«Οι Γενοκτονίες των Χριστιανικών Λαών της Ανατολής (1875-1923) και η διαχείριση της μνήμης τους» |
Οι συνθήκες του Νεϊγύ, της Λωζάνης και η τουρκική “πατρότητα” της ανταλλαγής πληθυσμών. Τι ανέφεραν διακεκριμένοι Πανεπιστημιακοί σε ημερίδα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών
Ημερίδα με θέμα: «Οι Γενοκτονίες των Χριστιανικών Λαών της Ανατολής (1875-1923) και η διαχείριση της μνήμης τους» πραγματοποιήθηκε, με τη συμμετοχή ιστορικών και ειδικών επιστημόνων, από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων (ΠΟΠΣ).
Στην κλιμάκωση των διώξεων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, μετά την αποτυχία της ιδέας που προωθούσαν Οθωμανοί διανοούμενοι, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. «να απονευρωθούν οι εθνικοί αγώνες των υποδούλων και να συγκροτηθεί μια υπερεθνική ταυτότητα χριστιανών και μουσουλμάνων», αναφέρθηκε ο αναπληρωτής καθηγητής Βαλκανικής Ιστορίας του ΑΠΘ Σπυρίδων Σφέτας, υποστηρίζοντας ότι η αυτή άποψη έχασε έδαφος προοδευτικά, λόγω της αυξανόμενης ανάδυσης του τουρκικού εθνικισμού και της διαδικασίας κατάρρευσης της αυτοκρατορίας, των εξεγέρσεων στα Βαλκάνια, των πολέμων (με Ιταλία, βαλκανικούς), ενώ ταυτόχρονα ενισχυόταν η αντίληψη - που έγινε η κυρίαρχη μετά την άνοδο των Νεότουρκων και ήδη πριν τον Α' ΠΠ (1913) - ότι ο «εκτουρκισμός» ήταν ζήτημα «επιβίωσης» για την εναπομείνασα αυτοκρατορία.
Υπογράμμισε ότι η «σκληρή» γραμμή του εκτουρκισμού (που προωθούσε ο Αχμέτ Ριζά, έναντι εκείνης του πρίγκιπα Σαμπαχεντίν που πρότεινε έναν αγγλοσαξωνικού τύπου φιλελευθερισμό) εκδηλώθηκε, σε συνέχεια των ενεργειών που είχαν ήδη ξεκινήσει από τα τελευταία χρόνια του 19ου αι., με πρακτικές όπως η κατάργηση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της βουλγαρικής εξαρχίας, τουρκική γλώσσα απαλλαγμένη από αραβικά και άλλα γλωσσικά στοιχεία, κατάλυση της αυτονομίας των κοινοτήτων των μειονοτήτων, διωγμοί και εκτοπισμοί χριστιανικών πληθυσμών, των Ελλήνων στο Αϊβαλή, των Αρμενίων, το 1909, κ.ά. Βασικό κριτήριο ήταν η διαφορά θρησκείας, καθώς θεωρήθηκε ευκολότερο οι μουσουλμάνοι να αποδεχθούν τον «εκτουρκισμό» και να ενταχθούν στο νέο εθνικό κορμό.
«Άρα, οι χριστιανικοί πληθυσμοί πρέπει ή να εκτουρκιστούν, ή να αφομοιωθούν (να γίνουν μουσουλμάνοι), ή να εξοντωθούν. Εδώ είναι ένα πρόγραμμα το οποίο τίθεται σε εφαρμογή το 1914» είπε ο κ Σφέτας, σημειώνοντας ότι αρχικά εφαρμόστηκε με τη χρησιμοποίηση «ατάκτων» μουσουλμανικών ομάδων και από το καλοκαίρι του 1916 συνεχίστηκε επίσης με λεηλασίες, εκτελέσεις, διώξεις, κ.λπ. και για τα επόμενα χρόνια. «Ιδιαίτερα μετά το 1919 που δεν υπάρχει πια τσαρική Ρωσία, οι σφαγές συνεχίζονται, υπό ευνοϊκότερες συνθήκες», κατέληξε ο κ. Σφέτας.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του ΑΠΘ Ιωάννης Μουρέλος αναφέρθηκε στην «πατρότητα» της ιδέας της ανταλλαγής πληθυσμών, υποστηρίζοντας ότι την εισήγαγε πρώτη η οθωμανική πλευρά, ήδη μια δεκαετία πριν από τη Συνθήκη της Λωζάνης, κατά τις διαπραγματεύσεις τον Ιούνιο του 1914 στη Σμύρνη, που είχαν ως αντικείμενο «την επανένταξη στις εστίες τους πενήντα χιλιάδων Ελλήνων, οι οποίοι βάσει προμελετημένου σχεδίου είχαν εκτοπιστεί προς τη μικρασιατική ενδοχώρα», ενώ αντιθέτως «όσοι Έλληνες, εκατόν πενήντα χιλιάδες, είχαν διαφύγει στην Ελλάδα εξαιτίας των διωγμών, θεωρήθηκαν από κοινού, αναδρομικά, ως ανταλλάξιμοι».
«Οι διωγμοί εξαπολύθηκαν προκειμένου να συρθεί η ελληνική πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (το 1914), ή μήπως αντίστροφα οι διαπραγματεύσεις αυτές λειτούργησαν ως προπέτασμα καπνού για να καλυφθούν στα μάτια της διεθνούς κοινότητας οι διωγμοί. Διότι, τόσο η κωλυσιεργία των Τούρκων αντιπροσώπων, όσο και η έξαρση των διωγμών, μας οδηγούν στο δεύτερο συμπέρασμα».
