Ματιές στην ιστορία του αλησμόνητου Πόντου, τα ιερά χώματα του |
Ομιλία του Αλέκου Αγγελίδη στο "χωριό Ποντίων" Μελβούρνης (αρχές δεκαετίας 1980)
Η βαθιά εκτίμησή μου και η συμπάθεια προς το εκλεκτό αυτό κομμάτι του Ελληνισμού του Πόντου νομίζω πως έχει διπλή προέλευση. Πρώτα-πρώτα, γιατί και ο δικός μου πατέρας ανήκε στους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, της οποίας η ιστορία είναι παράλληλη και παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με την ιστορία του Πόντου. Δεύτερο, επειδή οι Πόντιοι ήταν για μένα το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον των μαθητικών μου χρόνων. Με παιδιά Ποντίων προσφύγων μεγάλωσα, αυτοί κατά το πλείστον ήταν οι συμμαθητές μου, μ’ αυτούς αμιλλόμουν στις γυμνασιακές μου σπουδές κι αυτοί ήταν οι καλύτεροί μου φίλοι. Είναι, λοιπόν, ευχαρίστηση και ικανοποίηση για μένα, να μελετώ και να μιλώ για τον Πόντο. Για το λόγο, αυτό ευχαριστώ για την τιμητική πρόταση που μου κάνατε.
Είναι κοινή πεποίθηση ότι τέτοια αγαθά υπάρχουν άφθονα και ποικίλουν, με την ομορφιά και το περιεχόμενό τους αλλά και με τη ζωντάνια της παρουσίας τους, στην πολιτιστική και πνευματική ζωή όλων των Ελλήνων. Θα μπορούσε επομένως κανείς σε μια τέτοια ομιλία να ορίσει σαν θέμα τα ήθη και έθιμα που διασώζονται στη ζωή της ποντιακής προέλευσης Ελλήνων, τα υπέροχα δημοτικά τους τραγούδια, τους ασύγκριτους ποντιακούς χορούς, το ιδίωμα στη διάλεκτό τους με τις γνήσιες αρχαιοελληνικές ρίζες και ένα σωρό άλλα πράγματα, που αποτελούν δημιουργήματα ή βιώματα του εκλεκτού αυτού τμήματος του ελληνικού λαού.
Επειδή η ομιλία αυτή είναι η πρώτη που γίνεται στον τόπο αυτό με γενικό θέμα τους Ποντίους, σκέφτηκα, πως καλό θα ήταν, να δώσουμε μ’ αυτή κάτι το γενικό και πρωταρχικό, να δημιουργήσουμε μια βάση και μια αφετηρία για οτιδήποτε γενικότερο ή ειδικότερο θα ακολουθήσει. Να ρίξουμε, δηλαδή, μερικές ερευνητικές ματιές στην ιστορία του αλησμόνητου Πόντου, τα ιερά χώματα του οποίου είναι ζυμωμένα με τον ιδρώτα και με το αίμα των μυριάδων προγόνων μας. Να ακούσουμε κάτι για τα μέρη εκείνα που ξενοκρατούνται σήμερα αλλά για δυόμιση ολόκληρες χιλιετηρίδες αποτέλεσαν μια απ’ τις αξιολογότερες κοιτίδες ελληνικού πολιτισμού. Να μεταφερθούμε νοερά στις περιοχές όπου ζούσαν οι Ακρίτες και εκεί όπου υπάρχουν οι ρίζες των Ποντίων της Ελλάδας και του Εξωτερικού, για να βρεθούμε μπροστά στο πολιτιστικό και μορφωτικό παρελθόν στην προπαιδεία των ιδεών και των αρχών τους.
Μια τέτοια αναδρομή, εκτός απ’ τη μορφωτική της αξία θα παρουσιάσει και τη σημερινή αξιοσύνη των Ποντίων, όχι σαν ένα συμπτωματικό και εξωτερικό γνώρισμα αλλά σαν καρπό μακροχρόνιας διαδικασίας, της οποίας η αφετηρία χάνεται στα απόμακρα μονοπάτια της ιστορίας και του θρύλου. Ας δούμε, όμως, πρώτα, πώς τοποθετείται γεωγραφικά η όμορφη και δοξασμένη αυτή γωνιά της άλλοτε μεγάλης Ελλάδας μας, η πιο μακρινή ίσως απ’ τις χαμένες πατρίδες του κατατρεγμένου λαού μας.
