Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

2 χρόνια χωρίς τον Χρήστο Αντωνιάδη - Μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του...

2 χρόνια χωρίς τον Χρήστο Αντωνιάδη - Μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του...
2 χρόνια χωρίς τον Χρήστο Αντωνιάδη - Μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του...

2 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, 29 Ιανουαρίου, όπου "φεύγει" από τη ζωή ο νευροχειρούργος και ποιητής του Ποντιακού Ελληνισμού, Χρήστος Αντωνιάδης. Έγραψε τραγούδια που περιγράφουν με τρόπο μοναδικό τις αλησμόνητες πατρίδες και τα βάσανα της προσφυγιάς, αναδεικνύουν μεγάλα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας και υμνούν τις ανθρώπινες σχέσεις και τον έρωτα. Ποιος δεν έχει ακούσει «Την Πατρίδα μ’ έχασα», «Πατρίδα μ’ αραεύωσε», «Μαυροθάλασσα» κλπ.

Ως ελάχιστο φόρος τιμής, αναδημοσιεύουμε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του Χρήστου Αντωνιάδη που δόθηκε στο Δημήτρη Πιπερίδη και το περιοδικό Άμαστρις (τεύχος 19).


Συνέντευξη στο Δημήτρη Πιπερίδη

Έχω πρόβλημα με το σύγχρονο ποντιακό στίχο και δεν το κρύβω. Κατ’ αρχήν δεν μπόρεσα ποτέ να ξεκαθαρίσω μέσα μου -κι ας παλεύω τόσα χρόνια με στίχους και μελωδίες- ποιόν στίχο θα πρέπει να θεωρώ καλό και ποιόν όχι. Ένα ποιητικό αριστούργημα π.χ. γραμμένο στα φτωχά και «αποχυμωμένα» ποντιακά της γενιάς μου, μπορεί να θεωρηθεί καλός στίχος; Από την άλλη πως αξιολογείς έναν γλωσσικά άψογο στίχο, εφόσον πέφτει στην παγίδα να μιλάει για «παρχάρια και κερβάνες» εν έτει 2011; Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένα σχετικά ασφαλές κριτήριο αξιολόγησης είναι το κατά πόσο ο στίχος αυτός ανταποκρίνεται στα κοινωνικά αιτήματα της εποχής. Σύμφωνα με αυτή την άποψη αν η συγγραφή στίχων είναι ένα δύσκολο στοίχημα, τότε στίχος που έχει αγκαλιαστεί από το λαό, δεν μπορεί παρά να είναι κερδισμένο στοίχημα. Χαρακτηριστική περίπτωση το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος», του Χρήστου Αντωνιάδη. Νομίζω ότι κανένας άλλος σύγχρονος ποντιακός στίχος δεν έχει κατορθώσει να εκφράσει με τόση επιτυχία -σχεδόν να επιγραμματοποιήσει- ένα γενικότερο κοινωνικό αίτημα. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο που ακούγεται το ίδιο συχνά είτε από το χείλη Ποντίων τραγουδιστών, είτε από τα χείλη (Ποντίων και μη) πολιτευομένων, που αναγκάστηκαν να τον αποστηθίσουν.

Γνωρίζω το Χρήστο Αντωνιάδη πολλά χρόνια. Είχα αρκετές φορές την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του τις απόψεις του για τα της ποντιακής μουσικής, αλλά και τα της ποντιακής κοινωνίας. Δεν συμφωνούμε πάντα. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι συνήθως δυσκολεύομαι να τον αντικρούσω. Ίσως γιατί ως συζητητής εμφανίζει ένα πρόσωπο ριζικά διαφορετικό απ’ ότι ως στιχουργός. Αν στην περίπτωση του στιχουργού Αντωνιάδη ξεχωρίζει αμέσως το συναίσθημα, στην περίπτωση του συνομιλητή παίρνει αμέσως το πάνω χέρι η ψυχρή λογική. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην επιστημονική του συγκρότηση (έχω την εντύπωση ότι τα πιο «μαθηματικά μυαλά» που γνώρισα, δεν ήταν κατ’ επάγγελμα μαθηματικοί, αλλά γιατροί), όσο ο απόλυτα ψυχρός τρόπος με τον οποίο έχει μάθει να αναλύει τα δεδομένα. Και είναι λογικό. Αν στα επτά σου χρόνια είσαι υποχρεωμένος να ακολουθείς τη γιαγιά σου σε ένα καπνοχώραφο της Κοζάνης και σαράντα χρόνια αργότερα έχεις φτάσει να σε μεταφέρουν με ελικόπτερο στα Σκόπια για να χειρουργήσεις ως επιστημονική αυθεντία τον ασθενή Κίρο Γκλιγκόρωφ, δεν μπορεί παρά να έχεις μάθει πολύ καλά τη ζωή και τα δεδομένα της.

