Στα δύο χρόνια από την άνοδό του στον Θρόνο του Πέτρου, ο πάπας Φραγκίσκος συνάντησε μόνο την αποδοχή και τον έπαινο της κοινής γνώμης και των πολιτικών ηγεσιών σε όλο τον κόσμο. Όμως αυτός ο “μήνας του μέλιτος” τελείωσε, αφότου την προηγούμενη Κυριακή, παρόντος του προέδρου της Αρμενίας και των Αρμενίων πατριαρχών, ο κατά κόσμον Jorge Mario Bergoglio χαρακτήρισε “γενοκτονία” ό,τι στην Τουρκία αποκαλείται κατ΄ ευφημισμόν “τα γεγονότα του 2015”.
Δεν πρόκειται για ατομική πρωτοβουλία, αλλά για αλλαγή πολιτικής, σε μία συγκυρία κατά την οποία η αντι-χριστιανική βία στη Μέση Ανατολή βαραίνει ολοένα και περισσότερο στις προτεραιότητες της βατικάνειας διπλωματίας. Μόλις το 2013, όταν ο Πάπας Φραγκίσκος έκανε λόγο ενώπιον Αρμενίων επισκεπτών για την “πρώτη γενοκτονία του 21ου αιώνα”, η Αγία Έδρα είχε σπεύσει να υποβαθμίσει το γεγονός.
Οι αντιδράσεις της Άγκυρας υπήρξαν έξαλλες – όμως ο εκπρόσωπος Τύπου του Βατικανού π. Lombardi δήλωσε χαρακτηριστικά: “τις σημειώνουμε, αλλά δεν μπαίνουμε σε πολεμική”. Άλλωστε, το πρόβλημα δεν το έχει πλέον η Ρώμη, αλλά... ο Barack Obama και η Angela Merkel.
Ήδη η γερμανική καγκελαρία και το υπουργείο Εξωτερικών προσπαθούν να αποφύγουν το “πικρόν ποτήριον”, την ώρα που στελέχη συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων κομμάτων αναδεικνύουν τις ευθύνες της ίδιας της Γερμανίας στον σχεδιασμό της σφαγής που πραγματοποίησε η τότε σύμμαχός της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, ενώ το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Joachim Gauck δέχθηκε να παραστεί σε οικουμενική τελετή των εκκλησιών της Γερμανίας στις 23 Απριλίου για τη “γενοκτονία Αρμενίων, Αραμαίων και Ποντίων” προκαλεί πονοκεφάλους. Όσο για τον ένοικο του Λευκού Οίκου, φρόντισε να αποστείλει στην Τουρκία την υφυπουργό Εξωτερικών Victoria Nuland, με αποστολή την επικέντρωση στην ατζέντα της τουρκο-αμερικανικής συνεργασίας ως προς τις τρέχουσες προκλήσεις (αντιπαράθεση με τη Ρωσία, Μέση ανατολή κ.ο.κ.). Την εβδομάδα αυτή θα βρίσκεται άλλωστε στη Ουάσιγκτον ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu.
Για τον Τούρκο πρόεδρο Tayyip Erdoğan και την κυβέρνηση του Ahmet Davutoğlu, το ανέβασμα των τόνων επιτελεί διπλή λειτουργία: αφενός την τόνωση των εθνικιστικών αντανακλαστικών του τουρκικού εκλογικού σώματος ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουνίου και αφετέρου την αποστολή προληπτικού μηνύματος προς τις σημαντικότερες Δυτικές πρωτεύουσες, να μην ακολουθήσουν το προηγούμενο του Πάπα στις επίσημες τοποθετήσεις τους για την 100ή επέτειο της έναρξης της Σφαγής των Αρμενίων στις 24 Απριλίου. Πόσω μάλλον, που μεσολάβηση ήδη ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο καλεί τα κράτη-μέλη να προχωρήσουν στην αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Τα προηγούμενη χρόνια, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είχε ακολουθήσει μια πολιτική περισσότερο ευέλικτη από την μέχρι τότε (επιβεβλημένη δια της ποινικής νομοθεσίας) άρνηση της Αρμενικής Γενοκτονίας. Ο δε Erdoğan προχώρησε πέρσι μέχρι του σημείου να απευθύνει συλλυπητήριο μήνυμα προς τους Αρμενίους – προκειμένου να προλάβει τα χειρότερα για την φετινή επέτειο. Όμως, η επιλογή αυτή της ένταξης του ζητήματος σε μια “γκρίζα ζώνη”, ανάμεσα στην αναγνώριση και την κρατική αναθεώρηση της Ιστορίας, με εκκλήσεις για “αποπολιτικοποίηση” του ζητήματος, προκειμένου “οι ιστορικοί να αφεθούν απερίσπαστοι”, είχε τα όριά της. Οι “ισλαμοδημοκράτες” του Erdoğan μπορεί να αιθάνονταν ψυχολογικά αποστασιοποιημένοι από τους Νεότουρκους σχεδιαστές της γενοκτονίας, δεν μπορούν όμως και να αποκηρύξουν την ανάδυση (μέσω εθνοκαθάρσεων) της ίδιας της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Κυρίως όμως, αυτό που αναστατώνει την Άγκυρα είναι το γεγονός ότι ο όρος “γενοκτονία”, σε αντίθεση λ.χ. με την καθιερωμένη αρμενική ονομασία Metz Yeghern (“Μέγα Έγκλημα”), έχει νομικό περιεχόμενο - που θα μπορούσε να στηρίξει από διεκδικήσεις αποζημιώσεων, μέχρι τα οράματα του αρμενικού αλυτρωτισμού για την επιστροφή εδαφών.