Ο Πόντος είναι περιοχή της Μ. Ασίας στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Προς βορρά βρέχεται απ’ τον Εύξεινο Πόντο, ενώ προς ανατολάς ορίζεται απ’ την Κολχίδα, προς δυσμάς από την Πελαγωνία και προς νότο από την Καππαδοκία. Η πρώτη παρουσία Ελλήνων στον τόπο αυτό τοποθετείται στα προϊστορικά ακόμα χρόνια. Η εκστρατεία των αργοναυτών στην Κολχίδα, στη χώρα των χαλκόποδων και πύρινων τεράτων και των μαγικών βοτανιών για την κατάκτηση του χρυσόμαλλου δέρατος είναι βέβαια μύθος, στον οποίο, όμως, εύκολα διακρίνουμε τον πυρήνα της αλήθειας. Και η αλήθεια είναι, ότι και πριν απ’ τους ιστορικούς χρόνους, ατρόμητοι Έλληνες θαλασσοπόροι, αφού ξέφυγαν απ’ τις συμπληγάδες και δάμασαν τα άγρια κύματα του Εύξεινου Πόντου, προχώρησαν ως τις πελαγίστηκες ακτές του, για να ανακαλύψουν νέες χώρες, άλλους λαούς και πλουσιότερες πλουσιοπαραγωγικές πηγές.
Φαίνεται, ότι τα κέρδη σε κάθε ταξίδι τους ήταν σημαντικά, γι’ αυτό κι ύστερα απ’ τις επάλληλες εμπειρίες τους κι από προσεκτική μελέτη, αποφάσισαν να ιδρύσουν στην περιοχή αυτή μόνιμες αποικίες. Συστηματικό αποικισμό του Πόντου άρχισαν οι Έλληνες τον 8ο π.Χ. αιώνα. Μητρόπολη των Ελλήνων αποίκων στον Πόντο υπήρξε η περίφημη Μίλητος, η πανέμορφη νύφη της αρχαίας Ιωνίας, η οποία κυριολεκτικά γέμισε με αποικίες τα Βόρεια παράλια της Μ. Ασίας, αποικία και η ίδια της μητροπολιτικής Ελλάδας. Οι αποικίες αυτές δημιουργήθηκαν όχι μόνο σα νέες εντελώς πόλεις σε ακατοίκητα μέρη των παραλίων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου αλλά και σε πόλεις ήδη κατοικημένες, τις οποίες κυρίευαν οι Έλληνες άποικοι ή έκαναν την εγκατάστασή τους σ’ αυτές, ύστερ’ από συμφωνία με τους παλιούς κατοίκους τους αλλά βαθμιαία τις εξελλήνιζαν. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκει η πρώτη ελληνική αποικία του Πόντου, η Σινώπη, στην παραλία της αρχαίας Παφλαγωνίας. Το σημιτικό και όχι το ελληνικό όνομα της αποικίας αυτής είναι ότι, σαν πόλη προϋπήρχε απ’ τον αποικισμό της από τους Μιλησίους.
Η Σινώπη δεν άργησε να ακολουθήσει το παράδειγμα της μητρόπολής της. Πλήθαινε και προόδευε τόσο πολύ, ώστε, σε μερικές δεκαετίες, έστελνε προς ανατολάς κατά μήκος της παραλίας νέες αποικίες, ενώ τον ίδιο καιρό η Μίλητος έστελνε κι εκείνη νέα δική της αποικία στην αρχαία σημιτική πόλη Αμισό. Έτσι, τα Κοτύωρα, η Κερασούντα, η Τραπεζούντα κι άλλες μικρότερες πόλεις των παραλίων είναι θυγατέρες της Σινώπης. Αλλά και η μητροπολιτική Ελλάδα δεν έμεινε αμέτοχη στον αποικισμό του Πόντου. Αρκετές αποστολές αποίκων απ’ την Πελοπόννησο και την Αττική κατέφθαναν στον Πόντο και γίνονταν ευχαρίστως δεκτές απ’ τις ήδη υπάρχουσες ελληνικές πόλεις ή ίδρυαν σε άλλα μέρη κι αυτοί δικές τους αποικίες.
