Η συγκλονιστική ιστορία μιας Εβραιοπούλας που σώθηκε από μια οικογένεια Ποντίων |
Η συγκλονιστική ιστορία της Εβραιοπούλας Στερίνα Ταμπώχ, που γλύτωσε το θάνατο στα κρεματόρια του Ναζισμού, χάρη σε μία ποντιακή οικογένεια της Βέροιας, ξετυλίχθηκε στην εκδήλωση με θέμα: «Ποντιακός Ανθρωπισμός και Εβραίοι»
Διαβάστε την όπως την αφηγείται η ίδια:
«Είμαι η Στερίνα Ταμπώχ ή Μαρίκα Γρηγοριάδου. Έχουν περάσει 60 χρόνια και ακόμη με φωνάζουν Μαρίκα κάποιοι γνωστοί μου. Έχω δύο ονόματα: Ένα εβραϊκό και ένα ποντιακό.
Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη από την Στρέα και τον Ζαχαρία Πίντο, εβραϊκής καταγωγής. Από ένα παιχνίδι της τύχης βρέθηκα στην Βέροια και γλίτωσα από τούς Γερμανούς, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και επέζησα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βρέθηκα στην οικογένεια της Σοφίας και του Γιάννη Γρηγοριάδη μικρό κοριτσάκι περίπου 10 χρονών. Στην αγκαλιά τους κρύφτηκα, με έκαναν παιδί τους, με φρόντισαν, μέχρι και Χριστιανική ταυτότητα μου έβγαλαν για να μπορώ να κυκλοφορώ χωρίς φόβο.
Μου έδωσαν πολύ αγάπη και έγιναν οι γονείς μου στα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής.
Και όταν τελείωσε ο πόλεμος θέλησαν να βρουν τους πραγματικούς γονείς μου αλλά δυστυχώς δεν επέστρεψε κανείς από τα στρατόπεδα.
Για ακόμη μια φορά άνοιξαν την αγκαλιά τους, 14 χρονών κοπελίτσα πια. Δεν με άφησαν μόνη και ορφανή. Όλα τα χρόνια δίπλα τους όχι μόνο με αγάπησαν αλλά σεβάστηκαν και την εβραϊκή μου ταυτότητα. Αλλά και εγώ έμαθα να είμαι πόντια, να μιλάω την ποντιακή γλώσσα, να μαγειρεύω ποντιακά φαγητά, και να είμαι περήφανη για την ποντιακή οικογένεια μου.
Ο πατέρας μου, Γιάννης Γρηγοριάδης, ήταν πρόεδρος σε 3 η 4 χωριά. Σε κάθε εκδήλωση που πήγαινε ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του ως κόρη του. Όλοι με γνώριζαν και με αγαπούσαν γιατί ο πατέρας μου ήταν πολύ υπερήφανος για μένα.
Δέθηκα τόσο πολύ με την ποντιακή μου οικογένεια που δεν ξεχώριζα ως ξένη.
Τα εγγόνια της μαμάς Σοφίας, η Ελένη και η Ρούλα, είχαν περίπου την ίδια ηλικία με μένα και μέχρι τώρα θυμάμαι τα παιχνίδια που παίζαμε.
Σχολείο είχα πάει μέχρι την τρίτη δημοτικού στην Θεσσαλονίκη. Μετά στην Βέροια δεν πήγα λόγω της Γερμανικής κατοχής. Κι όμως γράμματα έμαθα με τον Γιώργο Σιδηρόπουλο, ανιψιό της μαμάς Σοφίας.
Έμενε μαζί μας για να πηγαίνει στο Γυμνάσιο. Μαζί με τον Γιώργο πήγαινα και εγώ στο γυμνάσιο, αλλά από το σπίτι. Κάναμε μαζί όλα τα μαθήματα του γυμνασίου. Στο απολυτήριο κανονικά θα έπρεπε να είχε και τα δυο ονόματα: Το δικό μου και του Γιώργου.
Μεγαλώσαμε μαζί, η αγάπη που είχε ο ένας για τον άλλο μας έδεσε τόσο πολύ. Ήταν ο μεγάλος μου αδερφός. Υπήρχαν στιγμές πολύ δύσκολες και πονούσα πολύ όταν θυμόμουν τους πραγματικούς γονείς μου.
