Τελειόφοιτες του Παρθεναγωγείου Τραπεζούντος με τον καθηγητή τους Δ. Xρυσουλίδη, Δεκέμβριος 1907 |
της Έλσας Γαλανίδου – Μπαλφούσια
Η Παιδεία υπήρξε αυτό που κράτησε αδιάσπαστο τον Ελληνισμό του Πόντου, στο διάβα των αιώνων, παρ’ ότι ζούσε ανάμεσα σε βάρβαρα και αλλόφυλα έθνη. Οι Έλληνες του Πόντου έδιναν μεγάλησημασία στην παιδεία και στα γράμματα. Έτσι μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) και στη συνέχεια της Τραπεζούντας (1461), η τούρκικη σκλαβιά εκεί δεν στάθηκε ικανή ώστε να διακόψουν οι Έλληνες του Πόντου τους δεσμούς τους με τη μητέρα Ελλάδα και να σταματήσει η πνευματική δραστηριότητά τους. Μόλις ορθοπόδησαν οικονομικά, άρχισαν να φροντίζουν και για τη μόρφωση των παιδιών τους. Αδιάκοπη σχεδόν ήταν η ύπαρξη ελληνικών σχολείων, όπου φρόντιζαν οι δάσκαλοι να μορφώνουν «Ελληνικά» τους μαθητές. Ο πνευματικός ποντιακός ελληνισμός ανατράφηκε και άντλησε τις πηγές του από την ελληνική παράδοση, από τους εκκλησιαστικούς πατέρες, από την αρχαία φιλολογία.
Στο διάβα των αιώνων δε λησμόνησε ούτε τη φυλετική του καταγωγή (καίτοι άλλα έθνη αφομοιώθηκαν), ούτε τις πολιτιστικές και πολιτισμικές παραδόσεις του, ούτε τη γλώσσα του. Ακόμη και η προφορική ομιλίατους, με την ιδιαιτερότητα που είχε, δεν αλλοιώθηκε, παρ’ ότι δανείστηκε στοιχεία απ’ άλλες γλώσσες, όπως συμβαίνει παντού και πάντοτε. Και όλα αυτά τα πέτυχαν γιατί όπως τονίζει ο Μ. Ευαγγελίδης «Τον Έλληνα χαρακτηρίζει πάντοτε η ευσέβεια και φιλομάθεια. Γι’ αυτό όπου κι αν συγκεντρωθούν – εγκατασταθούν λίγες ελληνικές οικογένειες, σαν αδιάσπαστο στοιχείο της ύπαρξής τους είναι να κτίσουν οίκο θείας λατρείας και σχολείο» (Μ. Ευαγγελίδη. Τα ελληνικά εκπαιδευτήρια προ του Βαλκανικού πολέμου. 1912). Αλλά στον Πόντο είχαν κι άλλο έναχαρακτηριστικό. Είχαν μεταξύ τους άμιλλα, στοιχείο που κέντριζε τις ευγενείς φιλοδοξίες τους και μεγάλωνε την επιθυμία τους να δείξουν όλοι τις ικανότητές τους, να δημιουργήσουν και αυτοί στον Πόντο, ότι είχαν καταφέρει οι άλλοι σε άλλα μέρη.
Το γόνιμο αυτό συναίσθημα της άμιλλας, που έδειξαν κάποιοι ξεχωριστοί άνθρωποι στον Πόντο, ενισχύθηκε τα μέγιστα απ’ όλη τη κοινότητα, παρά τις αντιρρήσεις κάποιων. Αποτέλεσμα; Φρόντιζαν να φτιάξουν γερά και όμορφα σχολεία, τόσο καλά, που και σήμερα οι Τούρκοι τα χρησιμοποιούν ως σχολεία κι αυτοί. Η άμιλλα μεταξύ των Ελλήνων του Πόντου στο θέμα αυτό ήταν τόσο μεγάλη, που δεν υπήρχε όχι μόνο πόλη ή κωμόπολη, αλλά και το πιο απομακρυσμένο χωριό, που να μην έχει σχολείο. Εκτός από το περίφημο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» (που έζησε επί 241 χρόνια από τότε που ιδρύθηκε) και το «Φροντιστήριον Αργυρουπόλεως» (θεμελιώθηκε τον Ιούνιο του 1872) υπήρχαν περίφημα σχολεία σε όλο τον Πόντο:
• Η Ροδοκανάκιος Σχολή της Καππαδοκίας
• Η Ακαδημία θετικών Επιστημών
• Η Ψωμιάδειος Σχολή των Κοτυώρων
• Το Φροντιστήριον της Κερασούντας κ.ά.