trapezousΣαν παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση, μπορούμε να αναφέρουμε το ότι πολλοί κάτοικοι της Τραπεζούντας της Αρκαδίας πήγαν σαν άποικοι κι έγιναν δεκτοί κι εγκαταστάθηκαν στην Τραπεζούντα του Πόντου τον 4ο π.Χ. αιώνα. Υπάρχει μάλιστα η πολύ πιθανή εκδοχή, ότι τότε πήρε η πόλη το όνομα αυτό, γιατί είναι σχεδόν βέβαιο, ότι προηγουμένως είχε το ξενικό όνομα ΙΖΙΝΙΣ. Σαν παράδειγμα, επίσης, για την ίδρυση νέων αποικιών από αποίκους της Ηπειρωτικής Ελλάδας μπορούμε να αναφέρουμε την αποικία Αθήναι στην τελευταία γωνιά του Πόντου, στη χώρα των Κόλχων, που ιδρύθηκε από Αθηναίους αποίκους.
Σήμερα, στη θέση της πόλης εκείνης υπάρχει ένα ασήμαντο χωριό που διασώζει, όμως, την ονομασία Ατίνα, στη γλώσσα των σημερινών Τούρκων. Οι ελληνικές πόλεις του Πόντου αρχικά ήταν ανεξάρτητες. Η κάθε μια είχε το δικό της πολίτευμα, σύμφωνα με το πολίτευμα της μητρόπολής της. Στα χρόνια της κυριαρχίας των Περσών είχαν υπαχθεί τυπικά στο μεγάλο βασιλιά, διατηρούσαν, όμως, την εσωτερική τους αυτονομία. Ως την εποχή του Μεγαλέξανδρου, οι Έλληνες κατείχαν μόνο τα Παράλια του Πόντου. Στα μετέπειτα, όμως, χρόνια άρχισαν να ξαπλώνονται και προς την ενδοχώρα. Τα ημιβάρβαρα μεσογειακά έθνη της περιοχής αυτής, παρ’ ότι ήταν αξιόλογα, υπέκυψαν στην υπέρτατη δύναμη των Ελλήνων αποίκων και καταστράφηκαν ή εξελληνίστηκαν.
Με την επέκταση αρχίζει νέα ακμή, γιατί ο υπόγειος πλούτος της ορεινής και δασωμένης εκείνης περιοχής ήταν μεγάλος, ιδίως σε άργυρο, χαλκό και σίδηρο. Ιδρύθηκαν τότε νέες πόλεις στα παράλια εκεί όπου υπήρχαν μικρά και ασήμαντα χωριά αλλά και στην ενδοχώρα. Τέτοιες ήταν η Αμάσια και η Άμαστρης, η Νικόπολη, η Φαρμακεία, η Νεοκαισσάρεια, τα Κόμανα, τα Κάνδυρα και άλλες πολλές. Μεταξύ της Αλεξανδρινής και της Ρωμαϊκής εποχής δημιουργείται το βασίλειο του Πόντου υπό τη δυναστεία των Μιθριδοτών με αλληλοδιάδοχες πρωτεύoυσες τη Σινώπη, την Αμάσεια και την Αμισό. Η Britannica λέει (τόμος Ρ Pontus σελ. 225) πρώτη πρωτεύουσα ήταν η Αμάσεια, μετά η Σινώπη (το 183). Ο Ρωμαίοι, όμως, κατέλυσαν το κράτος αυτό το 65 μ.Χ. και μετέβαλαν τον Πόντο σε ρωμαϊκή επαρχία. Σεβάστηκαν ωστόσο την αυτονομία των ελληνικών πόλεων.
Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, ήρθε ο χριστιανισμός σα σύμμαχος του Ελληνισμού στον αγώνα της φυλετικής επικράτειας. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς, από τα χρόνια ακόμα των Απολόνων Ανδρέα και Πέτρου, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, είναι οι πρώτοι κήρυκες του Ευαγγελίου στον Πόντο. Με την εξίσωση που έφερε ο χριστιανισμός σε Έλληνες και Ελληνίζοντες, δημιούργησε νέο ελληνοχριστιανικό έθνος στον Πόντο. Έτσι, στις αρχές 164 μ.Χ. ο Πόντος βρισκόταν στη μεγαλύτερή του ευημερία και ακμή, αποτέλεσμα και της διαρκούς ειρήνης που επέβαλε στο μέρος αυτό η ρωμαϊκή κυριαρχία. Το ρωμαϊκό σύστημα των δημοκρατικά αυτοδοιηκούμενων πόλεων του Πόντου, που τόσο θαυμαστά λειτουργούσε, καταλύθηκε απ’ τον ιδρυτή και πρώτο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο. Από τότε ο Πόντος μεταβλήθηκε σε απλή επαρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που εξαρτιόταν απ’ την Κωνσταντινούπολη και κυβερνιόταν από ανώτατο στρατιωτικό και πολιτικό διοικητή.
