Στην καραντίνα είχαμε κάθε μέρα 15 θανάτους. Κάθε μέρα! |
Κώστας Κηρυκόπουλος (Βαΐζογλης)
Γεννήθηκε το 1909 στο Καπίκιοϊ επαρχίας Ματσούκας Πόντου.
Ο Τετράλοφος Κοζάνης φιλοξένησε και φιλοξενεί ακόμη πρόσφυγες από την ορεινή επαρχία της Ματσούκας, μια περιοχή στην καρδιά του Πόντου, ανάμεσα στην Αργυρούπολη και την Τραπεζούντα, κοντά στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Ο Κώστας Κηρυκόπουλος είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρόσφυγας του χωριού και διαθέτει εξαιρετική μνήμη. Έφυγε από τον Πόντο σε ηλικία αρκετά μεγάλη για να θυμάται το χωριό του, το Καπίκιοϊ του Πόντου, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Τσεβιζλούκ, την πρωτεύουσα της επαρχίας Ματσούκας. Το Καπίκιοϊ απάρτιζαν οι έξι μαχαλάδες (συνοικίες): Έντυμα, Κοσμά, Καρά, Κοντού, Κιζερά, Τιάχα και Ζερφυρή.
* Συνέντευξη στον Ιάσονα Χανδρινό, Τετράλοφος Κοζάνης, 17 Ιουλίου 2010
Για τον ηλικίας 101 χρονών, Κώστα Κηρυκόπουλο ή «Βαϊζόγλη» όπως του αρέσει να τον αποκαλούν με το πραγματικό του επίθετο που στα Τουρκικά σημαίνει «ρήτορας», η σκέψη της Πατρίδας του προκαλεί συγκίνηση:
«Είχαμε το καλύτερο χωριό στην περιοχή, το πιο πλούσιο. Το πιο παραγωγικό. Φουντούκια ολόκληρα χωράφια. Και καννάβι. Αυτό που έβγαινε χασίσια αλλά δεν το ξέρανε. Πήγαιναν οι γυναίκες να κόψουν τα φύλλα και λιποθυμούσανε μέσα στα χωράφια. Και δε ξέρανε ότι από το καννάβι το παθαίνουν…Σπέρναμε καλαμπόκια, κριθάρια, σιτάρια, από όλα…Είχαμε και μπαχτσέδες, πράσα να’βλεπες, λάχανα να’βλεπες…Είχαμε πατώματα-πατώματα τα χωράφια μας. Έλατα και δένδρα να έβλεπες. Είχαμε και τρία λιβάδια».
Τα «λιβάδια» ήταν τα παρχάρια, τα θερινά βοσκοτόπια όσων ασχολούνταν με την κτηνοτροφία στα βουνά. «Τα σπίτια έμορφα είχαμε, ξύλινα και διώροφα. Από πάνω η σκεπή ήταν από χαρτώματα που τα λέγαμε. Μικρά σανιδάκια. Ειδικό πεύκο κόβανε και φτιάχνανε τη σκεπή. Άντεχε για χρόνια, δεν πάθαινε τίποτα. Και ούτε σταγόνα νερό όταν έβρεχε…».
Αν και το χωριό ήταν πλούσιο και μεγάλο, ούτε το μέγεθος ούτε ο πλούτος ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του: «Το χωριό μας ήταν οπλισμένο σαν αστακός. Άμα έβλεπες τη διπλανάσταση το Πάσχα, ερχόντανε οι δυο ενορίες, η μία από τη μία πλευρά και η άλλη από την άλλη και παρατασσόντουσαν από εδώ και από εκεί σε διμοιρίες. Κι άμαν έδινε το σύνθημα ο ένας με μια σφαίρα, άναβεν ο τόπος. Όλοι μάουζερ! Άρματα, άστραφτε ο ουρανός. Σωρός οι κάλυκες στα πόδια τους…Κι έλεγα εγώ, μικρός ήμουνα, πώς πυροβολούνε αυτοί οι άνθρωποι με τα τουρκοχώρια απέναντι. Ακούνε πως πυροβολούμε. Ένα ποτάμι μόνο μας χώριζε…».
Αυτό το ποτάμι, ο Δαφνοπόταμος ή Πυξίτης, συνδέθηκε σύντομα με τον θάνατο για τον μικρό Έλληνα: «Το ποτάμι αυτό είχε βαφτεί με το αίμα των Αρμενίων. Εκεί σφάζαν τους Αρμεναίους. Και το ποτάμι έγινε αίμα. Μεγάλο ποτάμι, μέχρι την Τραπεζούντα κατέβαινε. Είχαμε μια οικογένεια Αρμένηδων μέσα στο χωριό εμείς αλλά την κρύβαμε. Είχανε ένα αγόρι και ένα κορίτσι…».
Σφαγή τέτοιων διαστάσεων σαν και αυτήν που είδαν να συμβαίνει στους Αρμένιους, δεν έφτασε ποτέ στο χωριό: «Πριν την Ανταλλαγή δεν είχε γίνει τίποτα στο χωριό. Εμείς στο χωριό είχαμε και πεξήν (=χωροφύλακα) Τούρκον. Και στα ακρινά κάτω, στον κάτω μαχαλά του χωριού μας, ερχόντουσαν κάποτε Τούρκοι να ληστέψουν. Πεινασμένοι ήταν και θέλαν να αρπάξουν κάτι να φάνε. Και από πάνω απ’ το χωριό φώναζαν. Και ήταν αυτός ο αστυνομικός που φύλαγε το χωριό μας, μαζί με τον πρόεδρο…Και προχωρούσαν μέσα απ’ τα χωράφια και πυροβολούσανε και οι κλέφτες αυτοί φεύγανε».
