Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Θ. Φωτιάδη, "Συναξάρι Μνημοσύνης" |
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Θ. Φωτιάδη, Συναξάρι Μνημοσύνης - Μαρτυρίες για τις εκτοπίσεις και τις εξορίες των Ποντίων, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Plutos και διατίθεται σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό από το Βιβλιοπωλείο Τοξίδη.
Από το χωριό μας το Καγιατιπί όταν μας σήκωσαν και μας εξόρισαν οι Τούρκοι, πρώτα προς της Μαλάτιας τους τόπους μας έστειλαν. Βαθιά, από την άλλη μεριά του Ευφράτη. Καθίσαμε εδώ ένα διάστημα κι ύστερα μας σήκωσαν για το Τιαρπεκίρ. Από εκεί κι ύστερα έγινε η καταστροφή του Θεού. Επειδή μας είπαν ότι από εδώ και πέρα τα κάρα δεν πάνε. Κι έτσι με τα πόδια ξεκινήσαμε οι δυστυχείς και πάμε. […]
Η μάνα μου, η καημένη, κρατάει τον αδερφό μου τον Κώστα μωρό στα σπάργανα στην αγκαλιά και είναι φορτωμένη τα πράγματά μας. Ένα σκέπασμα κι έναν μικρό τέντζερη και λίγα αποξηραμένα μούρα. Μέσα στον τέντζερη έβραζε τα ξερά μούρα κι έσπαγε σε κομμάτια ένα-δυο ξερά παξιμάδια και μας συνέφερνε από τη λιποθυμία της πείνας. Πολλούς γλιτώσανε, τότε, τα αποξηραμένα μούρα από της πείνας τον θάνατο. […]
Τέλος πάντων, τώρα εκεί που περπατάμε και πηγαίνουμε, πού πηγαίνουμε δεν έχουμε ιδέα, και το χιόνι ως το γόνατο, ο αδερφός μου ο Γιώργος, η ψυχούλα μου, τα πόδια του έμειναν άκαμπτα από το κρύο. «Μελίνα» με είπε «τα πόδια μου δεν με ακούνε. Ας καθίσουμε λίγο».
Εγώ τον έλεγα «Κάνε υπομονή πουλάκι μου, σε λίγο θα έρθουμε και θα μπούμε μέσα στο χάνι και θα ξεκουραστούμε». Επειδή μας είπαν ότι με το που έπεφτε το βράδυ θα φτάναμε στο χάνι. Όμως, αυτός δεν άντεξε άλλο κι έπεσε κάτω. Έμεινε τελείως αναίσθητος από το κρύο. Έκλεισε τα μάτια του. Φοβήθηκα, τα σωθικά μου γκρεμίστηκαν. Νόμισα πέθανε. Όπως παγώνανε και μένανε πολλοί, και μικροί και μεγάλοι επίσης, και τους στοιβάζανε στις άκρες των δρόμων σαν λιθοσωρούς.
Λοιπόν, έρχεται η μάνα μου, τον παρακαλάει «Σήκω πουλάκι μου, να, όπου να ’ναι φτάνουμε στο χωριό». Αλπιστάν, νομίζω, έλεγαν το χωριό. Έξω απ’ αυτό το χωριό υπήρχε μεγάλο χάνι κι εκεί μέσα θα έμπαινε ο κόσμος. Λοιπόν, γι’ αυτό παρακαλάει η μάνα μου, όμως, ανώφελα. Σε λίγο κάθισα κάτω κι εγώ. Κοπήκανε οι αντοχές μου. Η μάνα μου η δύστυχη μια τον αδερφό μου ταρακουνάει και μια εμένα. Όμως, εκείνος εντελώς άφησε τον εαυτό του. Παραδόθηκε. Φυσικά, από την Πέσνη μέχρι εδώ οι μισοί από μας παγώσανε κι έμειναν επάνω στους δρόμους.
Πέρασε όλος ο σωρός των ανθρώπων κι εμείς μείναμε πίσω, μονάχοι. Έρχεται λέει τη μάνα μου ο Τούρκος «Άπιστη, του απίστου γέννα, όλα τα παιδιά σου δεν γλιτώνουν. Το ένα πάρε κι άιντε χάσου, εσάς δεν θα περιμένει η φάλαγγα».
Η μάνα μου η χιλιάχαρη είδε πως δεν γίνεται τίποτα, έστρωσε το πάπλωμα κοντά στη βάση ενός θάμνου, στου δρόμου την άκρη, και «Μικρή μου Μελίνα,» με είπε «εδώ κοντά καθίστε ξεκουραστείτε πουλάκι μου κι αύριο, όταν φωτίσει η μέρα, πάρε τον Γιώργο από το χέρι κι ελάτε φτάστε μας στο χωριό».