Πρωτεύουσα της επαρχίας του Πόντου ορίστηκε απ’ την Κωνσταντινούπολη η Νεοκαιράρεια. Ο Ιουστινιανός, όμως, αργότερα μετέφερε το κέντρο της διοίκησης στην Τραπεζούντα, επειδή η θέση της πόλης αυτής εξυπηρετούσε καλύτερα από στρατιωτική άποψη. Η Τραπεζούντα χρησιμοποιήθηκε σα βάση και ορμητήριο όλων των επιχειρήσεων των Βυζαντινών εναντίον του περσικού επεκτατισμού.
Τον 11ο και 12ο αιώνα, στην εποχή των Κομνηνών, συνέβησαν τέτοια κινήματα. Ευτυχώς όμως, με τη δεξιότητα των αυτοκρατόρων, οι στάσεις αυτές αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως χωρίς αιματηρές συγκρούσεις εμφυλίου πολέμου και η φιλοδοξία των δυτικών εξουδετερώθηκε τελείως. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ και η εθνική συνείδηση των κατοίκων του Πόντου, οι οποίοι, την ενότητά τους με την Κωνσταντινούπολη την θεωρούσαν σαν την καλύτερη εγγύηση ασφάλειας της χώρας τους εναντίον των βάρβαρων λαών που τους περικύκλωναν. Η τακτική αυτή δεν συμαίνει ότι ο λαός ήταν σε όλα και πάντοτε ευχαριστημένος από την κεντρική κυβέρνηση. Είχε εύκολες αφορμές και ουσιαστικές αιτίες να είναι δυσαρεστημένος εναντίον της, κυρίως για τους βαριούς φόρους. Η δυσαρέσκεια όμως αυτή δεν τον παρακίνησε ποτέ να στασιάσει εναντίον της κεντρικής διοίκησης για να υποστηρίζει τους δούκες. Απεναντίας, ο λαός πρόθυμα και γενναία πολεμούσε κάτω απ’ τις διαταγές των δουκών, όσες φορές επρόκειτο να αποκρούσει εχθρούς από το πάτριο έδαφος, όχι, όμως και να αποσχισθεί απ’ την Κωνσταντινούπολη. Ήρθαν, βέβαια, καιροί που κι αυτό έγινε αλλά, όμως, ο λαός του Πόντου παραμένει ο μόνος ανεύθυνος για το κατάντημα αυτό. Ήταν τότε που η Κωνσταντινούπολη κυριεύτηκε απ’ τους Σταυροφόρους Φράγκους το 1204, γεγονός που προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στην πολιτική ενότητα της ελληνικής φυλής. Το βυζαντινό κράτος τότε κατακομματιάστηκε κι ένα απόκομμά του υπήρξε ο Πόντος, όπου ιδρύθηκε νέο κράτος από ένα μέλος της δυναστείας των Κομνηνών. Αυτός ήταν ο Αλέξιος Κομνηνός, ο οποίος, με λίγους οπαδούς, κατέφυγε στην Τραπεζούντα όπου ίδρυσε ο ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα την πόλη αυτή.
trapezous2Είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε αργότερα, εξορμώντας απ’ την Τραπεζούντα, να διώξει τους Φράγκους απ’ την Κωνσταντινούπολη και να ξαναδώσει στη βυζαντινή αυτοκρατορία την προηγούμενη έκτασή της. Αλλά τα πράγματα ακολούθησαν άλλο δρόμο από εκείνο που φανταζόταν ο Αλέξιος. Γιατί ένα άλλο απόκομμα του κράτους είχε περισσότερα δικαιώματα να θεωρείται σα συνέχεια του βυζαντινού κι αυτό ήταν το κράτος της Νικαίας, όπου κατέφυγε η βυζαντινή αυλή και το πατριαρχείο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους.
