτε να σκαρφαλώσει στο μουσικό Όλυμπο όπου τον περίμενε το πεπρωμένο του: ένα ταλέντο που ξεχείλιζε από παντού, ένα ανόθευτο μουσικό βίωμα που του επέτρεπε να εναλλάσσεται με εκπληκτική ευκολία από το ρόλο του βιρτουόζου σε εκείνο του σεμνού συνεχιστή μιας παμπάλαιας ερμηνευτικής παράδοσης, και τέλος, τα δάκτυλά του, τα μακρύτερα και ωραιότερα δάχτυλα που, εγώ τουλάχιστον, είδα ποτέ σε ανθρώπινο πλάσμα.
Αναρωτιέμαι συχνά τι θα γινόταν, αν δεν είχαν έρθει έτσι τα πράγματα. Πως θα αντιμετώπιζε άραγε ο Κώστας Πετρίδης όλα αυτά τα καινοφανή φαινόμενα που ταλανίζουν το χώρο της ποντιακής μουσικής; Θα καταδεχόταν άραγε αυτός ο άνθρωπος-ορχήστρα να καθίσει δίπλα στους ξενόφερτους ηλεκτρονικούς «καταπατητές», που από ένα σημείο και πέρα ήρθαν και θρονιάστηκαν σχεδόν ετσιθελικά στο ταπεινό ποντιακό παλκοσένικο; Θα άντεχε να θέσει το όνομά του -και κυρίως όσα αυτό κουβαλούσε- υπό την (καλοπληρωμένη) σκέπη της ματαιοδοξίας ενός πιθανώς καλλίφωνου (αλλά πάντα καλοφτιαγμένου και ικανού στις δημόσιες σχέσεις) νεαρού τραγουδιστή; Θα είχε φαν κλαμπ; Και ποια θέση θα έπαιρνε, αν τον καλούσαν να σχολιάσει τους αιματηρούς πολέμους των θαυμαστών του με τις άλλες ποντιακές μουσικές φυλές του facebook; Είμαι βέβαιος ότι δεν θα έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Γιατί ο Κώστας Πετρίδης, όπως τον γνώρισα εγώ, είχε γεννηθεί για να παίζει μουσική και μόνο για αυτό. Ήταν ένας άνθρωπος καταδικασμένος να ζει μέσα στο μόνο χωροχρόνο που καταλάβαινε, εκείνο της μουσικής. Αυτό έκανε επί τόσα χρόνια και με αυτό ήταν ευχαριστημένος. Απλά κάποια στιγμή κοίταξε ξαφνικά γύρω του και διαπίστωσε ότι όλα ήταν εντελώς διαφορετικά από ότι τα ήξερε. Ούτε καν τα τραγούδια δεν ήταν πλέον τα ίδια. Είχαν χαλάσει κι αυτά.
Πήρε λοιπόν αθόρυβα τη μεγάλη απόφαση και μας άφησε. Μία και μόνη φορά δέχθηκε (για το χατίρι ενός καλού φίλου) να εμφανιστεί σ’ ένα μικρό μαγαζί στην Πτολεμαΐδα και μέσα σε δύο μόλις ώρες από τη στιγμή που ξεστόμισε από τηλεφώνου το απρόσμενο «ναι», τα τραπέζια του μαγαζιού είχαν γεμίζει με πλαστικές πινακίδες που έγραφαν «Ρεζερβέ». Ανέβηκε στο πατάρι, έπαιξε ολόκληρη τη νύχτα για όσους τυχερούς ήταν εκεί εκείνο το βράδι και από τότε δεν ξαναεμφανίστηκε δημόσια.
Πίσω από τα κατεβασμένα στόρια της οδού Μεταμορφώσεως ζει, συντροφιά με τις αναμνήσεις του, ένας μεγάλος λυράρης. Δεν έχει πλέον ανάγκη από το χειροκρότημά μας.
Προφανώς μας ζύγισε, μας μέτρησε και μας βρήκε λειψούς. Εγώ όμως, που έχω μεγάλη φαντασία, τολμώ να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν μια εκ των ημερών «έπαιρνε ανάποδες» και επέστρεφε. Δεν ξέρω πως θα ήταν και πως θα έπαιζε. Αρκεί μόνο να επέστρεφε, έστω και προσωρινά. Θα ξεχνούσαμε για λίγο το γκρίζο μουσικό τοπίο που μας περιβάλει και θα αφηνόμασταν να παραδοθούμε στο γοητεία του αυθεντικού και του μεγαλειώδους. Θα πλημμύριζαν για λίγο τα ραδιόφωνα από το «Ο πρόσωπο σ’ τραντάφυλλον» και τη «Λεγνέσσα». Θα άκουγαν επιτέλους και οι νέες γενιές τι εστί λύρα ποντιακή και θα συμπλήρωναν οι νεαροί λυράρηδές μας τις γνώσεις τους με κάποια μαθήματα που τους λείπουν (όχι τόσο από νότες -αυτές τις έχουν γραμμένες στα πεντάγραμμά τους και με το παραπάνω- όσο από ήθος ερμηνευτικό). Και μετά ας επέστρεφε στην ερημία του κι ας μας άφηνε στην παρακμή μας. Γένοιτο!