Μπήκαμε κάτω από το πάπλωμα. Η μάνα μου εκεί που μας τακτοποιεί, από το πρόσωπό της που τρέχουν τα δάκρυα, στον αέρα παγώνουν και σαν τα χαλάζια του Μαΐου έρχονται και πέφτουν επάνω στο πάπλωμα. Κι ούτε κλάμα ούτε αναφιλητά. Το πρόσωπό της έγινε σαν πέτρα. Έφυγε η μάνα μου με το μωρό μας. […]
Εκεί, κάτω απ’ το πάπλωμα καθίσαμε ένα διάστημα και μόλις πήρε να βραδιάζει άρχισαν να γρυλίζουν τα άγρια θηρία. Ύστερα από λίγο, ανάμεσα στων τσακαλιών και των λύκων τα γρυλίσματα, πάνω από το κεφάλι μας ακούστηκε ένα χλιμίντρισμα αλόγου. Το άλογο μας μύρισε μέσα στο σκοτάδι και στάθηκε. Άλλο ένα βήμα και μας τσαλαπάτησε. Ο αναβάτης πήδηξε αμέσως επάνω από του ζώου την πλάτη και «Εκεί κάτω ποιος είναι;» είπε.
Εμείς δεν βγάζουμε φωνή. Γίναμε ένα με τη γη. Νομίζουμε πως είναι Τούρκος τσέτης και από την τρομάρα μας το σαγόνι μας πάει κι έρχεται σαν τον φυσητήρα του σιδηρουργού. Ο άνθρωπος ήρθε και τράβηξε επάνω το σκέπασμα και μόλις μας είδε «Μην φοβόσαστε,» είπε «μην φοβόσαστε, δεν είμαι Τούρκος».
Ε, λίγο όταν ήρθε η ψυχή επάνω μας και κάπως ησυχάσαμε, μας λέει ο άνθρωπος «Εσείς από ποια μέρη ήρθατε και βρεθήκατε προς τα εδώ; Το χωριό σας πώς το λένε; Ο πατέρας σας ποιος είναι;»
Ε, εγώ του είπα το όνομα του χωριού, του είπα και του πατέρα μου το όνομα. Χριστιανίδης Χαράλαμπος. Τότε αυτός, αμέσως «Σηκωθείτε,» μας είπε «εδώ αν μείνετε δεν θα ζήσετε ως την αυγή». […]
Τέλος πάντων, πηγαίναμε για ένα χρονικό διάστημα, ημέρες και ώρες, πόσο ακριβώς δεν θυμάμαι, κι αυτός ο καλός ο άνθρωπος μας έφερε στο Ζεντζίτερε. Το Ζεντζίτερε ήταν πόλη και είχε μεγάλο ορφανοτροφείο. Εκεί προτού να μας αφήσει και να φύγει ο άνθρωπος, γυρίζει και με λέει «Μικρή μου, όταν με το καλό ανταμώσετε με τον πατέρα σας να τον πείτε εκείνο το καλό που έκανε στον Τσερκέζο, εκείνο λοιπόν ήρθε κι έπεσε επάνω του».
Σε κατοπινό χρόνο ρώτησα κι η μάνα μου με είπε, τον Τσερκέζο ο πατέρας μου έναν μήνα τον έκρυβε στο σπίτι μας, επάνω στις δοκούς, για να μην τον βρουν οι Τούρκοι. Επειδή ήταν φυγόστρατος κι αν τον έβρισκαν δε γλίτωνε.
Τέλος πάντων, εκεί μέσα στ’ ορφανοτροφείο όταν μπήκαμε, με ρώτησαν πόσων χρονών είμαι. Εγώ είπα δεκαεφτά. Για να με πάρουν νοσοκόμα. Λοιπόν, με πήραν. Φρόντιζα τα μικρά τα παιδιά, τ’ άρρωστα. Κι έτσι φρόντιζα και τον αδερφό μου. Έπαθε κρυοπαγήματα ο καημένος. Με τον καιρό γιατρεύτηκε. […]
Κάποτε ο αδερφός μου ανάρρωσε και τον έστειλαν στην Ελλάδα. Ύστερα έστειλαν κι εμάς τα κορίτσια στον Πειραιά. Μας είπαν πως θα ερχόντουσαν να μας πάρουν κυρίες από την Αθήνα για τα σπίτια τους.
Ήρθανε. Καθεμιά τους πήρε από ένα κορίτσι από εμάς. Εμένα που με πήρε η κυρά, ήταν γιατρού γυναίκα. Είχε έξι παιδιά κι εγώ τα διάβαζα μονάχα. […]
Έτσι πάλι πέρασε ένας καιρός. Ένας χρόνος, ίσως και παραπάνω.
Έλεγα Άραγε τι να απόγιναν η μάνα μου και το μωρό μας; Ο αδερφός μου προς τα πού να βρίσκεται; Ο πατέρας μου ζει; Ή πέθανε κι έμεινε προς τα εκεί; Αυτά όταν σκεφτόμουν, μ’ έπιανε το παράπονο και από εκείνη τη γυναίκα κρυφά έκλαιγα. Μια δυο, η γυναίκα το κατάλαβε. Με λέει μια μέρα «Μελίνα, χρυσό μου, θέλεις να βρούμε τους δικούς σου;»
Εγώ, όχι θέλω, καίγομαι. Ας είναι καλά η γυναίκα.
Έγραψε γράμματα κι έστειλε στη Μακεδονία. Στον Ερυθρό Σταυρό. Ύστερα, όταν βρήκε το χωριό και μ’ έστειλε εδώ, η γυναίκα φόρτωσε στο τρένο κι έστειλε πόσα πράγματα. Φουστάνια, παπλώματα, κουβέρτες. Ας είναι καλά. Καλοί άνθρωποι ήταν.
Πηγή: eGriechen