Ποντιακή Λαογραφία: Το Kοπάνεμαν τη Εγδής! |
Αρχές Σεπτεμβρίου και στον Πόντο και εδώ μετέπειτα, οι γυναίκες ετοίμαζαν και το «πλιγούρι». Έπλεναν το σιτάρι, το έβραζαν και το άφηναν στον ήλιο να στεγνώσει. Το «κοπάνεμαν» γινόταν με τα γουδόμορφα «κοπάλια» αργά και ρυθμικά, «απέσ’ σην «εγδήν», το μαρμάρινο γουδί, το αρχαίο «εγδίον», γδύνομαι, ξεφλουδίζομαι, που χωρούσε 15-20 οκάδες σιτάρι. Μερικοί νέοι που ήθελαν να κάνουν τον δυνατό στις γυναίκες, κοπάνιζαν και αυτοί δυνατά.
Το «κορκότον» γινόταν με τις ίδιες διαδικασίες, αλλά εδώ το σιτάρι ήταν άβραστο. Το άλεσμα γινόταν συνήθως το χειμώνα, με τα «χερομύλια» και συνοδευόταν πολλές φορές με χορούς και με τραγούδια. Θυμάμαι, που στρώνανε ολόγυρα από την «Εγδή», πολύχρωμα κιλίμια για να μαζεύεται το στάρι που εκτιναζότανε, γιατί ήταν ευλογία Κυρίου και κάποιες ζωηρές κότες, που «κουδούκιζαν» ανενόχλητες πάνω από τα στρωσίδια και στο τέλος ξεκινούσαν και οι κυκλικοί χοροί με την λύρα!
Χόρευαν ομαδικά την Πατούλαν, την Τρυγόναν, το Χαλάϊ, το Τερ’ς, το Γιουβαρλαντούμ’, που «έλεγαν α αέτσ’, γιατί ο χορόν ομοίαζεν, άμον τα γιουβαρλάκια ντο κυλίουνταν και πάνω στην βρύση, που συνήθως υπήρχε κοντά στη «Εγδή», ήταν ακουμπισμένες οι «σέλες» με τις άφθονες χορτόπιτες και τα νόστιμα φαγητά της «εγδής»: Σουρβά, πιλάφι, χασίλι και το κεσκέτι!
Ταχ και τούχ σο ζίλ απάν / κρούν’ κοπάλεα σην σειράν
Όλ’ γαΐμεα με την ψύ’ν / κοπανίζ’νε την εγδήν
Τσίβι τσίβι τα πουλία / κουδουκίζ’νε τα κοκκία
Σην εγδήν, σο χερομύλ’ / νόστιμον σουρβάν, χασίλ’
Τα πουκάλεα τράντα γράδα / τσιτσανίζ’ κι η σουσουράδα
Σην γαϊτεάν σην τραγωδίαν / τραμπαλίζ’ την εμορφίαν
Νέτση κούτση τίνος είσεν / με τ’ εμέν θέλω να κείσεν
Σα κιλίμεα τη εγδής / κρύφκου’μες αποβραδίς