Στη διαχείριση της μνήμης αναφέρθηκε ο διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας, Βλάσης Αγτζίδης, αναλύοντας το θέμα: «Χρήσεις και καταχρήσεις της Γενοκτονίας», ασκώντας παράλληλα και κριτική για το χειρισμό του θέματος από την ελληνική πλευρά και από τα σωματεία κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
«Μόλις κατά τις δεκαετίες του 1980-90 το προσφυγικό κίνημα με τις προσεγγίσεις του διεμβόλισε κυριολεκτικά όλες τις τάξεις, δεξιές και αριστερές και αμφισβήτησε παραδεδεγμένες αρχές, που για δεκαετίες απάρτιζαν την επίσημη εθνική ιδεολογία, που έθετε εκτός ενδιαφέροντος την ιστορία του Ελληνισμού της Ανατολής. Η προσφυγική ιστοριογραφία, που αναπτύχθηκε, αποδόμησε τις κυρίαρχες ιστοριογραφικές εκδοχές» τόνισε ο κ. Αγτζίδης, υποστηρίζοντας πάντως ότι ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε ο δημόσιος διάλογος για τη γενοκτονία των Ποντίων, δεν συνέβαλε «στο να διαμορφωθεί ένα ενιαίο παμπροσφυγικό αφήγημα».
«Η συνολική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου 1914-23 απέκοβε πλήρως την ιστορική εμπειρία των Ποντίων από την εμπειρία του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού» σημείωσε ο κ. Αγτζίδης. Πρόσθεσε ότι η γενοκτονία των ποντίων «παρουσιαζόταν ως κάτι ξεχωριστό και σίγουρα ξεκομμένο από τη μικρασιατική χερσόνησο» και παρά το γεγονός ότι «γενοκτονία είχαν υποστεί και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Θράκης».
Στη διάκριση ανάμεσα στις έννοιες εθνοκάθαρση και γενοκτονία αναφέρθηκε ο λέκτορας του ΑΠΘ, διεθνολόγος, Βενιαμίν Καρακωνστάνογλου, σημειώνοντας ότι «προκύπτει ο σχεδιασμός» και μέσα από την αλληλογραφία υπουργών και στρατηγών της περιόδου εκείνης και με ξένους. «Δεν υπάρχει αμφιβολία για το σχεδιασμό και το συντονισμό, στόχος ήταν όλοι οι χριστιανικοί λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως αυτοί που ζούσαν στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη» σημείωσε ο κ. Καρακωνστάνογλου. Σημείωσε ότι σε αντίθεση με όσους λένε ότι η «γενοκτονία» εισήχθη ως όρος το 1948, ήδη είχε χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια των «επίπλαστων» δικών, το 1919 και 1920, στην Άγκυρα για τους διωγμούς των Αρμενίων και ήταν γνωστός και υπογράμμισε ότι είναι «έγκλημα απαράγραπτο».
«Τιμωρείται, όχι μόνο η συντελεσμένη γενοκτονία, σύμφωνα με τη σύμβαση του 1948, αλλά και η απόπειρα για γενοκτονία και η δημόσια προτροπή - και υπήρξαν τέτοιες - για γενοκτονία και οι πρόδρομες ενέργειες και μια σειρά από άλλα εγκλήματα που δείχνουν ότι για γενοκτονία επρόκειτο. Στην περίπτωση του Πόντου ήταν ακόμη πιο κραυγαλέα και συντελεσμένη, στην Καππαδοκία λειτούργησε ως αναγκαστική μεταφορά πληθυσμού, η οποία ήταν η λιγότερο σκληρή, στην Ιωνία αυτά που έγιναν με βάση το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο του πολέμου, το ανθρωπιστικό δίκαιο, δεν εδικαιολογούντο» προσέθεσε.
Στη συλλογική μνήμη ως «στυλοβάτη» της «ιστορικής συνείδησης και της κοινωνικής συνοχής» αναφέρθηκε η αναπληρώτρια γενική γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας του υπουργείου Εξωτερικών Κυριακή Τεκτονίδου.
«Η συλλογική μνήμη υπηρετεί την εξωστρέφεια, δημιουργεί νέες μορφές κοινωνικής συμμετοχής και συμμετοχικής κοινής δράσης, αναπτύσσει μια μεγάλη κοινωνική δυναμική και ενισχύει την ηθική της ευθύνης. Την ηθική που τοποθετεί τη συλλογικότητα και τα συλλογικά συμφέροντα, υπεράνω των ατομικών συμφερόντων» συνέχισε η κ. Τεκτονίδου, επισημαίνοντας ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, αμφιβολιών, «ανοηματικών αναζητήσεων και αδιεξόδων». «Εμείς είμαστε στο λιμάνι που παραπέμπει επίμονα στον ελληνισμό» πρόσθεσε η κ. Τεκτονίδου.
«Θα συνεχίσουμε, έχοντας πάντα ως στόχο την κορωνίδα όλων αυτών, που είναι η διεθνοποίηση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού και όχι μόνο, των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής γενικότερα» δήλωσε η πρόεδρος της ΠΟΠΣ, Χριστίνα Σαχινίδου.
Τη συζήτηση συντόνισε η καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου Παρούλα Περράκη-Νάσκου, η οποία συνόψισε και τα συμπεράσματα της ημερίδας.
Πηγή: News247