Τα δύο τη Κουντούρ τη Παναΐας στον Πόντο |
Έτσι την ονόμαζαν τη γιορτή αυτή. Και τις έξη παραπάνω λέξεις τις θεωρούσανε σαν μιά λέξη πού χαρακτήριζε τη γιορτή. Ήτανε γνωστό το ανέκδοτο σε βάρος κάποιου αφελή πού ρώτησε: Τα δύο τη Κουντουρί’ τής Παναγίας πότε έν’; και πήρε την απάντηση: Σα δύο τη Κουντουρί’!
Τη θεωρούσανε μεγάλη γιορτή, την τιμούσανε και την φοβόντανε:
Ναϊλοί εκείνον π’ έκαμεν σα δυό τη Κουντούρ’
Μηδέ η τσέπρα λείπ’ ατον, μηδέ ή ανεχειτία.
(Αλλοίμονο σ’ εκείνον πού εργάστηκε στις δυό Φεβρουαρίου. Ούτε ή ψώρα τού λείπει ούτε η ανέχεια).
Με την ημέρ’ αυτή διαπίστωναν επίσης ότι τελειώνουν οι γιορτές Υπαπαντή, Υπαπαντή, γιουρτουλάρ καπαντή =οι γιορτές έκλεισαν (λ.τ.).
Γιόρταζε στα Κοτύωρα ο Μητροπολιτικός Ναός τής Υπαπαντής.
Γινότανε μονοκκλησία. Ερχόνταν από την παραμονή χωριανοί απ’ όλα τα χωριά τής περιοχής και τα πιο μακρινά ακόμα Ρωμιοί, Αρμένηδες, Τούρκοι κι’ από κάθε φυλή και θρήσκευμα, οδηγώντας διάφορους παθιασμένους: επιληπτικούς, σεληνιασμένους, παράλυτους, ανήμπορους, μικρά παιδιά μαραγγιασμένα και γενικά άρρωστους κάθε κατηγορίας. Ο καθένας κρατούσε μαζί αφιερώματα και δωρεές για την εκκλησία: κερί, λάδι, ασημικά, χρυσαφικά κ.τ.τ. Λουζόντανε στ’ Αγιάσματα πού ήταν εκεί στην αυλή, στη Νότια πλευρά τής εκκλησίας, όπου ήτανε χτισμένο ένα παράπηγμα.
Τ’ Αγιάσματα αυτά λέγαν ότι προήλθαν από μνήμα Δεσπότη πού είχεν αγιάσει πριν από πολλά χρόνια. Τα θεωρούσαν ιαματικά με τη χάρη της Παναγίας.
Τη νύχτα τής παραμονής γινόταν ολονυκτία. Ή εκκλησία, ό νάρθηκας κ’ η αυλή έξω ήτανε γεμάτη από αρρώστους πού τούς πιάναν συνήθως τούς περισσότερους τα πάθη τους. Όλο το περίγυρο παρουσίαζε όψη κολυμβήθρας του Σιλωάμ και δημιουργούσε την εντύπωση μιας εικόνας από την κόλαση. Το ίδιο γινότανε κι’ ανήμερα της Υπαπαντής στη λειτουργία, πού διεξαγότανε μέσα σε πανδαιμόνιο από φωνές, σκουξίματα άγρια, μουγκρίσματα κ.τ.τ. των διάφορων δαιμονισμένων και παθιασμένων. Κατά την ανάγνωση τού Ευαγγελίου μαζευόντανε και στριμωχνόντανε κοντά στην Ωραία Πύλη, προσπαθώντας να σκεπαστούν όλοι—αν μπορούσαν—με το πετραχήλι τού παπά. Επίσης κατά την εκφώνηση τού «Πάντων ημών». και την περιφορά με τα Άγια των Αγίων, έπρεπε ό παπάς να δρασκελίσει από έναν-έναν όλους, πού ήτανε ξαπλωμένοι σα σαρδέλες στο δρόμο της συνηθισμένης διαδρομής του—από την δεξιά πύλη ως την είσοδο τού Ναού κι’ από κει κατευθείαν στην Ωραία Πύλη και συνέχεια ύστερα στο ιερό.