Δίπλα μου έκλαιγε και μοιρολογούσε η μαμά Σοφία, μοιραζόταν τον πόνο μου και έκλαιγε η ψυχή της για μένα. Με παρηγορούσε τόσο γλυκά. Οι κουβέντες της ήταν βάλσαμο στην παιδική ψυχή μου. "Μην κλαις, σ' αγαπάμε, θα είμαι πάντα κοντά σου, μη κλαις". Ο πόλεμος τέλειωσε.
Ήρθε η μέρα που με πήρε ο μπαμπάς Γιάννης και πήγαμε στην Θεσσαλονίκη, στην Ισραηλιτική Κοινότητα για να δηλώσουμε ότι είμαι καλά και ζωντανή. Μήπως επιστρέψει κάποιος από την οικογένεια μου και με ψάξει. Πόσες ελπίδες είχα να ξαναβρώ την πραγματική μου οικογένεια. Δυστυχώς κανείς ποτέ δεν γύρισε. Δώσαμε τα στοιχεία μου στην κοινότητα και γυρίσαμε πίσω στην Βέροια.
Στα επόμενα χρόνια η Ισραηλιτική Κοινότητα πολλές φορές μου πρότεινε να πάω στο Ισραήλ ή στην Αμερική. Εγώ δεν ήθελα. Δεν ήθελα να φύγω και να αφήσω πίσω την οικογένεια μου. Ήξερα, θα στεναχωρηθούν αν έφευγα και δεν το ήθελα. Και έμεινα κοντά τους.
Τα χρόνια περνούσαν και ήρθε η στιγμή που θα έπρεπε να κάνω την δική μου οικογένεια. Προξενιά ερχόντουσαν στον πατέρα μου. Του έλεγαν γιατί δεν την βαφτίζεις χριστιανή και παντρευτεί ένα από τα δικά μας παιδιά. Δεν ήθελε ο μπαμπάς μου.
Πιστεύω ότι κάπου μέσα του, έχοντας την γενοκτονία των Ποντίων στις ρίζες του, δεν ήθελε να με κάνει να απαρνηθώ τις δικές μου εβραϊκές ρίζες. Θα ήταν σαν να είχαν κερδίσει οι Γερμανοί. Κάτι μέσα μου δεν με άφηνε και μένα.
Μετά από χρόνια κατάλαβα.
Ήταν οι γονείς μου που δεν με μεγάλωσαν και δεν με αγκάλιασαν, τα αδέρφια μου που δεν έπαιξα. Οι θείοι μου, τα ξαδέρφια μου και όλοι οι Εβραίοι που χάθηκαν τόσο άδικα. Και όμως ήρθε το προξενιό που περίμενα.
Ο Ισαάκ Ταμπώχ, Βεροιώτης, Εβραίος και χήρος με 2 μωρά παιδιά. Η μοίρα παίζει πολλά παιγνίδια.
Ποιος ήξερε καλύτερα από μένα την ορφάνια.
Οι γονείς μου, Σοφία και Γιάννης, συμφώνησαν και με προίκισαν κιόλας. Το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα. Πολύ γρήγορα απέκτησα οικογένεια. Έναν καταπληκτικό σύζυγο και σύντροφο ζωής. Οι δυο κόρες του έγιναν δικές μου και μαζί κάναμε τον γιο μας Σαμουήλ.
Μέχρι να παντρευτώ, η μαμά Σοφία όταν πήγαινε στην αγορά, επέστρεφε πάντοτε με πακέτα και όταν τι ρωτούσα τι είναι μου απαντούσε ότι είναι για την προίκα μου.
Οι θετοί γονείς μου πάντα φρόντιζαν να έχω δικό μου χαρτζιλίκι.
Θυμάμαι όταν γεννούσε η γουρούνα που είχαμε, ένα γουρουνάκι ήταν δικό μου και όταν το πουλούσαν, τα χρήματα που έπαιρναν ήταν δικά μου για να πάρω ότι ήθελα.
Έτσι και εγώ έπαιρνα διάφορα πράγματα για την γκαρνταρόμπα μου.