Έγραψα παραπάνω για το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος». Είναι μαζί με το «Ντο να εφτάγω την παράν» οι δύο μεγαλύτερες ίσως επιτυχίες του Χρήστου Αντωνιάδη. Προσωπικά δεν με άγγιξαν. Στην πρώτη περίπτωση γιατί ανήκα σε μια ποντιακή γενιά που δεν είχε βιώσει -παρά μόνο εξ αντανακλάσεως- την εμπειρία του κοινωνικού αποκλεισμού. Στη δεύτερη γιατί, όταν κυκλοφόρησε, ήμουν πολύ νέος για να έχω γονικές ευαισθησίες. Θυμάμαι όμως έναν άλλο στίχο του, λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, που όμως εμένα συγκλόνισε: «λιθάρ’ ντο κείσαι αιρετίν, σο κεμερόπο μ’ κές-ι, ρούξον κι έπαρ’ το ψόπο μου, ας θάφ’νε με αδακές-ι». Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι στίχοι που να εκφράζουν με μεγαλύτερη επιτυχία τον πόνο του πρόσφυγα, που παρακαλά να πεθάνει κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στον τόπο που γεννήθηκε. Ήταν ένας από τους ελάχιστους στίχους που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια και τον οποίο ζήλεψα πραγματικά σε βαθμό που να με αναγκάσει να πάρω ένα χαρτί και να προσπαθήσω –ανεπιτυχώς- να το μιμηθώ.

Αναρωτιέμαι τι μπορεί να είναι αυτό που κάνει έναν πετυχημένο νευροχειρουργό να καταναλώνει τον πολύτιμο χρόνο του γράφοντας στίχους…

Όσο δραστήριος κι αν είναι ένας γιατρός και όση έφεση κι αν έχει για εργασία, πιστεύω είναι αναγκαία μια παράλληλη δραστηριότητα, η οποία θα τον ξεκουράζει ψυχικά και σωματικά. Χρόνος υπάρχει για όλους και για όλα αρκετός, αρκεί να βρεις τον τρόπο να τον αξιοποιήσεις σωστά. Προσωπικά έκρινα ότι εκείνο με το οποίο θα μπορούσα να ασχοληθώ και να χαρίσω στον εαυτό μου μερικές στιγμές χαλάρωσης ήταν η συλλογή «μαγικών» ποντιακών λέξεων με σκοπό τη δημιουργία στίχων και στόχο τη διατήρηση της ποντιακής διαλέκτου.

Πως ξεκινήσατε να γράφετε;

Αφορμή ήταν ο φίλος Χρήστος Χρυσανθόπουλος και αιτία η αγάπη μου για την ποντιακή διάλεκτο. Με την επιστροφή μου από τη Γερμανία το 1986 γνώρισα τον Χρυσανθόπουλο, τον οποίο από την πρώτη στιγμή θαύμασα για το ήθος του, την ανθρωπιά του και γενικά τη συμπεριφορά του ως λαϊκού καλλιτέχνη. Του έλεγα συχνά «είσαι ένας καλός λυράρης, αλλά πέρα από τα παραδοσιακά οι στίχοι των τραγουδιών σου δεν με εμπνέουν». Η απάντηση του ήταν άμεση και κοφτή: «Αν δε σου αρέσουν, προσπάθησε να γράψεις εσύ στίχους για να δεις πόσο δύσκολο είναι». Μετά από αυτή τη συζήτηση η πρώτη ευκαιρία που μου δόθηκε να δοκιμάσω να γράψω και εγώ στίχους ήταν το 1989 όταν επέστρεψα από μία εκδρομή στην Τραπεζούντα, όπου είχα πάει με μία παρέα φίλων. Είχα τέτοια ψυχικά ερεθίσματα, που αισθάνθηκα έντονα την ανάγκη να τα εκφράσω με ποντιακή τοπολαλιά και μάλιστα έμμετρα. Το πρώτο που έκανα μετά την επιστροφή μου λοιπόν, ήταν να καθίσω στη Χαλκιδική, όπου είχα πάει για διακοπές, και να γράψω τα πρώτα μου τραγούδια με θέμα την αλησμόνητη πατρίδα. Δύο-τρεις μέρες αργότερα ήρθε ο Χρυσανθόπουλος και βάλαμε μπρος τη μελοποίηση.
  

Ποιος είναι ο πρώτος στίχος που έχετε γράψει; Τον θυμόσαστε;

Βεβαίως. Άλλωστε από εκεί ξεκίνησαν όλα. «Ονέρ’τα, πόνια, τάματα κι απόκρυφον ελπίδαν, εμέν’ το γέρον έσυραν ’ς σ’ έρημον την πατρίδαν». Με την παρουσία μου στον Πόντο συνειδητοποίησα αυτόματα ότι, η ψυχή μου το σώμα μου και τα μάτια μου μετουσιώθηκαν σε αυτά των παππούδων και γιαγιάδων μου.