Κείμενο του Δημήτρη Πιπερίδη στο τεύχος 16 του περιοδικού Άμαστρις.
Καθώς τα σύγχρονα βιβλιοπωλεία δεν μου προκαλούν πλέον καμία εντύπωση -ίσως γιατί είχα την τύχη να προλάβω, έστω και στο λυκόφως τους, τα παλιά- και μη έχοντας κάτι πιο ενδιαφέρον για να περάσω την ώρα μου εν όσο ο πιτσιρίκος θα ταλαντευόταν ανάμεσα σε τερατοβριθή γιαπωνέζικα manga και αμερικανικής έμπνευσης κακοποιήσεις της ελληνικής μυθολογίας του τύπου «ο Ηρακλής και η Ζήνα στον πλανήτη των μεταλλαγμένων πιθήκων», στάθηκα κάτω από ένα μπαλκόνι κι άρχισα να χαζεύω τους περαστικούς, που έσπευδαν να προφυλαχτούν από την επαπειλούμενη νεροποντή.
Και τότε το μάτι μου έπεσε απέναντι, σ’ εκείνο το σπίτι. Ένα τυπικό διώροφο τσιμεντένιο σπίτι της δεκαετίας του ’70, από αυτά που τόσο γρήγορα έπνιξαν με την ομοιομορφία τους τις λιγότερο κεντρικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Όλα του τα στόρια ήταν κατεβασμένα και μόνο από τις χαραμάδες της μίας μπαλκονόπορτας μπορούσε κανείς να διακρίνει ότι μέσα ήταν κάποιος με αναμμένο το φως.
Το σπίτι αυτό το ήξερα καλά, το είχα επισκεφτεί μερικές φορές πριν από πολλά χρόνια.
Ήταν το σπίτι του Γώγου Πετρίδη, του μεγαλύτερου λυράρη όλων των εποχών και του ανθρώπου που είχε στοιχειώσει με τη μεγαλοφυΐα του τα όνειρα κάθε φέρελπι λυράρη της εποχής μου (για τους νεώτερους δεν παίρνω κι όρκο…).
Δυστυχώς τον «Πατριάρχη» δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Πέθανε το Πάσχα του 1984, λίγες εβδομάδες πριν πιάσω για πρώτη φορά λύρα στα χέρια μου. Πρόλαβα όμως να γνωρίσω τους τρεις γιους του και περισσότερο απ’ όλους τον μικρότερο, τον «Κωστάκη», που είχε ξεχωρίσει από τότε ως ο «χρυσός» διάδοχος της δυναστείας. Βλέπετε το σπίτι που είχα μπροστά μου, δεν ήταν απλά η κατοικία ενός μεγάλου λυράρη, αλλά ο ίδιος ο «ομφαλός» της ποντιακής μουσικής. Γενιές ολόκληρες από λυράρηδες περίμεναν να αναβλύσουν από εκεί μέσα οι θεϊκές εκλάμψεις της μουσικής φαντασίας, που θα μεταδίδονταν από λυράρη σε λυράρη, για να αποτελέσουν τη μουσική επιταγή της σεζόν. Μέχρι τουλάχιστον να βγει η επόμενη.