Δυστυχώς, ο Αλέξιος όχι μόνο δεν υποχώρησε αλλά, για μεγάλη συμφορά της ελληνικής φυλής, κήρυξε πόλεμο εναντίον του αυτοκράτορα της Νικαίας, του Θεοδώρου Λασκάρεως. Νικήθηκε, βέβαια, ο Αλέξιος κι έχασε όλες τις προς Δυσμάς της Αμισού χώρες, παρ’ ότι, προς μεγάλη του καταισχύνη, ζήτησε και πέτυχε τη συμμαχία των Τούρκων του Ικονίου, με αντάλλαγμα να γίνει ο Πόντος χώρα υποτελής στους Τούρκους. Η εχθρική στάση των Κομνηνών του Πόντου προς τους αυτοκράτορες της Νικαίας κι αργότερα της Κωνσταντινούπολης, μετά την εκδίωξη απ’ αυτήν των Φράγκων κατά το έτος 1291, υπήρξε αληθινά ολέθριος. Στους κρίσιμους εκείνους καιρούς, που οι Τούρκοι γινόντουσαν συνεχώς ισχυρότεροι και περιέσφιγγαν τις ελληνικές χώρες, χρειαζόταν συνένωση όλων των εθνικών δυνάμεων εναντίον του κοινού εχθρού. Είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα να ομολογήσουμε, ότι ο Πόντος και σαν ξεχωριστό κράτος έκανε ευσυνείδητα το εθνικό του χρέος. Από το έτος 1204 ως το 1461, χρονιά κατά την οποία καταλύθηκε από τους Τούρκους, αντιμετώπισε εξαιρετικές απειλές, οι οποίες συχνά έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του. Πολέμησε πάντοτε εναντίον διαφόρων εχθρών, από τους οποίους πιο επικίνδυνοι ήταν οι Τούρκοι και από τα τείχη της πρωτεύουσας και τις κλεισούρες του εσωτερικού, όπου και σήμερα ο επισκέπτης σε κάθε του βήμα συναντά ερείπια μεσαιωνικών φρουρίων. Η πολιορκία της Τραπεζούντας από το Μελίκ, γιο του σουλτάνου του Ικονίου το 1224 ήταν πολύ μεγάλος κίνδυνος. Η απόκρουση και καταστροφή των εχθρών και η αιχμαλωσία του ίδιου του Μελίκ μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα μεγάλο κατόρθωμα της βυζαντινής ιστορίας μας. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τη μεγάλη μάχη που έγινε το 1302 κοντά στην Κερασούντα, κατά την οποία νικήθηκαν οι τουρκομάνοι και αιχμαλωτίστηκε ο στρατηγός τους Κουστουγιάν.
Η τριήμερη, επίσης, μάχη κοντά στον ποταμό Πιζίτη το 1348 εναντίον των τουρκομάνων του Ερζετούμ, κατά την οποία οι εχθροί νικήθηκαν κατά κράτος και εκδιώχθηκαν από τα ελληνικά εδάφη, καθώς και ολόκληρη σειρά άλλων στρατιωτικών κατορθωμάτων, ανέδειξαν τους Έλληνες του Πόντου πραγματικούς ακρίτες και προασπιστές της εθνικής ακεραιότητας. Παρ’ ότι, όμως, το τελευταίο αυτό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος του Πόντου επέζησε για 257 χρόνια και έγραψε δική του ιστορία, ήταν φανερό πως η ύπαρξή του συνδέονταν απόλυτα με την Κωνσταντινούπολη, πράγμα το οποίο δείχνει πόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη να μη μεσολαβήσει διάσπαση στα δυο αυτά κράτη αλλά σαν ένας λαός, όπως και ήταν, να συνεχίσουν την ιστορία τους με ενωμένη τη δύναμή τους εναντίον του κοινού εχθρού. Πράγματι, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, είχε κριθεί και η τύχη της Τραπεζούντας, αν και στην αρχή δόθηκε η εντύπωση, ότι κάπως διαφορετικά θα εξελίσσονταν τα πράγματα, γιατί ο Μωάμεθ ο Β’ ανέβαλε για λίγα χρόνια την εκτέλεση του σχεδίου του και αρκέστηκε στο φόρο υποτέλειας. Δεν άργησε, όμως, νά ‘ρθει το πλήρωμα του χρόνου και ο φοβερός πορθητής εμφανίστηκε την 15η Αυγούστου 1461 τρομερός και ανελέητος στην πόλη της Τραπεζούντας.