Αυτά για τα αγόρια, για τα κορίτσια όμως, τι; Όλοι γνωρίζαμε (σήμερα) ότι από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι και πριν περίπου 100, ίσως και παραπάνω, η γυναίκα δεν είχε ούτε κοινωνικά, ούτε πολιτικά δικαιώματα. Ακόμη και στην κλασσική Ελλάδα η γυναίκα ζούσε περιορισμένη στον οίκο της, με πολλές προκαταλήψεις εις βάρος της, και φυσικά δεν γίνεται λόγος για κάποια πνευματική δραστηριότητά της. Ήδη ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιο του Περικλέους» πριν περίπου 2.500 χρόνια, μετά την κηδεία των επιφανών του Πελοποννησιακού πολέμου, προτρέπει τις γυναίκες να επιστρέψουν ήσυχα στο σπίτι τους και να μη δίνουν δικαίωμα να γίνεται συζήτηση γι’ αυτές. Ο δε ρήτορας Δημοσθένης σημειώνει τα εξής, (καταπληκτικά βέβαια για τη δική μας εποχή): «Έχουμε εταίρες για την απόλαυση, παλλακίδες για την περιποίηση και γυναίκες για να μας δίνουν νόμιμα παιδιά». Η ίδια κατάσταση ίσχυε όμως και στον Πόντο. Εδώ η εκπαίδευση και η μόρφωση εθεωρείτο πολυτέλεια, αλλά ακόμη και επιζήμια κάθε δραστηριότητα έξω από το σπίτι. Οι πρόγονοί μας θεωρούσαν ότι ήταν φοβερό και αποτρόπαιο το να μορφωθεί η γυναικά, να βγει έξω από το σπίτι.
Ποια γνώμη επικρατούσε; Για ακούστε και να κρίνετε! «Γιά τό κορίτζ’ γράμματα είν’ τό πλέξιμο τ’ ορταρί, νά σαχταρών’ τά σκεύα καί άμα παντρεύ’ νά εφτάει παιδία καί αφίν’ ρίζαν’ς σ’ οσπίτ’». Δηλ. για το κορίτσι γράμματα είναι το πλέξιμο της κάλτσας, να τρίψει με στάχτη τα σκεύη (ήτανε τα συρματέξ της εποχής εκείνης) και όταν παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να αφήσει ρίζα στο σπίτι) (Κάνι. Πνευματικός φάρος Χαλδίας. 1970 Θεσ/νίκη, σελ.122) Τα πράγματα άλλαξαν κατά τον 19ο αιώνα στον Πόντο. Τότε παρουσιάζεται και ενδιαφέρον για τη μόρφωση των γυναικών. Στα χωριά η μόρφωση τους περιοριζότανε το πολύ στη Δευτέρα τάξη δημοτικού, γιατί ο φόβος των Τούρκων εμπόδιζε τα κορίτσια να κυκλοφορούν ελεύθερα μόλις μεγάλωναν λίγο. Στις πόλεις όμως φωτισμένοι Πόντιοι πνευματικοί μας άνθρωποι, με ευρείες αντιλήψεις και οι οποίοι είχαν κατανοήσει τη σημασία της μόρφωσης των γυναικών στην κοινωνία, άρχισαν να δραστηριοποιούνται, να εισηγούνται και να πραγματοποιούν τα πρώτα βήματα γι’ αυτό το σκοπό, δηλαδή να ιδρυθούν ξεχωριστά σχολεία για τα κορίτσια, τα Παρθεναγωγεία. Για να ιδρυθούν τα παρθεναγωγεία έπρεπε να αλλάξει η νοοτροπία της κοινωνίας, που ήθελε ως τότε τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι και να ασχολείται μόνο με τα οικιακά. Η επίδραση του δυτικού πολιτισμού και η ίδρυση Παρθεναγωγείων πολλά χρόνια πριν από το 1846 σε μεγάλες πόλεις, όπως Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αθήνα, Προύσα κ.ά. άλλαξαν και τη νοοτροπία των αστών του Πόντου και έδωσαν το δικαίωμα να μορφώνονται και οι γυναίκες. Ο Μακεδόνας ιστορικός – ερευνητής Νικόλαος Δραγούμης, πατέρας του πρώτου Μακεδόνα πρωθυπουργού της Ελλάδος Στέφανου Δραγούμη γράφει για τη φιλομάθεια, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την εκπαιδευτική αναγέννηση του Ποντιακού Ελληνισμού τα εξής: «…Έπειδή δε τοσούτος έρως της εκπαιδεύσεως του γυναικείου φύλου εισήλασε τροπαιούχος και εις την δούλην Ελλάδα, ανηγέρθησαν γυναικών φροντιστήρια και κατά τας Ασιατίδας χώρας (Παρθεναγωγεία) δηλ. στον Πόντο, Καππαδοκία, Θράκη κλπ, όπου προ αιώνων δεν είχε ακουσθεί η γλυκεία του Πλάτωνος ή του Χρυσοστόμου φωνή…» (Στο βιβλίο του «Ιστορικές αναμνήσεις. Ερμής. Αθήνα 1973, τομ.Α΄,σελ.167). Πράγματι, στον Πόντο αναλαμβάνει πρωτοβουλία ο Δημήτριος Αυγερινός και ιδρύεται στην Τραπεζούντα το 1846 το πρώτο Παρθεναγωγείο. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1873 οι κάτοικοι της Αργυρούπολης ίδρυσαν κι αυτοί Παρθεναγωγείο.