Προσωπικά ήμουν από τους τυχερούς, από εκείνους που όχι μόνο πρόλαβαν να ακούσουν το «Γωγοπούλ’» στο απόγειο της δόξας του, αλλά να κάνουν και κάποιου είδους παρέα μαζί του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα καλοκαιρινό βράδι του 1992. Ήταν η χρονιά που διάβαζα για τις πανελλήνιες και το τηλεφώνημα με βρήκε σκυμμένο πάνω στον «Οιδίποδα Τύραννο». «Βάζω το Γωγοπούλ’, βάζεις ένα μπουκάλι σίβας;», μου είπε η φίλη, που ήταν στην άλλη πλευρά της γραμμής. Ομολογώ ότι δεν έχω καμία απολύτως σχέση με το αλκοόλ. Για πότε όμως ξύπνησα τον μπακάλη του χωριού για ν’ ανοίξει το μαγαζί του και να μου δώσει δύο φιάλες ευγενούς οινοπνεύματος, για πότε σήμανα τηλεφωνικά προσκλητήριο προς την υπόλοιπη τσακαλοπαρέα, για πότε στρώθηκε το τραπέζι, για πότε τέλος κατέφθασε το ταξί με τον αναπάντεχο επισκέπτη, ούτε που το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πολύ καλά, χάρη και σε μια πρόχειρη ερασιτεχνική ηχογράφηση που σώθηκε από εκείνη τη βραδιά, το τι ακολούθησε. Το Γωγοπούλ’ έπαιζε ασταμάτητα μέχρι τα ξημερώματα. Και δεν έπαιζε απλά, αλλά μεγαλουργούσε. Ελάχιστες φορές στη ζωή μου τον έχω ακούσει να παίζει με μεγαλύτερο πάθος και έμπνευση. Λες και γνώριζε από τότε τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Γιατί λίγο μετά και χωρίς κάποια προφανή αιτία αυτός ο μεγάλος λυράρης -αναμφίβολα ο μεγαλύτερος του καιρού του- άρχισε σταδιακά να αποσύρεται. Χωρίς μεγαλοστομίες και τυμπανοκρουσίες, χωρίς να δώσει καν μια απλή εξήγηση, κλείστηκε στο διώροφο της οδού Μεταμορφώσεως και ελάχιστοι πλέον από τους θαυμαστές του είχαν την τύχη να τον ξαναδούν και, κυρίως, να τον ακούσουν.
Η αποχώρησή του, σεμνή και διακριτική, όπως άλλωστε και ολόκληρη η ζωή του, προκάλεσε άπειρες συζητήσεις στο μικρόκοσμο των φανατικών της ποντιακής μουσικής. Κάποιοι την απέδωσαν στην απογοήτευσή του από τα νέα μουσικά ρεύματα που είχαν αρχίσει να εισβάλουν από τότε στο χώρο, κάποιοι άλλοι στην προβληματική σχέση του με τους τραγουδιστές, που είχαν πάρει οριστικά το πάνω χέρι στο ποντιακό πάλκο, άλλοι τέλος σε κάποια ακαθόριστη μελαγχολία, που τον βασάνιζε. Δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να αναζητήσω τους λόγους. Θυμάμαι μόνο ότι είχα θυμώσει πολύ με αυτή του την υποχώρηση, την οποία εξέλαβα σχεδόν ως λιποψυχία. Ίσως γιατί -παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας μου- συναισθανόμουν από τότε την τραγική περιπέτεια στην οποία είχε αρχίσει ήδη να μπαίνει η ποντιακή μουσική. Μια περιπέτεια την οποία ασφαλώς θα αντιμετώπιζε με λιγότερους κλυδωνισμούς, αν εξακολουθούσε να έχει στο τιμόνι της το χαρισματικότερο των θεραπόντων της.
Τα χρόνια που πέρασαν, τον θυμήθηκα πολλές φορές. Λιγότερο οργισμένος και περισσότερο ψύχραιμος -ίσως γιατί είχα ενοχληθεί κι εγώ από την ευκολία με την οποία έσπευσαν οι πάντες να τον επικρίνουν- άρχισα να αναπολώ τις παλιές καλές μέρες. Πάντοτε άλλωστε πίστευα ότι αυτόν τον άνθρωπο, που τόσες υπέροχες στιγμές μας χάρισε με τον ταλέντο του, εμείς οι Πόντιοι δεν τον καταλάβαμε ποτέ. Όπως ίσως δεν καταλάβαμε πλήρως ούτε και τον πατέρα του. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην περίπτωση του Κώστα Πετρίδη βλέπαμε μόνο το εξωτερικό του περίβλημα, τα σπάνια χαρίσματα με τα οποία είχε προικιστεί, προκειμένου να κατορθώσει κάποτε να σκαρφαλώσει στο μουσικό Όλυμπο όπου τον περίμενε το πεπρωμένο του: ένα ταλέντο που ξεχείλιζε από παντού, ένα ανόθευτο μουσικό βίωμα που του επέτρεπε να εναλλάσσεται με εκπληκτική ευκολία από το ρόλο του βιρτουόζου σε εκείνο του σεμνού συνεχιστή μιας παμπάλαιας ερμηνευτικής παράδοσης, και τέλος, τα δάκτυλά του, τα μακρύτερα και ωραιότερα δάχτυλα που, εγώ τουλάχιστον, είδα ποτέ σε ανθρώπινο πλάσμα.