Εξ ού και ο Erdoğan “καταδίκασε” τις δηλώσεις του Πάπα, υποστήριξε ότι “η πολιτικοποίηση του ζητήματος θα θίξει πρωτίστως τους Αρμενίους” και ισχυρίσθηκε ότι η χώρα του είναι έτοιμη να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Δημοκρατία της Αρμενίας (ζήτημα που εκκρεμεί από την υπογραφή κοινού πρωτοκόλλου το 2009), αρκεί να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα της γενοκτονίας και το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Συνταξιούχοι Τούρκοι διπλωμάτες προγραμμάτισαν για τις 25 Απριλίου διαδήλωση στην Άγκυρα εις μνήμην των συναδέλφων τους που δολοφονήθηκαν την περίοδο 1972-1985 από τoν Μυστικό Αρμενικό Στρατό (ASALA), ενώ ο Ahmet Davutoğlu πήγε μακρύτερα από οποιονδήποτε άλλον, κάνοντας λόγο για “άξονα του κακού” που συνωμοτεί εναντίον της Τουρκίας και του κυβερνώντος κόμματος, και επικαλούμενος τις αντιρατσιστικές περγαμηνές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έδωσε καταφύγιο στους διωκόμενους από την Ιερά Εξέταση Σεφαραδίτες Εβραίους το 1492. (Το γιατί οι ίδιοι αυτοί Εβραίοι εγκαταλείπουν μαζικά τη σημερινή Τουρκική Δημοκρατία προφανώς δεν συνυπολογίζεται...).
Ο Τούρκος πρωθυπουργός αναρωτήθηκε δημοσίως “τι απέγιναν οι Αβορίγινες και τι οι Ερυθρόδερμοι (sic)”, προκειμένου να αναδείξει το γενοκτονικό παρελθόν της Δύσης, ενώ το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, με διατυπώσεις άγνωστες στα διπλωματικά ήθη, κάλεσε την Ευρώπη “να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της, αναγνωρίζοντας τα δεινά που προκάλεσε στην ανθρωπότητα με τους δύο παγκοσμίους πολέμους”.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι μεταχειριζόμενοι τη γλώσσα της “πολιτικής ορθότητας” οι Τούρκοι Ιθύνοντες, εξαπολύουν μια ρητορική “σύγκρουσης των πολιτισμών”, συσχετίζοντας την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας με την τρέχουσα “ισλαμοφοβία” και κατηγορώντας τη Δύση για μεροληπτική στάση έναντι των Τούρκων και των Μουσουλμάνων – σα να ήταν τα γεγονότα των αρχών του 20ού αιώνα κάποιος θρησκευτικός πόλεμος και όχι η βίαιη γέννηση εθνικών κρατών στα ερείπια μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας.
Βεβαίως, αυτά λέγονται με την επίγνωση του γεγονότος ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν έχει μέλλον και ότι το όποιο διπλωματικό κόστος στην Ευρώπη είναι διαχειρίσιμο. Τυχόν αποξένωση της Ουάσιγκτον, όμως, είναι διαφορετική και πολύ πιο δύσκολη υπόθεση.
Πηγή: Capital