Με πρωτοβουλία του (δασκάλου) Γεωργίου Παπαδόπουλου – Κυριακίδη και με τη βοήθεια και συνεργασία του Μητροπολίτη Γερβάσιου Σουμελίδη συστήθηκε το «Παρθεναγωγείο Αργυρουπόλεως» με πρώτο διευθυντή τον Μουράτ Κυριακίδη. Στη συνέχεια ακολουθούν και άλλες πόλεις του Πόντου, όπου ιδρύονται Παρθεναγωγεία. Στην Αμισό (Σαμψούντα). Στον αυλόγυρο του ναού της Αγ. Τριάδος, προς τα δεξιά υπήρχε το Παρθεναγωγείο (εκεί ήσαν και τα άλλα σχολεία). Διευθύντρια του σχολείου ήταν η Αδαμαντοπούλου, που υπήρξε θύμα της Τούρκικης θηριωδίας το 1921. Άλλη διευθύντρια υπήρξε η Σιδερίδου, αυτή είχε σπουδάσει παιδαγωγικά στη Γενεύη. Στο Καδή-κιοϊ (Άνω Αμισός). Υπήρχε νεόδμητη σχολή διαιρεμένη σε αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο. Η Πάφρα, είχε παρθεναγωγείο (1902), διευθυνότανε από τη Ζωή Νικολάου με ετήσιο μισθό 50 λίρες Τουρκίας και δύο δασκάλες βοηθοί που έπαιρναν 15 λίρες Τουρκίας η κάθε μία. Για τις μαθήτριες που φοιτούσαν στο Παρθεναγωγείο γράφει η διευθύντρια «Άξια ιδίας μνείας καθίσταται η φιλομάθεια και ευμάθεια των μαθητριών τούτων και η καθαρότης της γλώσσης, εν η ομιλούσιν. Τούτο δε οφείλεται εις το ότι παιδία εκ της Τούρκικης γλώσσης, ην μανθάνουσι πρώτην κατ’ οίκον, εισέρχονται εν τοις νηπιαγωγείοις εις την εκμάθησιν ελληνικής όλως καθαρευούσης, απηλλαγμένης ξενισμών και χυδαϊσμών…» (Α.Π.παρ.16, σελ.75). Στη Μερζιφούντα, όπου υπήρχε αρρεναγωγείο, ιδρύθηκε το αμερικάνικο Κολλέγιο – Παρθεναγωγείο «Ανατόλια». Στα Κοτύωρα (Ορντού). Στην Οινόη, Αμάσεια, Σαφράμπολη, Κερασούντα, Πουλαντζάκη, Θεμίσκυρα – Τσαρσαμπάς, Σινώπη.
Στην κωμόπολη Άλατζαμ που ήταν κτισμένη πάνω σε δύο λόφους. Στον ανατολικό λόφο υπήρχε ο ναός του Αρχάγγελου Μιχαήλ και Παρθεναγωγείο. Στην Σάντα, στην ενορία Ισχανάντων. Το Παρθεναγωγείο είχε ένα δάσκαλο και μία δασκάλα για το κέντημα, ράψιμο, ραπτομηχανή κ.α. Τα παρθεναγωγεία λειτουργούσαν στην αρχή σαν Δημοτικά σχολεία. Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκαν και περιέλαβαν και Νηπιαγωγείο και Ημιγυμνάσιο. Τα δύο μεγάλα παρθεναγωγεία του Πόντου συνεχώς προόδευαν π.χ. στης Τραπεζούντας το 1870 φοιτούσαν 250 μαθήτριες, το 1880 ο αριθμός τους έφθασε σε 738. Στης Αργυρούπολης, το 1874 φοιτούσαν 28 μαθήτριες, το 1906 έφθασαν σε 100. Οι μαθήτριες φορούσαν ομοιόμορφη φορεσιά, είχαν τα μαλλιά μαζεμένα, έπρεπε την Κυριακή να πηγαίνουν στην εκκλησία και να συμπεριφέρονται κοσμίως προς όλους. Η διδακτέα ύλη περιελάμβανε θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα. Τα θεωρητικά ήσαν τα ίδια με των Αρρεναγωγείων και όμοια με αυτά που διδασκόντουσαν και στα σχολεία της ελεύθερης Ελλάδας, (θρησκευτικά, Ελληνικά, Μαθηματικά, Φυσικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Γαλλικά κλπ). Στα πρακτικά μαθήματα ασκούνταν σε εργασίες σχετικές με το σπίτι, με την οικιακή οικονομία, δηλ. κοπτική, ραπτική, ταπητουργία, κέντημα, κ.ά.
