Οδοιπορικό στον Πόντο – επιστροφή στις ρίζες (μέρος 2) (Φωτογραφίες) |
Του Θοδωρή Ασβεστόπουλου…
H εκδρομή που διοργανώθηκε στον Πόντο από τις 20 έως τις 28 Ιουλίου 2015 ήταν διαφορετική από τις άλλες. Δεν ήταν απλά μία τουριστική περιήγηση σε μοναστήρια, μνημεία και άλλα αξιοθέατα, αλλά ένα προσκύνημα των ταξιδιωτών στα χωριά και τις οικίες των πατεράδων και των παππούδων τους.
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου «Οδοιπορικό στον Πόντο – Επιστροφή στις ρίζες», θα μάθουμε για τις οικογενειακές ιστορίες ορισμένων από τους εκδρομείς, καθώς και για τις εμπειρίες και τα συναισθήματα που αποκόμισαν βρίσκοντας τις ρίζες τους, όπως τα αποτύπωσαν στο ΚΑΝΑΛΙ 1.
Ο κ. Βασίλης Κυριακίδης ήταν δύο χρόνων όταν οι γονείς του πήραν τον ίδιο και τις δύο αδερφές του για να πάνε να ζήσουν μόνιμα στην Αυστραλία. «Εμείς δηλαδή είμαστε δύο φορές πρόσφυγες και μετανάστες. Αυτή είναι η μοίρα των Ποντίων. Όσο ζούσε ο πατέρας μου, ο οποίος απεβίωσε το 2010, ερχόμουν συχνά στην Ελλάδα, στο χωριό του τη Νικόπολη Θεσσαλονίκης. Ο παππούς μου γεννήθηκε στο Χατζίκιοϊ και ήταν από τους πρώτους που πήγε στο χωριό Ζάροβο, όπως ονομαζόταν τότε, από το οποίο έφυγαν οι Βούλγαροι μετά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Η τοποθεσία ήταν ιδανική για εγκατάσταση και για το λόγο ότι θύμιζε τα βουνά της πατρίδας, σε αντίθεση με την περιοχή των Γιαννιτσών, που είχαν εγκατασταθεί αρχικά, όπου σημειώνονταν θάνατοι από ελονοσία λόγω του άσχημου κλίματος που οφειλόταν στις λίμνες. Πάντα μου έλεγε ότι στο χωριό στον Πόντο ήταν όλα πιο νόστιμα, μύριζαν όλα πιο ωραία, αλλά δεν έλεγε και πολλά πράγματα», μας είπε ο κ. Κυριακίδης. Όταν ενημερώθηκε πέρσι ότι θα γίνει μία εκδρομή στα χωριά όσων κατάγονται από την περιοχή της Νικόπολης, συνεννοήθηκε με την κυρία Σοφία Σεϊταρίδου, αδερφή της μητέρας του και τον κ. Παύλο Στεφανίδη, γιος του αδερφού της μητέρας του, να συμμετάσχουν όλοι μαζί.
«Το ταξίδι αυτό ήταν πολύ κουραστικό, είδαμε τόσα πολλά χωριά και δεν είχα τόσο αγωνία είναι η αλήθεια, που θα ερχόμουν στο χωριό του παππού μου. Όταν φτάσαμε στο Χατζίκιοϊ και πάλι δεν αισθάνθηκα κάτι ιδιαίτερο, αλλά όταν βρέθηκα μπροστά στο σπίτι του παππού μου, το οποίο βρήκαμε από τα στοιχεία που είχαμε συγκινήθηκα πάρα πολύ. Το ελληνικό και ιδιαίτερα το ποντιακό ένστικτο είναι αυτό που μας κρατάει. Τελικά χάρηκα πάρα πολύ που έκανα αυτό το ταξίδι, γιατί συγκινήθηκα και έκλαψα πολύ. Εγώ θα ήθελα να έρθουν πολλοί συγγενείς μου και άλλοι Πόντιοι, να δουν τα χωριά των προγόνων τους γιατί στην μοντέρνα Ελλάδα, αν και ο ίδιος μεγάλωσα στην Μελβούρνη της Αυστραλίας, βλέπω τους περισσότερους και ειδικά τους νέους να αγκαλιάζουν πολύ τα ξένα. Έγιναν οι νεοέλληνες δήθεν μοντέρνοι και προοδευτικοί και ξέχασαν τις ρίζες τους. Έχω κουραστεί να λέω ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΟΤΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΧΕΤΕ», δήλωσε ο κ. Βασίλης Κυριακίδης. Ο ίδιος, όπως λέει, κρατάει ότι καλό αποκόμισε από την Αυστραλία, αλλά δεν απαρνείται την ελληνική του καταγωγή και όσον αφορά τον εξευρωπαϊσμό που θέλει να κάνει η ελληνική κοινωνία, υποστηρίζει ότι πρέπει πρώτα να μάθουμε να είμαστε Έλληνες.
Μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της ζωής του έζησε ο κ. Χαράλαμπος Καρυδόπουλος ο οποίος κατοικεί μόνιμα στο χωριό Τριάδα Σερρών, με την επίσκεψη στο χωριό των παππούδων του, το Ισπαχί Μαχαλεσί.
«Ούτε που φανταζόμουν ότι θα ερχόμουν μια μέρα στο χωριό του παππού μου στον Πόντο, αλλά από τη στιγμή που ήρθα και είδα το μέρος που γεννήθηκε και έζησε, έκλαψα από συγκίνηση. Βρήκα το σπίτι του παππού, από το οποίο έμειναν μερικές πέτρες από τους τοίχους αλλά και το πηγάδι από το οποίο έβγαζε νερό. Στον χώρο γύρω γύρω βρήκαμε και πολλές καρυδιές γι’ αυτό και η οικογένεια πήρε το όνομα Τσεβίζογλου (τσεβίζ = καρύδι). Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η υποδοχή του κόσμου στο Ισπαχί Μαχαλεσί, όπου μας κέρασαν διάφορα εδέσματα στο πολιτιστικό κέντρο και μετά χορέψαμε ποντιακούς σκοπούς με τους σημερινούς κατοίκους του χωριού υπό τους ήχους του ζουρνά και του νταουλιού», είπε στο ΚΑΝΑΛΙ 1 ο κ. Καρυδόπουλος.
Όμως το ποντιακό γλέντι συνεχίστηκε και στο επόμενο χωριό που περάσαμε μετά το Ισπαχί Μαχαλεσί, το Αλισάρ. Για την ακρίβεια στο πρόγραμμα ήταν να κάνουμε μία πολύ σύντομη στάση, αλλά μας κράτησαν οι ντόπιοι κάτοικοι οι οποίοι άρχισαν να χορεύουν τους παραδοσιακούς σκοπούς, «αναγκάζοντας» με αυτόν τον ωραίο τρόπο τους εκδρομείς να τους ακολουθήσουν και να βγουν από το πρόγραμμα τους παραμένοντας στο χωριό μισή ώρα παραπάνω. Είναι δυνατόν όμως όταν απολαμβάνεις τέτοιας υποδοχής να έχεις συνεχώς το βλέμμα στο ρολόι και να είσαι τυπικός;
Η Καϊλούκα, περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Νικόπολης, είναι το χωριό καταγωγής του παππού του κ. Στέλιου Κενανίδη, από την πλευρά του πατέρα του.
«Είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτομαι τις ρίζες μου, συνεπώς είμαι πιο ψύχραιμος συναισθηματικά. Η πρώτη φορά ήταν πριν δέκα χρόνια με τη σύζυγο και τα παιδιά μου. Μεγάλωσα με τον παππού και τη γιαγιά μου να μου διηγούνται ιστορίες για τον Πόντο και το χωριό τους και έτσι απέκτησα τη συνείδηση ότι πατρίδα μου είναι αυτός ο τόπος που έχω τις ρίζες μου και όχι ο τόπος που γεννήθηκα και μένω», είπε στο ΚΑΝΑΛΙ 1 ο κ. Κενανίδης. Όπως σημείωσε, βρήκε το σπίτι των παππούδων του από ένα χαρακτηριστικό σημάδι όπως του το υπέδειξαν από τις περιγραφές τους. «Ήταν τρία αδέρφια που έμεναν μαζί σε ένα ενιαίο κτιριακό συγκρότημα στο οποίο υπήρχε ένας τεράστιος βράχος από τον οποίο ο μισός ήταν μέσα στο σπίτι, ήταν δηλαδή εσωτερικό κομμάτι του σπιτιού! Στο σπίτι του παππού μάλιστα όταν έμενε ακόμα εκεί ήταν και η βρύση του χωριού η οποία τώρα έχει πάει πιο βόρεια. Η Καϊλούγκα είναι ένα απλό χωριό αλλά για μένα είναι το πιο όμορφο χωριό του κόσμου.
Έχω όμως καταγωγή και από άλλα χωριά της περιοχής της Γαράσσαρης του Πόντου, από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου, όπως την Λίτσασα και το Αγιούντερε, αλλά και από χωριά κοντά στην πόλη της Κερασούντας από την πλευρά της μητέρας μου, συγκεκριμένα από το Τιβάρ και το Τσαγράκ, ένα μαρτυρικό χωριό, το οποίο έχει βγάλει σημαντικές προσωπικότητες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της εκδρομής πληροφορήθηκα ότι ο λιθοξόος ο οποίος είχε κατασκευάσει αυτά τα πραγματικά αρχιτεκτονήματα ναών και σχολείων όπως στο χωριά Καϊλούγκα και Τρουπσή, καταγόταν από το Τσαγκράκ», περιέγραψε ο κ. Κενανίδης.