Γιατί όμως στίχους και όχι κάτι άλλο, π.χ. πεζογραφία;

Στην ποίηση το θέμα υπηρετεί τις λέξεις ενώ στην πεζογραφία, οι λέξεις υπηρετούν το θέμα. Εγώ σαν κλασσικός κυνηγός των ποντιακών λέξεων με σκοπό να συμβάλλω στη διατήρηση της ποντιακής διαλέκτου επέλεξα την ποίηση. Διαβάζω συχνά το «Ροδάφνον» του Κώστα Διαμαντίδη και διαπιστώνω ότι τέτοιο ταλέντο δεν το διαθέτω. Υποσυνείδητα λοιπόν ανέθεσα σε αυτόν να αναλάβει την πεζογραφία.

Αγαπημένοι σας Πόντιοι λογοτέχνες της πρώτης γενιάς;

Το «καλαντόνερον» του Γιώργου Ζερζελίδη είναι για μένα το Ευαγγέλιο της ποντιακής πεζογραφίας. Συχνά επίσης επαναλαμβάνω την ανάγνωση των βιβλίων του Στάθη Χριστοφορίδη (Σάρπογλη). Κατά την ταπεινή μου γνώμη ο Ζερζελίδης είναι ο «Παπαδιαμάντης» και ο Χριστοφορίδης ο «Καρκαβίτσας» του Ποντιακού Ελληνισμού. Με την ίδια συγκίνηση διαβάζω και τους τέσσερις.

Ο Χριστοφορίδης ήταν συγχωριανός σας. Τον γνωρίσατε;

Βέβαια, πάρα πολύ καλά. Είναι ένας από τους ανθρώπους που σημάδεψε την παιδική ψυχή μου με τις διηγήσεις του, που αφορούσαν τη ζωή στον Πόντο.

Είπατε ότι το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τον ποντιακό στίχο, ήταν έναν ταξίδι στον Πόντο. Πριν από αυτό το ταξίδι ποια ήταν η σχέση σας με την ποντιακή μουσική;

Μέχρι την ηλικία των επτά ετών νόμιζα ότι μουσική είναι μόνο η ποντιακή και μουσικό όργανο μόνο η λύρα. Κι αυτό γιατί μέχρι την ηλικία εκείνη δεν είχα ακούσει ραδιόφωνο και δεν είχα πάει σε άλλη περιοχή πέρα από μια ακτίνα δύο-τριών χιλιομέτρων γύρω από το χωριό μου. Για να καταλάβετε, όταν έπρεπε στο δημοτικό να μάθω το τραγούδι «Η κεντημένη σου ποδιά, μωρ’ Βλάχα μ’», ξεχώριζα τις συλλαβές και όχι τις λέξεις με αποτέλεσμα να το τραγουδώ χωρίς να αντιλαμβάνομαι τι λέω.

Η μητρική σας γλώσσα ήταν η ποντιακή; Τι γλώσσα μιλούσατε στην οικογένειά σας;

Μόνο ποντιακά, με αποτέλεσμα μέχρι την τετάρτη τουλάχιστον δημοτικού να μη μπορώ να εκφραστώ εύκολα. Για αυτό λέω συχνά ότι οι «παλαιοελλαδίτες» μπορεί να μας χρωστούν πολλά, αλλά εμείς πρέπει να τους είμαστε ευγνώμονες τουλάχιστον για ένα πράμα: αυτοί μας έμαθαν γράμματα. Στα πλαίσια της προσπάθειας για τη βελτίωση μας στα νεοελληνικά την εποχή του 1960 με εντολή των δασκάλων απαγορεύτηκε στους γονείς να μιλούν στα παιδιά τους την ποντιακή διάλεκτο στο σπίτι. Αυτό συνέβαλε στον μερικό εκφυλισμό της ποντιακής διαλέκτου. Σκεφτείτε πως σήμερα με την αδελφή μου που είναι κατά τέσσερα χρόνια μικρότερη μου, μιλάω αυτόματα στα νεοελληνικά ενώ με τη μάνα μου μονίμως στα ποντιακά. Βρισκόμαστε δηλαδή οι τρεις μας και η συζήτηση γίνεται στα νεοελληνικά και παράλληλα στα ποντιακά.

Σήμερα πόσες ευκαιρίες έχετε να μιλήσετε ποντιακά στην καθημερινότητά σας;

Αρκετές. Συχνά τα Σαββατοκύριακα στο χωριό μου την Ξηρολίμνη Κοζάνης, όπου ακόμα και οι ντόπιοι φίλοι μου καταλαβαίνουν τα ποντιακά. Επίσης με πολλούς Πόντιους συναδέλφους, π.χ. με τον Παναγιώτη Σελβιαρίδη ή το Χάρη Μαυρίδη. Αλλά και στο χειρουργείο, με πολλές αδελφές και νοσοκόμους, Πόντιους και μη.