Αρκετοί γινόντανε καλά, μεταξύ των οποίων και Τούρκοι. Γι’ αυτό κ’ οι τελευταίοι σεβόντανε πολύ την Παναγία, που τη λέγανε Μεριάμ-ανά = μητέρα Μαριάμ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κι’ όλοι οι Κοτυωρίτες την εκκλησία της Υπαπαντής τη λέγανε: Τη Παναγίας η εγκλεσία, σαν να ‘ταν αφιερωμένη στην Παναγία. Έτσι κ’ η συνοικία λεγότανε: Τη Παναγίας η μαχαλά. Γι’ αυτό και συνήθιζαν την ημέρ’ αυτή να γιορτάζουν κι’ όλοι οι Παναγιώτηδες. Αλλά οι Μαρίες, οι Δέσποινες κ’ οι Παναγιώτες είχαν τη γιορτή τους —το μενίνικον-ατουν—στις 15 Αυγούστου.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί και το παρακάτω περιστατικό: Η κόρη Τούρκου καραβοκύρη — τού Χατζηκαρά-Αλή — άρρωστη πολύν καιρό από μαρασμό, έγειανε με τη χάρη τής Παναγίας—Υπαπαντής. Ο πατέρας της αφιέρωσε στην εκκλησία έναν παχτσέ—φουντουκώνα, γνωστό σ’ όλους με την τοπωνυμία: τη Παναγίας ή παχτσά. Ο φουντουκώνας αυτός έδινε ως δέκα καντάρια λεφτοκάρα. Η συγκομιδή του γινότανε με εργασία προσωπική δωρεάν, κι’ όλες έτρεχαν να κάνουν τουλάχιστον ένα μεροκάματο για τη χάρη της. Κατά το μάζεμμα ούτ’ έτρωγε, ούτ’ έκλεβε κανείς ούτ’ ένα φουντούκι. Ακόμα κ’ οι Τούρκοι πού κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σ’ εξοχικά χωριατόσπιτα, δεν άπλωναν χέρι στον φουντουκώνα, Κι’ από σεβασμό κι’ από φόβο. Την ημέρα της Υπαπαντής μαζευόντανε στην αυλή τής εκκλησίας διάφοροι μικροπωλητές με κουλούρια, ζαχαρωτά, διάφορα παιδικά παιγνίδια, ψιλικά, κ.τ.τ.
Τη θεωρούσανε μεγάλη γιορτή, την τιμούσανε και την φοβόντανε:
Ναϊλοί εκείνον π’ έκαμεν σα δυό τη Κουντούρ’
Μηδέ η τσέπρα λείπ’ ατον, μηδέ ή ανεχειτία.
(Αλλοίμονο σ’ εκείνον πού εργάστηκε στις δυό Φεβρουαρίου. Ούτε ή ψώρα τού λείπει ούτε η ανέχεια).
Με την ημέρ’ αυτή διαπίστωναν επίσης ότι τελειώνουν οι γιορτές Υπαπαντή, Υπαπαντή, γιουρτουλάρ καπαντή =οι γιορτές έκλεισαν (λ.τ.).
Γιόρταζε στα Κοτύωρα ο Μητροπολιτικός Ναός τής Υπαπαντής.
Γινότανε μονοκκλησία. Ερχόνταν από την παραμονή χωριανοί απ’ όλα τα χωριά τής περιοχής και τα πιο μακρινά ακόμα Ρωμιοί, Αρμένηδες, Τούρκοι κι’ από κάθε φυλή και θρήσκευμα, οδηγώντας διάφορους παθιασμένους: επιληπτικούς, σεληνιασμένους, παράλυτους, ανήμπορους, μικρά παιδιά μαραγγιασμένα και γενικά άρρωστους κάθε κατηγορίας. Ο καθένας κρατούσε μαζί αφιερώματα και δωρεές για την εκκλησία: κερί, λάδι, ασημικά, χρυσαφικά κ.τ.τ. Λουζόντανε στ’ Αγιάσματα πού ήταν εκεί στην αυλή, στη Νότια πλευρά τής εκκλησίας, όπου ήτανε χτισμένο ένα παράπηγμα.