Παρά το ειδυλλιακό της περιγραφής, η γενική εικόνα είναι λίγο διαφορετική, καθώς γνωρίζουμε πως το 1/3 περίπου του χριστιανικού ανδρικού πληθυσμού της επαρχίας Ματσούκας χάθηκε στα καταναγκαστικά έργα και την εξορία την περίοδο 1916-1922.
Όταν έγινε η Ανταλλαγή, ο κύριος Κώστας ήταν στη Γ’ τάξη του δημοτικού σχολείου στο χωριό. «Βρεθήκαμε όλο το καράβι σε ένα προάστιο, έξω από την Κωνσταντινούπολη. Κάθε μέρα είχαμε 10-15 θανάτους…Κάθε μέρα! Εκεί μέσα έβραζε η ασθένεια. Η αδερφή μου η Παλάσα (Βαλασία) πέθανε στο δρόμο, στο Μπογάτσκιοϊ, εκεί που πεθαίνανε κάθε μέρα δέκα άνθρωποι…εγώ είχα του πατέρα μου τον αδερφό στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει νέος από εξανθηματικό τύφο. Γερό παλικάρι. Από 18 μέχρι 30 χρονών έκοβεν η ασθένεια. Από κει και πάνω ο άνθρωπος κι (=δεν) πέθανεν, ένα περίεργο πράμα…μόνο τη νεολαία θέριζε…».
«Στην Κωνσταντινούπολη που λες που μας έβγαλε ο θείος μου, πλήρωσε έναν αστυνομικό να με φέρει στην πόλη. Και με έβαλε σε ένα σιδεράδικο να μάθω τέχνη. Ήταν χαμηλά το μαγαζί μας. Και από πάνω ήταν ζαχαροπλαστείο, που το είχε μάλιστα ένας Παλιολλαδίτης και τροφοδοτούσε όλη την Κωνσταντινούπολη. Προχώρησα αρκετά στη δουλεία μου. Ήμουνα 11 χρονών και βαρούσα βαριό (βαριοπούλα) και μου’λεγε ο μάστορής ο Σπύρος - ήταν Σέρβος υπήκοος, Μιχαήλοβιτς το έλεγαν – «βάρα ρε σκατολαζέ!» και μου κοβόταν η αναπνοή μου από την κούραση. Δε μπορούσα, μικρός ήμουνα. Και το βαριό ήταν αρκετά βαρύ. Εγώ στην Κωνσταντινούπολη έμαθα Ελληνικά. Να χαίρεσαι να ακούς την ομιλίαν τους…Πόσα είδα, πόσα πέρασα…».
«Τον πρώτο καιρό δυσκολευτήκαμε αρκετά, μέχρι να συνέλθουμε. Στην αρχή μας δώσανε ένα γαϊδουράκι και ένα βόδι. Εγώ και η μάνα μου ήμασταν. Ένα γαϊδουράκι μισοψόφιο και ένα βόδι άχρηστο και εκείνο. Στη αρχή υποφέραμε πολύ. Μετά αφού μεγάλωσα εγώ, δούλεψα σκληρά και απόκτησα οικογένεια και μεγάλωσα τα παιδιά, φουκαράς εγώ. Με οχτώ δεκάρες την οκά τις πατάτες πουλούσαμε».
Πρώτη εστία τους προσέφεραν τα «παλιόσπιτα» των Τούρκων: «Φευγάτοι ήταν οι Τούρκοι, δεν ανταμώσαμε. Τα σκυλιά τους μόνο βρήκαμε στο Σόροβιτς (Αμύνταιο)…Εγώ με τη μάνα μου αργά ήρθαμε εδώ. Κάναμε ένα χρόνο να έρθουμε. Από την Κωνσταντινούπολη ήρθαμε στην Καλαμαριά και από εκεί με το τραίνο μέχρι το Σόροβιτς. Με ένα αυτοκίνητο με αλυσίδα γυρνούσα τα τροχούλια. Τελοσπάντων, καθίσαμε κανά δυο βραδιές στην Κοζάνη και μετά ήρθαμε εδώ. Ήταν της μάνας μου η αδερφή, είχανε έρθει νωρίτερα».
Το αρχικό όνομα του χωριού ήτανε Τόρταλη, δηλαδή Τέσσερις Αλήδες, στοιχείο που καθόρισε το νέο του Ελληνικό όνομα: Τετράλοφος. «Χωράφια δουλέψαμε στην αρχή, κάτι που μας δώσανε και μετά έγινε διανομή. Ο καθένας πήρε όσα στρέμματα δικαιούντανε και δούλευε τα δικά του χωράφια μετά. Εγώ είχα τον πρώτο κλήρο 36 στρέμματα. Μετά ήταν και 45, ήταν και 54, ήταν και 18 στρέμματα για τις χήρες που δεν είχανε παιδιά».
Στη ζωή του κύριου Κώστα υπάρχει μόνο ένα βάρος: δε μπόρεσε να εκπληρώσει την επιθυμία του να επισκεφτεί τον τόπο που γεννήθηκε: «Α ρε Πατρίδα, δεν αξιώθηκα να έρθω μια φορά…». Η συζήτηση γι’ αυτήν είναι ευχάριστη, αν και προκαλεί πάντα συγκίνηση. Μια συγκίνηση γνήσια και πολύ μεταδοτική…