Έχετε μετρήσει πόσα τραγούδια έχετε γράψει μέχρι σήμερα;

Πάνω από πενήντα.

Αριθμητικά δεν φαίνονται πάρα πολλά.

Μα για μένα δεν ήταν ποτέ ζητούμενο να γράψω πολλά. Δεν βλέπω το στίχο σαν μέσο για να γίνω γνωστός ή να βελτιώσω το ποντιακό τραγούδι. Πρέπει να το ξεκαθαρίσω ότι δεν αισθάνομαι τόσο σαν στιχουργός, όσο σαν κυνηγός «μαγικών» λέξεων που τις στοιχειοθετώ έμμετρα. Δέχομαι ότι ο στιχουργός είναι ποιητής και ότι η ποίηση είναι τέχνη, όμως εγώ δεν υπηρετώ την τέχνη. Εγώ είμαι στρατευμένος στην υπηρεσία της ποντιακής διαλέκτου. Δίνω μέσω του στίχου έναν αγώνα για να μείνουν οι λέξεις ζωντανές, δηλαδή η διάλεκτος. Βέβαια πολλές φορές παρεξηγούμαι για τις λέξεις που χρησιμοποιώ. Επιμένω όμως ότι η γλώσσα μας θα παραμείνει ζωντανή, μόνο αν προσαρμόζεται στις σημερινές ανάγκες έκφρασης. Μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός: αφομοιώνει-αφομοιώνεται, τρώει-τρώγεται και - ιδιαίτερα στην εποχή μας - καταβροχθίζει και καταβροχθίζεται. Όπως ο άνθρωπος χρειάζεται και αναζητά το παλιό κρασί και το φρέσκο λάδι, έτσι και η γλώσσα έχει ανάγκη τις παλιές, ξεχασμένες λέξεις αλλά και τις φρέσκιες για να επιβιώσει.
  

Το μεγάλο σας «σουξέ» -για να το πω έτσι- είναι το «Ντο να εφτάγω την παράν». Όταν το γράφατε, φανταζόσαστε ότι θα έχει τόσο μεγάλη επιτυχία;

Ακούγεται τετριμμένο, αλλά όλα μου τα τραγούδια τα νιώθω σαν παιδιά μου. Ξέρω πώς γεννήθηκε το καθένα και τί τύχη είχε στη ζωή του. Ξέρω δηλαδή ποιός το βάφτισε, ποιός το μόρφωσε και ποιός το παντρεύτηκε. Το τραγούδι «Χαρά» όμως είναι ειδική γέννα. Δημιουργήθηκε για να εκφράσει το πατρικό συναίσθημα, γιατί γράφτηκε όταν ήρθε στον κόσμο το στερνοπαίδι μου, η Χαρά. Η συναισθηματική ωριμότητα που διακρίνει το στίχο, η μελωδία και η καλή εκτέλεση συνέβαλαν στην επιτυχία αυτού του τραγουδιού. Κατορθώσει έτσι να αγγίξει την ευαίσθητη χορδή κάθε πατέρα και κάθε μάνας.

Πιάσατε ποτέ τον εαυτό σας να σκέφτεται γράφοντας ένα τραγούδι, «ας το γράψω έτσι για να έχει μεγαλύτερη επιτυχία;»

Όχι. Αυτό είναι γνώρισμα των επαγγελματιών στιχουργών και εγώ δεν αισθάνομαι επαγγελματίας αλλά -θα το επαναλάβω ακόμα μία φορά- κυνηγός λέξεων.

Ένας άλλος στίχος σας που συνάντησε αντιδράσεις και επικρίσεις ήταν τα «μεταλλαγμένα»: «ατώρα όλια ψεύτικα, όλια μεταλλαγμένα….». Κάποιοι θεώρησαν ότι ένα σύγχρονο ζήτημα, όπως αυτό των μεταλλαγμένων τροφίμων, δεν συνάδει με μια παραδοσιακή μελωδία. Τι απαντάτε σε αυτές τις επικρίσεις;

