Τ’ αχνάρια ενός πρόσφυγα……και ενός μύθου! |
του Παντελή Καραλευθέρη
Τα καραβάνια της προσφυγιάς στην Τουρκία αυλακώνουν κάθε γωνιά της.
Ένα από τα πολλά έχει ξεκινήσει από την Buti Islam, τριάντα μίλια βόρεια της Λατάκκειας.
Ανάμεσά τους, μ’ ένα δισάκι στον ώμο, κι ένα εικοσάχρονο παλικάρι που αφήνει πίσω το χωριό του, την Mashqita. Όμορφο, γεροδεμένο και τολμηρό. Είναι ο Eligiah.
Για πολλές μέρες το νεαρό Συριόπουλο, μετά την εξαντλητική πεζοπορία, γυροφέρνει τις ακτές του Αιγαίου ψάχνοντας πλεούμενο να τον απομακρύνει από την κόλαση.
Στα παράλια, οι εικόνες της κυνηγημένης προσφυγιάς είναι εφιαλτικές, καθώς οι μανάδες βιάζονται να «διώξουν» τα παιδιά τους με τους δουλέμπορους.
Στα παράλια της Βanicas, η kamar «φορτώνει» σ’ ένα τούρκικο καράβι που φεύγει για την Κύπρο τις δύο κόρες της, τη Zeinah και τη Yana.
Η ίδια, με τη μεγαλύτερη κόρη της Amera και το μοναχογιό της Αdnan, μένει πίσω.
Σε λίγες μέρες καταφέρνουν κι αυτοί να φύγουν.
Ύστερα από πολλές περιπέτειες θαλασσοδαρμένοι, ξανασμίγουν όλοι μαζί σ’ ένα συγγενικό σπίτι, στον Πειραιά, κι από κει η φαμίλια μετακομίζει στα «προσφυγικά» της Πλατείας Βάθης.
Η ίδια πλατεία φιλοξενεί από μέρες και τον πατέρα, που έχει φτάσει εδώ από την Κύπρο.
Τους χωρίζουν μερικές πολυκατοικίες.
Γυροφέρνει, χτυπά πόρτες, αναζητά δουλειά, να φέρει στο υπόγειο λίγα χρήματα.
Δουλεύει περιστασιακά σε διάφορες βιοτεχνίες και τελικά ριζώνει σε μια φάμπρικα που αγοράζει παλιό στρατιωτικό ρουχισμό και στη συνέχεια τον διαλύει και φτιάχνει διάφορα πλεκτά.
Δουλειά ανθυγιεινή για ένα νεαρό αγόρι που ολημερίς αναπνέει, χωρίς τις στοιχειώδεις προφυλάξεις, την πνιγερή σκόνη της αποσύνθεσης.
Παρ’ όλα αυτά. Ο μικρός εργάτης σε κάθε ευκαιρία ξεδίνει τραγουδώντας.
Ο πόλεμος είναι μακριά...
Μάρτιος του 2015.
T’ αχνάρια ενός μύθου…..
Τα καραβάνια της επιστροφής στη μάνα πατρίδα αυλακώνουν κάθε γωνιά της.
Ένα από τα πολλά έχει ξεκινήσει από τα Κοτύωρα, τριάντα μίλια δυτικά της Σαμψούντας.
Ανάμεσά τους, μ’ ένα δισάκι στον ώμο, κι ένα εικοσάχρονο παλικάρι που αφήνει πίσω το χωριό, τα Καβάκλιτσα. Όμορφο, γεροδεμένο και τολμηρό.
Είναι ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης.
Για πολλές μέρες το νεαρό Ελληνόπουλο, μετά την εξαντλητική πεζοπορία, γυροφέρνει τις ακτές του Αιγαίου ψάχνοντας πλεούμενο να τον απομακρύνει από την κόλαση.
Στα παράλια, οι εικόνες της κυνηγημένης προσφυγιάς είναι εφιαλτικές, καθώς οι μανάδες βιάζονται να «διώξουν» τα παιδιά τους.
Στην Αλάγια της Κιλικίας, η Αναστασία Ζαπτιέ «φορτώνει» σ’ ένα τούρκικο καράβι που φεύγει για την Κύπρο τις δύο κόρες της, τη Σιμέλα και τη Γεσθημανή.
Η ίδια, με τη μεγαλύτερη κόρη της Σουλτάνα και το μοναχογιό της Αργύρη, μένει πίσω.
Σε λίγες μέρες καταφέρνουν κι αυτοί να φύγουν.
Ύστερα από πολλές περιπέτειες ξανασμίγουν όλοι μαζί σ’ ένα συγγενικό σπίτι, στις Σπέτσες, κι από κει η φαμίλια μετακομίζει στα «προσφυγικά» των Πετραλώνων.
Η ίδια φτωχογειτονιά φιλοξενεί από μέρες και τον Χαράλαμπο Καζαντζίδη, που έχει φτάσει εδώ από την Κύπρο.
Τους χωρίζουν μερικές καλύβες…
Γυροφέρνει, χτυπά πόρτες, αναζητά δουλειά, να φέρει στο σπίτι λίγα χρήματα.
Άνοιξη του 1923.
Μετά από λίγα χρόνια...
Το παιδί τους δουλεύει περιστασιακά σε διάφορα εργοστάσια και τελικά ριζώνει στον «Έσπερο» της Νέας Ιωνίας, μια φάμπρικα που αγοράζει παλιό στρατιωτικό ρουχισμό και στη συνέχεια τον διαλύει και φτιάχνει διάφορα πλεκτά.
Δουλειά ανθυγιεινή για ένα νεαρό αγόρι που ολημερίς αναπνέει, χωρίς τις στοιχειώδεις προφυλάξεις, την πνιγερή σκόνη της αποσύνθεσης.
Παρ’ όλα αυτά, ο μικρός εργάτης σε κάθε ευκαιρία ξεδίνει τραγουδώντας.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγουδά…. Ο πόλεμος και η προσφυγιά είναι μακριά.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης θυμάται:
«Καθώς σχολούσαμε και πηγαίναμε στα ντους να πλυθούμε, εγώ τραγουδούσα και μαζεύονταν οι άλλοι γύρω μου για να με ακούσουν.
Ένα βράδυ, στο σχόλασμα, ο εργοστασιάρχης με ζητάει στο γραφείο του, κρατώντας μια κιθάρα:
«Σε ακούω που τραγουδάς καλά. Πάρ’ την, είναι δώρο δικό μου. Να μάθεις να τραγουδάς μαζί της. Να τραγουδάς πάντα παιδί μου».
* Στην αφήγηση χρησιμοποίησα αποσπάσματα από το άλμπουμ του Πάνου Υφαντή «Τ’ αχνάρια ενός μύθου».