Έτσι οι μαθήτριες των Παρθεναγωγείων αποκτούσαν μια καλή εγκύκλιο μόρφωση, αλλά παράλληλα αποκτούσαν και τα εφόδια που θα τις έκαναν καλές νοικοκυρές και άξιες μάνες.
Η σημασία που απέδιδαν στον Πόντο στις γυναικείες δεξιότητες φαίνεται και από το εξής γεγονός. Στις αρχές του 20ου αιώνα γυναίκες φωτισμένες, από επιφανείς οικογένειες, ίδρυσαν στην Τραπεζούντα μια Αδελφότητα, με την επωνυμία «Μέριμνα Ποντίων Κυριών» που το 1924, μετά τον ξεριζωμό μετέφεραν τη δράση τους στη Θεσσαλονίκη. Εδώ φοίτησαν γυναίκες – κορίτσια πρόσφυγες και απέκτησαν εφόδια, ώστε μπόρεσαν να αγωνιστούν και να κερδίσουν έντιμα τη ζωή, τη δύσκολη ζωή των ξεριζωμένων προσφύγων στα πρώτα εκείνα μαύρα χρόνια. Για τα έξοδα και την καλή λειτουργία των σχολείων μεριμνούσε η κοινότητα, η οποία στα μεγαλύτερα μέρη είχε ορίσει ειδική επιτροπή για το σκοπό αυτό, το «Συμβούλιο των σχολείων».
Παράλληλα με την κοινότητα στις πόλεις βοηθούσαν και οι πολιτιστικοί σύλλογοι, που φρόντιζαν για την γενική ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου της πόλης (βιβλιοθήκες, διαλέξεις κ.ά.). Τα μαθήματα άρχιζαν το Σεπτέμβριο και τελείωναν στα μέσα Ιουνίου. Εκτός από τις διακοπές του καλοκαιριού, είχαν και 15 ημέρες διακοπές τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Όλα δε τα σχολεία είχαν και κανονισμούς λειτουργίας, που σε γενικές γραμμές ήταν σχεδόν ίδιοι. Αυτά τα εφόδια είχαν τα κορίτσια των Ελλήνων του Πόντου, όταν ξεριζώθηκαν το 1922 από τις προαιώνιες εστίες τους. Το μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο πολλών γυναικών στηριζότανε στην ελληνική γλώσσα, στην ορθόδοξη παράδοση, στις δεξιότητες που είχαν αποκτήσει στα πρακτικά μαθήματα στα Παρθεναγωγεία. Αυτές οι γυναίκες, εδώ στον ελλαδικό χώρο, βοήθησαν και τιςάλλες ξεριζωμένες, που δεν είχαν την τύχη να φοιτήσουν σε σχολεία, (για διάφορες αιτίες). Αυτές οι γυναίκες, οι γιαγιάδες, οιμάνες μας, όλες, με τα εφόδια που είχαν στάθηκαν στυλοβάτες στις οικογένειές τους, ξεπέρασαν όλα τα προβλήματα της προσφυγιάς και πολλές φορές και την κακότητα των ντόπιων, που τις λοιδορούσαν. Όρθωσαν το ανάστημά τους, αγωνίστηκαν και ενσωματώθηκαν σχετικά εύκολα στην κοινωνία της μητροπολιτικής Ελλάδας. Αυτές ήταν οι μάνες μας, που έκαναν καλές οικογένειες, ανέστησα παιδιά, έδωσαν στον τόπο, εκτός από το εργατικό δυναμικό και άξιους επιστήμονες, βοηθώντας έτσι τη μητέρα πατρίδα να επουλώσει γρήγορα τις πληγές της από την καταστροφή (μικρασιατική), να ορθοποδήσει και να βαδίσει στο δρόμο της προόδου. Αυτά τα λίγα λόγια ας είναι θυμίαμα στη μνήμη όλων εκείνων των γυναικών που αγωνίστηκαν, εργάστηκαν και άνοιξαν δρόμους για τις κατακτήσεις των σημερινών γυναικών.
- Η κ. Έλσα Γαλανίδου – Μπαλφούσια είναι Φιλόλογος – Λαογράφος.