Πρίγκιψ Αλέξανδρος Υψηλάντης: Ο Πόντιος πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως του 1821 |
του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ποντιακής καταγωγής πρίγκιπας, γιος και εγγονός ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, στρατηγός του τσαρικού στρατού, αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως του 1821, υπήρξε από τις πιο τραγικές και συνάμα ιερές μορφές του αγώνα.
Εγκατέλειψε μια σπουδαία καριέρα και ζωή που θα ζήλευαν πολλοί, διέθεσε την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία, για ένα όνειρο! Τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. Αφού άναψε τη φωτιά στις παραδουνάβιες χώρες συνελήφθη, κλείστηκε στις φυλακές και θυσιάστηκε... Όμως η θυσία του και όσων τον ακολούθησαν δεν πήγε χαμένη. Στο νότο, από τις φλόγες της φωτιάς ξεπήδησε ολοζώντανο το όνειρο του Πρίγκιπα!
Ο Υψηλάντης γεννήθηκε την 1-12-1782 στην Κωνσταντινούπολη. Η ρίζα των Υψηλαντών βρίσκεται στην Τραπεζούντα του Πόντου και την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών. Μετά την άλωση της Πόλης και της Τραπεζούντος, οι Κομνηνοί πρόσθεσαν στο επίθετό τους και το Υψηλάντης. Πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ανατράφηκε μέσα σε περιβάλλον που διαπνεόταν από έντονο πατριωτισμό. Κατατάχτηκε στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα ενώ στη μάχη της Δρέσδης το 1813, όταν πολεμούσε ως συνταγματάρχης σε ηλικία μόλις 21 έτους, έχασε το δεξί του χέρι.
Σε ηλικία 25 ετών, ο Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε τον Μάρτιο του 1820 την αρχηγία της Φιλικής εταιρίας, μετά την άρνηση του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια και τον ονομάζει «Επίτροπο», που κατά την βυζαντινή εθιμοτυπία σήμαινε αντιβασιλέας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως.
Στις 12 Απριλίου 1820 υπογράφεται πρακτικό με το οποίο τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας αναγνωρίζουν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως “ Γενικόν Έφορον της Ελληνικής Εταιρίας, ίνα εφορεύη και επιστατή εν πάσι όσα κρίνονται αναγκαία και ωφέλιμα”, ο οποίος εκδίδει αμέσως την προκήρυξη ανεξαρτησίας: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος”. Παραιτείται από τον τσαρικό Στρατό, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22-2-1821 και υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας όπου οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Στις 26-2-1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία και ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί σημαία με έμβλημα τον Σταυρό, και κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και υπογράφεται σε διώροφο κτίριο στο Κισινάου της Μολδαβίας (πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού δημοσίου πριν από τρία χρόνια) η Διακήρυξη προς το Έθνος και η πρόσκληση εθελοντών.
Απ’ όλη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία και συγκροτείται αμέσως ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Η ορκωμοσία των ιερολοχιτών έγινε με τις φράσεις: “Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν αν τον εύρω προδότην της πατρίδος… Να μην παραιτήσω τα όπλα προτού να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της…”.
Μετά την ορκωμοσία οι νεοσύλλεκτοι τραγουδώντας το παρακάτω ασμα μετέβησαν στο αρχηγείο του Υψηλάντη: “Φίλοι μου συμπατριώται, Δούλοι νάμεθα ως πότε, Των Αχρείων Μουσουλμάνων, Της Ελλάδος των Τυράννων;”
Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί εξοπλίζουν 15 πλοία και στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο.
Ο Ιερός λόχος του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7-6-1821 και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν. Οργισμένος ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη στην οποία χαρακτήριζε τους λιποτάκτες ανάνδρους. “ Τρέξατε εις τους Τούρκους, τους μόνους άξιους φίλους των φρονημάτων σας. Άνανδροι αγέλαι λαών”. Ο ίδιος (με τα δύο αδέλφια του) υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα και οι αυστριακοί για να τον παγιδεύσουν, τον εφοδίασαν με πλαστό διαβατήριο για να φύγει με το ψευδώνυμο Παλαιογενείδης. Λίγο μετά όμως τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς στο οποίο υπέστη τα πάνδεινα, αφού ήταν γνωστή η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική απέναντι σε επαναστάτες.
Μόλις αποφυλακίστηκε με παρέμβαση του Τσάρου και με βαριά κλονισμένη την υγεία στις 24-11- 1827, πέθανε εγκαταλελειμμένος στην Βιέννη στις 19-1-1828, σε ηλικία μόλις 36 ετών, χωρίς να προλάβει να δει την ολοκλήρωση του Σχεδίου του και να βαδίσει στα ελεύθερα ελληνικά χώματα...
Πριν πεθάνει έμαθε ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδος και είπε χαρούμενος “Δόξα σοι ο Θεός”. Έπειτα άρχισε να απαγγέλει με τα μάτια ψηλά στον ουρανό, το “Πάτερ ημών”. Δεν επρόφθασε να το τελειώσει, έγειρε το κεφάλι του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος, που έμαθε ότι η πατρίς είναι ελεύθερη μετά από 400 έτη σκληρό τουρκικό ζυγό…
Η κηδεία του έγινε στην Βιέννη. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν όλοι οι Έλληνες που διέμεναν στην αυστριακή πρωτεύουσα. Στο φέρετρό του ο νεκρός πρίγκιψ έφερε την στολή του ιερολοχίτη και το ξίφος με το οποίο ορκίσθηκε στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο από τον μητροπολίτη Βενιαμίν για να ελευθερώσει την πατρίδα από τον δυνάστη.
Από τότε, τα οστά και η βαλσαμωμένη καρδιά του Πόντιου ηγέτη, ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητας πού βρίσκονται. Πόντιοι μέλη Συλλόγων, λένε ότι βρήκαν τον τάφο του στην Βιέννη αλλά δεν γνωρίζουν που βρίσκονται τα οστά. Το βέβαιον είναι ότι μεταφέρθηκαν στο Ιάσιο και η Ρουμανική κυβέρνηση τα έστειλε στην Ελλάδα πριν από αρκετά χρόνια αεροπορικώς και παρέμειναν στα αζήτητα – αν είναι δυνατόν!!! - επί δύο χρόνια στο τελωνείο του Αεροδρομίου Ελληνικού μέσα σε μικρό ξύλινο κιβώτιο με χάλκινη επένδυση.
Τα εκτελώνισε ο Αθηναίος δικηγόρος Κ. Πλεύρης και τα παρέδωσε στη Μητρόπολη. Λέγεται, χωρίς να είναι εξακριβωμένο, ότι τα οστά του Υψηλάντη είναι θαμμένα στο προαύλιο του Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Πεδίον Άρεως, σε κενοτάφιο με επικλινές άγαλμα μισοκατεστρεμένο από Βανδάλους... Όλα αυτά πάντως, ουδένα τιμούν και πολύ περισσότερο το Ελληνικό Κράτος.
Από τη Διακήρυξη του Υψηλάντη
«Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι’ αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι, οι Σέρβοι, οι Σουλιώται, και όλη η Ηπειρος, οπλοφορούντες μας περιμένωσιν• ας ενωθώμεν λοιπόν με Ενθουσιασμόν! η Πατρίς μάς προσκαλεί!...».