Επανέρχομαι σε αυτό που σας είπα νωρίτερα, ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος αφομοιώνει και αφομοιώνεται. Σαν διάλεκτος τα Ποντιακά έχουν δύο δυνατότητες: την επιβίωση ή την εξαφάνιση. Καθοριστικό παράγοντα επιβίωσης αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, η προσαρμογή της ποντιακής διαλέκτου στις ανάγκες της εποχής. Στην εποχή μας καλώς ή κακώς επιβλήθηκαν τα μεταλλαγμένα. Καθημερινά ακούμε γι’ αυτά και συχνά ζούμε με αυτά. Η λέξη «αλλάζω» και «μεταλλάζω» ανήκει και στην ποντιακή διάλεκτο. Η μαγικές ποντιακές λέξεις, «ψεύτικα», «φαΐν», «ποτίν» και «σεβντιαλούκ» καθώς και η έκφραση «όλια σ’ ομάτια μ’ ξένα» ισχυροποιούν το νόημα τους τη στιγμή που συνυπάρχουν με τη λέξη της εποχής μας «μεταλλαγμένα». Ο στιχουργός με τη στοιχειοθέτηση αυτών των λέξεων πετυχαίνει κατά τη γνώμη μου αφενός να διατηρήσει τις μαγικές λέξεις και αφετέρου να τονίσει την εμμονή του νέου Πόντιου στον παραδοσιακό ποντιακό πολιτισμό. Η λέξη «μεταλλαγμένα» δεν μπορεί να απαγορευτεί από το ποντιακό λεξιλόγιο, μιας και αποτελεί λέξη που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Στην περίπτωση που η τοποθέτηση μου αυτή είναι λανθασμένη, η ίδια η κοινωνία θα την απορρίψει. Επειδή κατά γενική ομολογία ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, είναι προτιμότερο να γίνει κάτι το οποίο θα περιέχει λάθη παρά να μη γίνει τίποτα και να παραμένει αλάθητο. Εξάλλου, αυτό που οφείλει να πράττει κάποιος που θέλει να ασκήσει κριτική σε ένα οποιοδήποτε ποίημα, είναι να μην απομονώνει τις λέξεις αλλά να τις αντιμετωπίζει ως σύνολο και ταυτόχρονα να εξετάζει την αρμονική συνύπαρξη τους. Ας αφήσουμε τους αναγνώστες σας λοιπόν, να ασκήσουν κριτική οι ίδιοι στην ολοκληρωμένη στροφή:

«Ατώρα όλια ψεύτικα
όλια μεταλλαγμένα
Φαΐν, ποτίν και σεβντιαλούκ
Σ’ οματια μ’ όλια ξένα»

Έχετε μεταφράσει τη «Μήδεια» του Ευριπίδη στα ποντιακά…

Αυτό πάλι είναι μια άλλη ιστορία. Όπως ο Χρυσανθόπουλος στην περίπτωση των στίχων, έτσι και σε αυτήν την περίπτωση ο «ηθικός αυτουργός» ήταν ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. Ήμασταν στην Τραπεζούντα πριν μια δεκαετία περίπου, όταν μου είπε «ακούω συχνά τα τραγούδια σου, μου αρέσουν ιδιαίτερα και νομίζω ότι είσαι από αυτούς που μπορούν να μεταφράσουν τη Μήδεια στα ποντιακά». Τον ρώτησα «φίλε, γιατί με ρίχνεις κατευθείαν στα βαθιά;» και μου απάντησε «Γιατί η Μήδεια ήταν Πόντια». Τη στιγμή εκείνη δεν το πήρα στα σοβαρά. Στη συνέχεια έκανα μια προσπάθεια, μετέφρασα μερικά χωρικά, τα είδε, ενθουσιάστηκε και έτσι προχώρησα.

Έχει ολοκληρωθεί;

Βέβαια, έχει δύο χρόνια που τελείωσε, απλώς δεν έχει εκδοθεί. Περιμένω το Χριστόφορο Χριστοφορίδη να κάνει τις ορθογραφικές διορθώσεις. Όσον αφορά τη μεταφορά του στο θέατρο, αυτό θα το κρίνει ο Ιεροκλής.

Πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσει κανείς Ευριπίδη στα ποντιακά;

Και μόνο η σκέψη αποτελεί ύβρη υπό την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Μη γελιόμαστε, η πιστή μετάφραση της «Μήδειας» του Ευριπίδη θεωρώ πως είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Εγώ απλώς έκανα μια προσπάθεια ελεύθερης μετάφρασης ψάχνοντας τα όρια της ποντιακής διαλέκτου.

Να υποθέσω, δηλαδή, ότι συμφωνείτε με αυτό που είχε γράψει κάποτε ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ότι η ποντιακή διάλεκτος είναι φτωχή εκφραστικά;

Αναμφισβήτητα είναι φτωχή συγκρινόμενη με τη νεοελληνική γλώσσα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι με μία φτωχή «αγροτική - βουκολική» διάλεκτο δεν μπορούν να δημιουργηθούν αξιόλογα έργα. Διότι κατά γενική ομολογία στην τέχνη μπορεί να συμβάλλει πολύ το «δομικό υλικό», αλλά όχι μοναδικά και καθοριστικά.