Τ’ Αγιάσματα αυτά λέγαν ότι προήλθαν από μνήμα Δεσπότη πού είχεν αγιάσει πριν από πολλά χρόνια. Τα θεωρούσαν ιαματικά με τη χάρη της Παναγίας.
Τη νύχτα τής παραμονής γινόταν ολονυκτία. Ή εκκλησία, ό νάρθηκας κ’ η αυλή έξω ήτανε γεμάτη από αρρώστους πού τούς πιάναν συνήθως τούς περισσότερους τα πάθη τους. Όλο το περίγυρο παρουσίαζε όψη κολυμβήθρας του Σιλωάμ και δημιουργούσε την εντύπωση μιας εικόνας από την κόλαση. Το ίδιο γινότανε κι’ ανήμερα της Υπαπαντής στη λειτουργία, πού διεξαγότανε μέσα σε πανδαιμόνιο από φωνές, σκουξίματα άγρια, μουγκρίσματα κ.τ.τ. των διάφορων δαιμονισμένων και παθιασμένων. Κατά την ανάγνωση τού Ευαγγελίου μαζευόντανε και στριμωχνόντανε κοντά στην Ωραία Πύλη, προσπαθώντας να σκεπαστούν όλοι—αν μπορούσαν—με το πετραχήλι τού παπά. Επίσης κατά την εκφώνηση τού «Πάντων ημών». και την περιφορά με τα Άγια των Αγίων, έπρεπε ό παπάς να δρασκελίσει από έναν-έναν όλους, πού ήτανε ξαπλωμένοι σα σαρδέλες στο δρόμο της συνηθισμένης διαδρομής του—από την δεξιά πύλη ως την είσοδο τού Ναού κι’ από κει κατευθείαν στην Ωραία Πύλη και συνέχεια ύστερα στο ιερό.
Αρκετοί γινόντανε καλά, μεταξύ των οποίων και Τούρκοι. Γι’ αυτό κ’ οι τελευταίοι σεβόντανε πολύ την Παναγία, που τη λέγανε Μεριάμ-ανά = μητέρα Μαριάμ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κι’ όλοι οι Κοτυωρίτες την εκκλησία της Υπαπαντής τη λέγανε: Τη Παναγίας η εγκλεσία, σαν να ‘ταν αφιερωμένη στην Παναγία. Έτσι κ’ η συνοικία λεγότανε: Τη Παναγίας η μαχαλά. Γι’ αυτό και συνήθιζαν την ημέρ’ αυτή να γιορτάζουν κι’ όλοι οι Παναγιώτηδες. Αλλά οι Μαρίες, οι Δέσποινες κ’ οι Παναγιώτες είχαν τη γιορτή τους —το μενίνικον-ατουν—στις 15 Αυγούστου.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί και το παρακάτω περιστατικό: Η κόρη Τούρκου καραβοκύρη — τού Χατζηκαρά-Αλή — άρρωστη πολύν καιρό από μαρασμό, έγειανε με τη χάρη τής Παναγίας—Υπαπαντής. Ο πατέρας της αφιέρωσε στην εκκλησία έναν παχτσέ—φουντουκώνα, γνωστό σ’ όλους με την τοπωνυμία: τη Παναγίας ή παχτσά. Ο φουντουκώνας αυτός έδινε ως δέκα καντάρια λεφτοκάρα. Η συγκομιδή του γινότανε με εργασία προσωπική δωρεάν, κι’ όλες έτρεχαν να κάνουν τουλάχιστον ένα μεροκάματο για τη χάρη της. Κατά το μάζεμμα ούτ’ έτρωγε, ούτ’ έκλεβε κανείς ούτ’ ένα φουντούκι. Ακόμα κ’ οι Τούρκοι πού κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σ’ εξοχικά χωριατόσπιτα, δεν άπλωναν χέρι στον φουντουκώνα, Κι’ από σεβασμό κι’ από φόβο. Την ημέρα της Υπαπαντής μαζευόντανε στην αυλή τής εκκλησίας διάφοροι μικροπωλητές με κουλούρια, ζαχαρωτά, διάφορα παιδικά παιγνίδια, ψιλικά, κ.τ.τ.