Ο τότε αυτοκράτορας του Πόντου Δαυίδ, απόγονος κι αυτός των Κομνηνών, δεν μιμήθηκε, δυστυχώς, το παράδειγμα του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αλλά νόμισε ότι θα αποφύγει μια ανώφελη αιματοχυσία και την αρπαγή της περιουσίας των κατοίκων αν παρέδινε την πόλη με συνθήκη. Κι αυτό, παρά την αντίθετη γνώμη του λαού του.
Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να ξέρουν, σύμφωνα με μαρτυρίες του Γεωργίου Αμυρώτη, ο οποίος, σαν αντιπρόσωπος του Δαυίδ, διαπραγματεύτηκε και υπόγραψε τη συνθήκη, συνέβησαν τόσοι φόνοι και λεηλασίες, όσες ίσως δε θα συνέβαιναν αν η πόλη κυριεύονταν ύστερ’ από έφοδο. Οι κάτοικοι της Τραπεζούντας, όχι μόνο στερήθηκαν όλες τις ιδιοκτησίες τους αλλά διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να κατοικήσουν έξω από τα τείχη της. Ο Δαυίδ πλήρωσε ακριβά τη δειλία του. Στάλθηκε, κατά διαταγή του Μωάμεθ, στην Αδριανούπολη αλλά, μετά από λίγα χρόνια, ο ίδιος πάλι ο Μωάμεθ, του επιφύλαξε τραγικό θάνατο. Διέταξε να σφάξουν παρουσία του τους 7 γιους του και τον ένα ανεψιό του και τελευταία θανάτωσαν και τον ίδιο. Ο λόγος ήταν, επειδή δεν θέλησε να απαρνηθεί τη θρησκεία του. Απέκτησε έτσι τον τίτλο του χριστιανού μάρτυρα, μια που στερήθηκε τον τίτλο του εθνομάρτυρα.
Με τα γεγονότα αυτά, κλείνει η αυλαία του ελεύθερου βίου των Ελλήνων του Πόντου. Είναι αλήθεια, ότι η διατήρηση του κράτους των Κομνηνών για δυόμισι ολόκληρους αιώνες ανάμεσα σε τόσο πολυάριθμους και ισχυρούς εχθρούς είναι ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της ιστορίας μας. Η αιώνια ζωτικότητα της ελληνικής φυλής και το ακμαίο φρόνημα της φιλοπατρίας έκαναν κι εδώ το θαύμα τους. Βοήθησαν, όμως, οπωσδήποτε σ’ αυτό και οι σπουδαίοι οικονομικοί πόροι του κράτους. Ο ανεξάντλητος υπόγειος πλούτος, καθώς και οι τελωνειακοί φόροι από το εισαγωγικό, εξαγωγικό και ιδίως από το διακοσμητικό εμπόριο πρόσφεραν πλούσια οικονομικά έσοδα στο κράτος. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγγραφέα εκείνης της εποχής, η Τραπεζούντα του 15ου αιώνα είχε όψη διεθνούς πόλης και ήταν εργαστήριο κοινό και εμπόριο όλης της Οικουμένης.