Σας ενοχλεί η κακή χρήση του έργου σας; Πως αισθάνεστε αν βρεθείτε σε ένα πανηγύρι και ακούσετε έναν κακό τραγουδιστή να «εκτελεί» ένα δικό σας τραγούδι;

Σαν να κακοποιείται ένα από τα παιδιά μου.

Σας έχει τύχει να μην μπορέσετε να κρατηθείτε και να εκδηλώσετε με κάποιον τρόπο τη δυσαρέσκειά σας;

Όχι, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις συγκρατήθηκα εντελώς οριακά. Αυτοί όμως που κάθονται δίπλα μου, αντιλαμβάνονται πως το γεγονός αυτό με θλίβει.

Γράφοντας έναν στίχο έχετε συνήθως κατά νου τον τραγουδιστή που θα το τραγουδήσει;

Συνήθως όχι. Γράφω πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μου, να δω μέχρι που φτάνω, μέχρι που είναι τα όρια μου. Αυτό που πιστεύω πως με βοηθά πολύ στο να γράψω ένα τραγούδι είναι να γνωρίζω εκ των προτέρων τη μουσική επένδυση.

Δίνετε όμως την εντύπωση ότι συνεργάζεστε με έναν πολύ συγκεκριμένο κύκλο Ποντίων καλλιτεχνών.

Με το Χρήστο Χρυσανθόπουλο δεν το θεωρώ συνεργασία αλλά «εντολή» του ίδιου να γράψω στίχους, τους οποίους και εκτέλεσε με τον Στέλιο Καζαντζίδη και το Στάθη Νικολαΐδη. Όσον αφορά τον πατριώτη και φίλο Κώστα Σιαμίδη, τον οποίο γνωρίζω από τα πρώτα του βήματα, και τους κοινούς μας φίλους Αχιλλέα Βασιλειάδη και Γιάννη Κουρτίδη η συνεργασία μας ήταν εξαιρετική. Εξάλλου, όταν άνοιξε το Παρακάθ’, εγώ ως «δεξάμενος» όφειλα να τους κάνω ένα δώρο. Έτσι έγινε ο δίσκος «Μαυροθάλασσα». Επειδή ο Χρυσανθόπουλος μου είπε κάποτε «ότι κι αν συμβεί σε μένα εσύ φιλαράκι μη σταματήσεις να γράφεις ποντιακά τραγούδια», θέλοντας να πραγματοποιήσω την επιθυμία του, έγραψα τα τραγούδια του δίσκου «Πισάγκωνα δεμένος», τα οποία τραγούδησε ο Γιώργος Στεφανίδης. Ο Γιώργος υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Χρήστου και η χροιά της φωνής του δεν παύει να μου τον θυμίζει. Επομένως, για να σου απαντήσω στην ερώτηση σου, όλη αυτή η διαδικασία ήταν επιλογή της ίδιας της ζωής. Δεν ήταν επιλογή δική μου. Μακάρι να έρθει μια εποχή που να έχω τον χρόνο και τον τρόπο να γράφω για όλους τους Πόντιους καλλιτέχνες.

Οι απόψεις σας περί νεωτερικότητας κατά το πρόσφατο στρογγυλό τραπέζι που διοργάνωσε το περιοδικό μας, ξάφνιασαν. Είναι σαφής η άποψή σας ότι οτιδήποτε δεν ανανεώνεται, πεθαίνει. Δεν φοβόσαστε όμως ότι η υπερβολική ανανέωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλοίωση της μουσικής μας παράδοσης;

Νομίζω ότι η ζωή έχει τους δικούς της αμυντικούς μηχανισμούς. Μη υποτιμούμε την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού φίλτρου. Προσωπικά δεν έχω κανένα απολύτως άγχος για το τι θα ακουστεί. Αν δεν είναι καλό, θα ακουστεί και γρήγορα θα ξεχαστεί, όπως συμβαίνει με όλες τις τέχνες. Κάθε μέρα παράγεται τέχνη και κάθε μέρα παράγεται νεολεξία σε παγκόσμιο επίπεδο. Περνάει και εξαφανίζεται σαν τη γρίπη. Αυτό που μένει, είναι ό,τι η ίδια η ζωή επέτρεψε να επιβιώσει. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να διακατεχόμαστε από αυτό το άγχος. Είναι δυνατόν ένας στιχουργός ή ένας στίχος να αλλάξει μία διάλεκτο; Μα αν την αλλάξει, σημαίνει ότι έπρεπε να αλλάξει. Επομένως δε βλέπω κανέναν κίνδυνο στο να δημιουργείς λέξεις, στίχους ή μελωδίες. Αντίθετα βλέπω κινδύνους και μάλιστα σημαντικούς στη στασιμότητα, στα λιμνάζοντα ύδατα.