Τόνισε μάλιστα, ότι νοιώθει την ανάγκη να καταγράψει ότι στοιχείο έχει διασωθεί που να μαρτυρά την ελληνικότητα του τόπου, ώστε να μείνει παρακαταθήκη σε όλους τους Έλληνες που κατάγονται από τον Πόντο και όχι μόνο.
Από το χωριό Κιράτς έχουν την καταγωγή τους δύο από τους εκδρομείς, ο κ. Ελευθέριος Τσανίδης και ο κ. Λάζαρος Κεσικίδης, οι οποίοι είχαν μάλιστα και την ευτυχία να επισκεφθούν τα σπίτια των πατεράδων τους που στέκονται ακόμα και σήμερα δίπλα δίπλα, ερειπωμένα πια. Ο κ. Τσανίδης αφού στάθηκε μπροστά στο σπίτι του πατέρα του είπε με έκδηλη συγκίνηση: «Επιθυμία σου πατέρα μου ήταν να έρθεις εδώ να τα δεις. Δεν μπόρεσες, γι’ αυτό ήρθα εγώ, ήρθα να εκπληρώσω την επιθυμία σου. Ήρθα να ανασάνω τον αέρα που ανάσαινες μέχρι τα 15 σου χρόνια». Φεύγοντας από το Κιράτς τόσο ο κ. Τσανίδης όσο και ο κ. Κεσικίδης πήραν πέτρες και χώμα από τις πατρογονικές τους εστίες.
Για την ιστορία της οικογένειας του μας μίλησε ο κ. Κώστας Τσαγκαλίδης, 68 χρονών, με αφορμή την επίσκεψη – προσκύνημα στο χωριό καταγωγής του, την Αλούντζα.
«Περισσότερο έχω αναμνήσεις από τον πατέρα της μητέρας μου, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Αλούντζα της Νικόπολης Πόντου. Είχε έρθει 8 χρονών στη Θεσσαλονίκη και καταγόταν από την οικογένεια Βασιλειάδη που άλλαξε το επίθετο από τον πατέρα του προπάππου μου, τον Νίκο, σε Νικολαϊδη. Ο Νίκος Νικολαϊδης είχε δύο παιδιά, τον Αντώναγα και τον Παύλο. Γιος του Αντώναγα ήταν ο Σταύρος Νικολαϊδης, ο μεγάλος Πόντιος πολιτικός με την πλούσια ιστορία στο Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου και στον δημοκρατικό χώρο γενικότερα. Πρώτος του ξάδερφος ήταν ο Σταύρος Νικολαϊδης, ο προπάππους μου. Οι αναμνήσεις και οι ρίζες είναι πολύ βαθιές και γι’ αυτό ξεκίνησα για να έρθω να δω από πού κατάγομαι, περισσότερο όμως από την οικογένεια της μητέρας μου, γιατί με αυτούς είχα και τις περισσότερες επαφές από μικρό παιδί. Ο παππούς μου με επηρέασε βαθύτατα με τον χαρακτήρα του με τις ωραίες αναμνήσεις που μου διηγείτο και πάντοτε μου έλεγε να πας στην πατρίδα. Πιστεύω ότι με αυτό το ταξίδι τον έχω τιμήσει» είπε ο κ. Τσαγκαλίδης εμφανώς συγκινημένος, ο οποίος επισκέφθηκε και το χωριό του πατέρα του, το Αλατζά Χαν.
«Όταν έρχεσαι λοιπόν σε αυτόν τον τόπο έρχεσαι να συναντηθείς και με τους προγόνους σου. Οι εντυπώσεις πάντως από την επίσκεψη στα χωριά δεν είναι οι καλύτερες από άποψη εικόνας και ανάπτυξης, γιατί έτσι όπως τα άφησαν οι παππούδες μας εκατό χρόνια πριν έτσι περίπου τα βρήκαμε και σήμερα. Ο ένας προπάππους μου, από την πλευρά της μητέρας μου, έφυγε το 1914 όταν άρχισε η επιστράτευση για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οδηγούσαν τους Έλληνες στα εξοντωτικά τάγματα εργασίας. Πήρε τον μικρό του γιο 8 χρονών, τον παππού μου δηλαδή και έφυγε, αφήνοντας πίσω την γυναίκα του με τις δύο κόρες τους. Η προγιαγιά μου έζησε την Γενοκτονία των Αρμενίων στα χωριά. Το 1916 όταν έγινε ο πόλεμος με την Ρωσία, έφυγαν και οι γυναίκες και η οικογένεια συνδέθηκε και πάλι μετά από επτά χρόνια στην Καβάλα και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Ζάροβα που μετονομάστηκε σε Νικόπολη εις ανάμνηση της Νικόπολης του Πόντου», μας διηγήθηκε ο κ. Τσαγκαλίδης.