Στην ανάπτυξη των γραμμάτων, επίσης, δεν υστέρησε καθόλου ο Ελληνισμός του Πόντου. Η Σινώπη δικαιούται να καυχιέται, ότι γέννησε τον ονομαστό ποιητή της νέας αττικής κωμωδίας Σμίθιρο, τον αρχηγό της θεωρίας του κοσμοπολιτισμού Διογέννη και τον ιστορικό Βάτωνα. Η Αμισός υπήρξε η πατρίδα των φημισμένων μαθηματικών Δημητρίου και Διονυσόδωρου και του γραμματικού Τυραννίωνα και η Αμάνεια ανέδειξε το μεγαλύτερο γεωγράφο της αρχαιότητας μαθητή του Τυραννίωνα το Στράβωνα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, εστία των γραμμάτων ήταν η Τραπεζούντα, όπου λειτούργησε η φημισμένη σχολή του Τυχικού, στην οποία διδάσκονταν κυρίως μαθηματικά και αστρολογία. Τον 11ο αιώνα κάνει την παρουσία του ο Ιωάννης Ξυφιλίνος, συγγραφέας πολλών νομικών, θεολογικών και φιλοσοφικών συγγραμάτων, ο οποίος έγινε και πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Στην περίοδο των Κομνηνών, επίσης, ανήκουν ο συγγραφέας και γιατρός Γεώργιος Χρυσοκόκης, ο γεωγράφος Μιχαήλ Πανάρετος, ο ποιητής Στέφανος Σγουρόπουλος, ο γιατροφιλόσοφος Γεώργιος Αμηρούζης και ο πολυγραφότατος σ’ όλο τον κόσμο γνωστός Βησσαρίονας. Παράλληλα με τη σχολική παιδεία βάδισε και η δημοτική ποίηση στον Πόντο, με την οποία ο λαός εξέφρασε ευγλωττότερα τις ιδέες και τα συναισθήματα της ψυχής του. Μπορούμε να πούμε μάλιστα, πως το γραμματικό αυτό είδος θεωρείται σήμερα αξιολογότερο κι απ’ αυτή την παραγωγή του έντεχνου λόγου στον Πόντο. Ας προσθέσουμε, επίσης, εν ολίγοις, ότι, σύμφωνα με τη γνώμη των διαπρεπέστερων μελετητών της δημοτικής ποίησης στον Πόντο έγιναν τα πρώτα τουλάχιστον τραγούδια, τα οποία συντέθηκαν αργότερα για να δώσουν το μεγαλοπρεπές μεσαιωνικό έπος του Διγενή Ακρίτα, που, για τη λογοτεχνία μας, η αξία του κρίνεται ανάλογη με τα αθάνατα ομηρικά έπη.
Ας ανοίξουμε, όμως, την αυλαία της δεύτερης πράξης του έργου, που έχει για περιεχόμενό του την ιστορία του Πόντου, για να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα της σκλαβωμένης ζωής των Ελλήνων της περιοχής αυτής, της ζωής των Ελλήνων του Πόντου, που άρχισε με χρυσές ελπίδες, συνέχισε με δόξες και τιμές αλλά κατέληξε σε ανήκουστη τραγωδία, από τις πιο απάνθρωπες που έχει να παρουσιάσει η παγκόσμια ιστορία. Μεγάλη ελάττωση του ελληνικού πληθυσμού σημειώθηκε στον Πόντο μετά την τουρκική κατάκτηση του 1461. Οι κάτοικοι, κυρίως των παραλίων, εγκατέλειψαν το πάτριο έδαφος και εγκαταστάθηκαν στις παραλιακές πόλεις της μεσημβρινής Ρωσίας, όπου και αφομοιώθηκαν προς τον ιθαγενή πληθυσμό και αρκετοί στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και στην Κωνσταντινούπολη. Σημαντική, επίσης, ελάττωση του χριστιανικού πληθυσμού του Πόντου σημειώθηκε εξαιτίας του εξισλαμισμού στα πρώτα κυρίως χρόνια μετά την άλωση. Πολλοί αναγκάστηκαν να τουρκέψουν για να σώσουν τις περιουσίες τους και τη ζωή τους ή για να αποφύγουν τα βάσανα της σκληρής δουλείας. Αλλά και κατά τα μέσα του 17ου αιώνα ξέσπασε μεγάλο κύμα βίαιων εξισλαμισμών, σαν εμφανίστηκαν οι λεγόμενοι ντερέμπεηδες, δηλαδή οι τιμαριούχοι Τούρκοι. Την περίοδο μάλιστα αυτή ολόκληρες περιφέρειες αναγκάστηκαν σε ομαδική εξωμοσία, όπως ήταν οι περιφέρειες του Όφεως και της Όντας, των οποίων οι κάτοικοι και σήμερα ακόμα διατηρούν την ελληνική ονομασία των χωριών τους, τα πάτρια ήθη και έθιμα και πολλές χριστιανικές συνήθειες.
Ας σημειωθεί ευκαιριακά, ότι από τους σημερινούς μουσουλμάνους του Πόντου ελάχιστοι έχουν καθαρά τουρκική καταγωγή, γιατί στον Πόντο έγινε στρατιωτική κατάκτηση, χωρίς αποικισμό αθρόου μουσουλμανικού πληθυσμού.
Αλέκος Αγγελίδης