Ποια είναι η σχέση σας με το χώρο των ποντιακών σωματείων;

Είμαι πολύ κοντά στο χώρο των ποντιακών σωματείων, όπως και στο χώρο της πολιτικής, αλλά θεωρώ ότι λόγω έλλειψης χρόνου και λόγω χαρακτήρα δεν είμαι ο κατάλληλος για τέτοιες θέσεις. Για να δημιουργήσεις κάτι, χρειάζεται χρόνος και τρόπος. Εγώ τρία πράγματα έχω στη ζωή μου πέρα από την οικογένειά μου: τη δουλειά μου, τα ποντιακά και το κτήμα μου. Ήδη αισθάνομαι ότι δεν προλαβαίνω για όλα αυτά. Επομένως θαυμάζω αυτούς που ασχολούνται με τα ποντιακά σωματεία και προσπαθώ να τους στηρίζω, χωρίς όμως να μπορώ να έχω ιδιαίτερα ενεργή συμμετοχή.

Ως προς το χρόνο το καταλαβαίνω. Ως προς το χαρακτήρα;

Από πολύ μικρή ηλικία διαπίστωσα ότι δεν διαθέτω την ευελιξία που απαιτεί η σημερινή κοινωνία. Είμαι σχετικά απόλυτος. Το νιώθω άλλωστε και στη δουλειά μου. Από τη στιγμή που το διαπίστωσα, προσπάθησα να αλλάξω και δυστυχώς ή ευτυχώς δεν τα κατάφερα και επειδή στο ποντιακό χώρο όπως και σε κάθε σωματείο το «απόλυτο» δεν χωράει, κρίνω τον εαυτό μου ακατάλληλο για μια ενεργότερη συμμετοχή.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ολοένα και περισσότερα νέα παιδιά να αφιερώνουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στα ποντιακά τους ενδιαφέροντα. Αυτή η ενασχόληση των Ποντίων με την ιστορία και τον πολιτισμό τους παράγει προοπτική;

Βεβαίως και δημιουργούν μια προοπτική. Να μην ξεχνάμε όμως ότι κάθε αγώνας έχει και «παράπλευρες απώλειες». Μερικά παιδιά είναι θύματα της υπερβολικής αγάπης τους για τα ποντιακά πράματα. Πρέπει να βρουν όμως τη χρυσή τομή, τον τρόπο ώστε να μην περιοριστούν τα ενδιαφέροντα τους μόνο στα ποντιακά. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα νέα παιδιά. Υπάρχει μια γενικότερη «ιδρυματική» λογική στην ενασχόλησή μας με την ποντιακή μας ταυτότητα. Οτιδήποτε γίνεται αυτοσκοπός και σε υποχρεώνει να περιστρέφεσαι γύρω από ένα στόχο, είναι μη φυσιολογικό. Σήμερα ο τρόπος ζωής, ο τρόπος της επικοινωνίας, η υπερπληροφόρηση και τα πολλά ερεθίσματα που δεχόμαστε από διάφορους πολιτισμούς μας επιβάλλουν -ιδιαίτερα στους νέους μας- να έχουμε ένα στόχο (εν προκειμένω τη διατήρηση της ταυτότητάς μας), χωρίς όμως να γίνεται ο στόχος αυτός αυτοσκοπός.

Υπάρχει σήμερα πνευματική ηγεσία στον ποντιακό χώρο;

Σίγουρα υπάρχει. Είμαι πεπεισμένος ότι είμαστε ένα κομμάτι του Ελληνισμού που έχει προσφέρει πάρα πολλά σε κάθε τομέα των γραμμάτων και των τεχνών. Η καταγωγή σήμερα πολλών στελεχών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι ποντιακή χωρίς αυτό να είναι γνωστό στο ευρύ κοινό, ίσως γιατί θεωρούμε έναν πνευματικό άνθρωπο Πόντιο μόνον αν εκφράζεται στα ποντιακά. Αυτό είναι λάθος. Πόντιος δεν είναι μόνο αυτός που γράφει ή μιλάει ποντιακά, αλλά αυτός που είναι περήφανος για τη καταγωγή του και σέβεται τον ποντιακό πολιτισμό. Αυτός αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα ουσιαστικό μέρος της πνευματικής ηγεσίας στον ποντιακό χώρο και τέτοιοι υπάρχουν και θα υπάρχουν πολλοί. Η ποντιακή διάλεκτος περιορίζει έναν συγγραφέα ή ποιητή να εκφραστεί ελεύθερα και απόλυτα αφενός διότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό και αφετέρου διότι διακατέχεται από μια ανασφάλεια συντακτικής και γραμματικής γνώσης της διαλέκτου σε αντιδιαστολή με τους πρόσφυγες από τη Ιωνία, οι οποίοι έχοντας ως μητρική γλώσσα την νεοελληνική, κατάφεραν να βγάλουν νομπελίστες της ποίησης. Τομέας στον οποίο οι Πόντιοι υστερούν κατά πολύ. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχουμε έλλειψη πνευματικών ηγετών στον ποντιακό χώρο.