Αναρωτιέμαι συχνά τι θα γινόταν, αν δεν είχαν έρθει έτσι τα πράγματα. Πως θα αντιμετώπιζε άραγε ο Κώστας Πετρίδης όλα αυτά τα καινοφανή φαινόμενα που ταλανίζουν το χώρο της ποντιακής μουσικής; Θα καταδεχόταν άραγε αυτός ο άνθρωπος-ορχήστρα να καθίσει δίπλα στους ξενόφερτους ηλεκτρονικούς «καταπατητές», που από ένα σημείο και πέρα ήρθαν και θρονιάστηκαν σχεδόν ετσιθελικά στο ταπεινό ποντιακό παλκοσένικο; Θα άντεχε να θέσει το όνομά του -και κυρίως όσα αυτό κουβαλούσε- υπό την (καλοπληρωμένη) σκέπη της ματαιοδοξίας ενός πιθανώς καλλίφωνου (αλλά πάντα καλοφτιαγμένου και ικανού στις δημόσιες σχέσεις) νεαρού τραγουδιστή; Θα είχε φαν κλαμπ; Και ποια θέση θα έπαιρνε, αν τον καλούσαν να σχολιάσει τους αιματηρούς πολέμους των θαυμαστών του με τις άλλες ποντιακές μουσικές φυλές του facebook; Είμαι βέβαιος ότι δεν θα έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Γιατί ο Κώστας Πετρίδης, όπως τον γνώρισα εγώ, είχε γεννηθεί για να παίζει μουσική και μόνο για αυτό. Ήταν ένας άνθρωπος καταδικασμένος να ζει μέσα στο μόνο χωροχρόνο που καταλάβαινε, εκείνο της μουσικής. Αυτό έκανε επί τόσα χρόνια και με αυτό ήταν ευχαριστημένος. Απλά κάποια στιγμή κοίταξε ξαφνικά γύρω του και διαπίστωσε ότι όλα ήταν εντελώς διαφορετικά από ότι τα ήξερε. Ούτε καν τα τραγούδια δεν ήταν πλέον τα ίδια. Είχαν χαλάσει κι αυτά.
Πήρε λοιπόν αθόρυβα τη μεγάλη απόφαση και μας άφησε. Μία και μόνη φορά δέχθηκε (για το χατίρι ενός καλού φίλου) να εμφανιστεί σ’ ένα μικρό μαγαζί στην Πτολεμαΐδα και μέσα σε δύο μόλις ώρες από τη στιγμή που ξεστόμισε από τηλεφώνου το απρόσμενο «ναι», τα τραπέζια του μαγαζιού είχαν γεμίζει με πλαστικές πινακίδες που έγραφαν «Ρεζερβέ». Ανέβηκε στο πατάρι, έπαιξε ολόκληρη τη νύχτα για όσους τυχερούς ήταν εκεί εκείνο το βράδι και από τότε δεν ξαναεμφανίστηκε δημόσια.
Πίσω από τα κατεβασμένα στόρια της οδού Μεταμορφώσεως ζει, συντροφιά με τις αναμνήσεις του, ένας μεγάλος λυράρης. Δεν έχει πλέον ανάγκη από το χειροκρότημά μας.
Προφανώς μας ζύγισε, μας μέτρησε και μας βρήκε λειψούς. Εγώ όμως, που έχω μεγάλη φαντασία, τολμώ να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν μια εκ των ημερών «έπαιρνε ανάποδες» και επέστρεφε. Δεν ξέρω πως θα ήταν και πως θα έπαιζε. Αρκεί μόνο να επέστρεφε, έστω και προσωρινά. Θα ξεχνούσαμε για λίγο το γκρίζο μουσικό τοπίο που μας περιβάλει και θα αφηνόμασταν να παραδοθούμε στο γοητεία του αυθεντικού και του μεγαλειώδους. Θα πλημμύριζαν για λίγο τα ραδιόφωνα από το «Ο πρόσωπο σ’ τραντάφυλλον» και τη «Λεγνέσσα». Θα άκουγαν επιτέλους και οι νέες γενιές τι εστί λύρα ποντιακή και θα συμπλήρωναν οι νεαροί λυράρηδές μας τις γνώσεις τους με κάποια μαθήματα που τους λείπουν (όχι τόσο από νότες -αυτές τις έχουν γραμμένες στα πεντάγραμμά τους και με το παραπάνω- όσο από ήθος ερμηνευτικό). Και μετά ας επέστρεφε στην ερημία του κι ας μας άφηνε στην παρακμή μας. Γένοιτο!
Κείμενο του Δημήτρη Πιπερίδη στο τεύχος 16 του περιοδικού Άμαστρις.