Στη συνέχεια περιέγραψε την εμπειρία που αποκόμισε από αυτό το ταξίδι: «Όσον αφορά το χωριό που γεννήθηκε ο αγαπημένος μου παππούς, η Αλούτζα, είχε 120 οικογένειες όταν έφυγε και τώρα εκεί πάνω βρήκα μόνο μια οικογένεια όπου ήταν όλες γυναίκες με δύο αγόρια, οι οποίες πάνε εκεί μόνο το καλοκαίρι εκεί για αγροτικές εργασίες. Πιθανόν να έχουν ελληνική καταγωγή γιατί με εντυπωσίασε το γεγονός ότι μας ξεπροβόδισαν έξω από το χωριό ώστε να χαιρετίσουν και τους άλλους εκδρομείς που δεν μπήκαν στο χωριό. Έπρεπε να ανέβουν μία ανηφόρα και πρώτη απ’ όλες την ανέβηκε μία γιαγιά χωρίς να σταματήσει δευτερόλεπτο, που με έκανε να σκέφτομαι μήπως στα νιάτα της ήταν αθλήτρια. Κι όμως την ανέβαζε η δύναμη της ψυχής και όχι τα πόδια της. Αυτό το είδα και στο γκρουπ που ταξίδευα, με ανθρώπους όπως τον κύριο Αλέξανδρο Ακριτίδη, που στα 85 του χρόνια ανέβηκε αγόγγυστα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Γαράσαρης».
Ο Κώστας Τσαγκαλίδης μας παρέθεσε και τα τελικά συμπεράσματα από την επιστροφή στις ρίζες του:
«Προσέγγισα όλη αυτή την ιστορία και ήρθα εδώ στον Πόντο όχι με τάση διεκδικητική αλλά για να προσκυνήσω τον τόπο των παππούδων μου και τίποτα περισσότερο. Η ιστορία έχει γραφτεί και γράφεται πάντα με τέτοια γεγονότα που μας επηρεάζουν βαθιά, αλλά πρέπει να την γνωρίζουμε γιατί μας καθορίζει το μέλλον και το μέλλον μας είναι στον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Ξέρουμε τις ρίζες μας τώρα και τα παιδιά μου θα δουν τις φωτογραφίες από αυτά τα μέρη σαν έναν τουριστικό προορισμό. Εγώ ήρθα εδώ με ένα φορτίο ιστορικό και συναισθηματικό, όπου τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου δεν νομίζω ότι θα έρθουν. Βέβαια θα τους παροτρύνω να επισκεφθούν αυτά τα μέρη για να γνωρίσουν τις ρίζες τους, αλλά δεν θα τους πιέσω. Το να φέρνεις στο νου σου τους λόγους που ξερίζωσαν τους Έλληνες από τη γη του Πόντου σε φορτίζει συναισθηματικά. Αυτό πρέπει σιγά σιγά να το αμβλύνουμε και όχι να το οξύνουμε. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε τα όσα έγιναν αλλά δεν χρειάζεται και να φανατιζόμαστε με τα ιστορικά γεγονότα. Τα σκέφτομαι και μετά συνεχίζω τη δουλειά μου και τη ζωή με την οικογένεια μου. Ήταν ένα πολύ ωραίο ταξίδι, που θα το κρατήσω ως μία πολύ ωραία ανάμνηση. Βρήκαμε πράγματα που μας ενδιαφέρουν, που έζησαν οι παππούδες μας, που εργάστηκαν, που μεγαλούργησαν, που υπέφεραν οι ίδιοι και ο Ποντιακός Ελληνισμός γενικότερα. Κλείνω ευχόμενος να μην ξανασυμβούν τέτοια γεγονότα, αν και δυστυχώς η ιστορία γράφεται με πολέμους και εκτοπίσεις πληθυσμών, καταστάσεις που λαμβάνουν σήμερα χώρα σε άλλες περιοχές και μετά από 100 χρόνια κάποια άλλα παιδιά θα λένε εδώ ήταν ο παππούς μου εκεί η γιαγιά μου και ούτω καθεξής…».
Πηγή: Κανάλι Ένα
Σχετικά θέματα
- Οδοιπορικό στον Πόντο - Επιστροφή στις ρίζες
Πηγή: Κανάλι Ένα
Σχετικά θέματα
- Οδοιπορικό στον Πόντο - Επιστροφή στις ρίζες