Εσείς όμως επιλέξατε να γράψετε στα ποντιακά…

Εγώ πιστεύω ότι πατρίδα είναι η γλώσσα και από τη στιγμή που θα ξεχάσουμε τη γλώσσα μας αυτόματα θα ξεχάσουμε και τη πατρίδα μας. Πράμα το οποίο δεν θα ήθελα να βιώσω. Δεν θα ήθελα να ανήκω στη γενιά που έγινε μάρτυρας του θανάτου της ποντιακής διαλέκτου. Με τα τραγούδια που γράφω πιστεύω ότι δίνω μια παράταση ζωής στη διάλεκτο μας.

Οι Πόντιοι της πρώτης προσφυγικής γενιάς είχαν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τους γιατρούς τους, ίσως επειδή οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στα χωριά τους, ενώ οι γιατροί ήταν ο πρώτοι Πόντιοι που αστικοποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν στην νεοελληνική κοινωνία. Σήμερα το διαπιστώνετε με τους Πόντιους ασθενείς σας; Επικαλούνται την κοινή σας καταγωγή για να σας πλησιάσουν;

Θα έλεγα πως η σχέση μου με τους Πόντιους ασθενείς είναι όντως ακόμα και σήμερα ιδιαίτερη γιατί πολλοί από αυτούς λένε τα παραπόνα τους και αναφέρουν τα συμπτώματα τους στη ποντιακή διάλεκτο. Αυτό το γεγονός αυτόματα ελαττώνει την απόσταση μεταξύ ασθενούς και γιατρού κάτι που βρίσκω πολύ θετικό και θα έλεγα συχνά με χαροποιεί ιδιαίτερα.

Οι ποντιακής καταγωγής συνάδελφοί σας;

Πολλοί φίλοι μου δεν ξέρουν ακόμη και σήμερα ότι γράφω ποντιακά τραγούδια. Κάποιοι μάλιστα το ανακάλυψαν στην Κωνσταντινούπολη. Έψαχναν αμανέδες και βρήκαν τα τραγούδια που κάναμε με το Φουάτ. Τους φαίνεται παράξενο πως ένας νευροχειρουργός μπορεί να ασχοληθεί με τους στίχους. Υπάρχει κι ένα κομμάτι που γνωρίζει την ύπαρξή μου λόγω των τραγουδιών μου, διότι δεν έτυχε -και ευτυχώς- να χρειαστούν τις υπηρεσίες μου.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Δεν έχω σχέδια. Συνήθως περιμένω να ωριμάσει ο χρόνος, να με συγκινήσει κάτι ιδιαίτερα ή να νιώσω ότι αμέλησα τους στίχους μου και να αισθανθώ την ανάγκη να γράψω. Πάντα το έχω στο υποσυνείδητό μου. Δεν ξέρω πως θα τα φέρει η ζωή. Πιστεύω δεν θα σταματήσω ποτέ να γράφω. Αυτό που δεν μπορώ να κάνω, είναι να γράψω κατά παραγγελία ή να βάλλω χρονικά περιθώρια. Λειτουργώ δηλαδή κάπως «εποχιακά». Το μέλλον μου, ο σκοπός της ύπαρξής μου είναι πλέον τα παιδιά μου. Να ζω τα Ποντιακά, να γίνονται μουχαπέτια, να υπάρχουν φίλοι, να υπάρχουν άνθρωποι που να επικοινωνώ μαζί τους στα ποντιακά. Να βλέπω ότι η οικονομία της Ελλάδος πάει καλά, ότι δεν υπάρχει φτώχεια. Γιατί δε σας κρύβω ότι φοβάμαι αυτό το άγνωστο, στο οποίο οδηγεί αυτή η κρίση. Πιστεύω ότι οι Έλληνες έχουμε πάρα πολλές δυνατότητες να επιβιώσουμε. Δεν κινδυνεύουμε καθόλου από μία κρίση. Αυτό που με φοβίζει είναι η παγκόσμια κατάσταση. Αν με ρωτούσατε ποια είναι η προσωπική μου επιθυμία, θα σας έλεγα με δυο λόγια να υπάρχει παγκόσμια ειρήνη και οι μεγάλες δυνάμεις να μην καταστρέψουν τον κόσμο οικονομικά. Σαν Πόντιοι και σαν Έλληνες δεν έχουμε κανένα πρόβλημα από οικονομικές κρίσεις, γιατί περάσαμε πολύ χειρότερες και επιβιώσαμε.


Σχετικά θέματα

- Οι Πόντιοι αποχαιρέτησαν τον Χρήστο Αντωνιάδη

- Ένας γιατρός σώζει το Ποντιακό τραγούδι

- Ρεπορτάζ του West Channel για τον Χρήστο Αντωνιάδη