Προς το τέλος του καλοκαιριού του 1954 ξεκίνησαν οι ετοιμασίες για τον γάμο μου που γινόταν στις 19 Σεπτεμβρίου. Όταν μαθεύτηκε ότι ο μπαμπάς Γιάννης αρραβώνιασε την κόρη του, δηλαδή εμένα, τότε αυτός έκανε τραπέζι όλους τους φίλους και τους γνωστούς.
Η θρησκευτική τελετή του γάμου μου, σύμφωνα με τις εβραίικες παραδόσεις, έγινε στην Θεσσαλονίκη στο σπίτι του Ραβίνου. Τότε οι γάμοι γινόντουσαν στα σπίτια.
Την προηγουμένη του γάμου ξανά οι γονείς μου έκαναν μεγάλο γλέντι στην Βέροια. Νύφη ντύθηκα στο σπίτι του ραβίνου όπου έγινε και η τελετή. Ο μπαμπάς Γιάννης με παρέδωσε στον Ισαάκ Ταμπώχ. Όλη η ποντιακή οικογένεια μου ήταν εκεί.
Εξήγησα στον σύζυγο μου, Ισαάκ, ότι οι θετοί γονείς μου με μεγάλωσαν όχι από υποχρέωση αλλά από αγάπη και ήμουν γι αυτούς το παιδί της καρδιάς και το στερνοπούλι τους.
Ο Ισαάκ έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την Σοφία και τον Γιάννη και πάντοτε τους φερόταν με σεβασμό. Βέβαια και η μαμά Σοφία ήταν πολύ υπερήφανη για τον Εβραίο γαμπρό της. Συνέχισα να έχω στην ζωή μου, τους γονείς μου, Σοφία και Γιάννη.
Κάθε Κυριακή, εγώ και ο Ισαάκ παίρναμε τα κορίτσια μας και πηγαίναμε να δούμε τους γονείς μου. Η Σοφία και ο Γιάννης αγάπησαν πάρα πολύ τις κόρες του Ισαάκ και έγιναν εγγονές τους. Όταν έμεινα έγκυος στον γιο μου, είχα πολλές αδιαθεσίες και ήμουν στην μαμά μου για να με φροντίζει.
Όταν γέννησα και μετά, η μαμά μου ερχόταν σπίτι να με βοηθήσει με το μωρό. Μόνο εκείνη άφηνα να κάνει μπάνιο τον γιο μου.
Το 1958 μετακομίσαμε στην Θεσσαλονίκη για να είμαστε κοντά στον αδερφό του άντρα μου και να δουλεύουν μαζί. Οι γονείς μου στεναχωρέθηκαν που θα ήμασταν μακριά. Πηγαίναμε πολύ συχνά στην Βέροια για να τους βλέπουμε. Τώρα η μαμά Σοφία, έγινε η γιαγιά Σοφία για τον γιο μου.
Στην Θεσσαλονίκη ζούσαν ο αδερφός μου Κώστας με την γυναίκα του Άννα και ο ανεψιός της μαμάς Σοφίας, ο Γιώργος με την γυναίκα του Καίτη. Βρισκόμασταν πολύ συχνά και κάναμε παρέα.
Η αδερφή μου Ευθυμία με τον άντρα της Άγγελο μένανε στην Βέροια και τα κορίτσια τους, Ελένη και Ρούλα, μετανάστευσαν στον Καναδά. Κάθε φορά που ερχόντουσαν στην Ελλάδα τα κορίτσια πάντα θα βρισκόμασταν και κάναμε τραπέζια με όλη την οικογένεια.
Οι περισσότεροι έχουν φύγει από την ζωή. Είμαστε εν ζωή, εγώ η Μαρίκα η Στερίνα, η Καίτη η γυναίκα του Γιώργου και τα κορίτσια στον Καναδά.
Η συγγενική μου σχέση που δημιουργήθηκε στα δύσκολα χρόνια του Πολέμου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ευχαριστώ τον Θεό που ενώ μου πήρε τους πραγματικούς γονείς μου, μου έδωσε την μαμά Σοφία και τον μπαμπά Γιάννη. Μια ποντιακή οικογένεια που ήξερε τι είναι γενοκτονία ενός λαού, η οικογένεια της Μαρίκας Γρηγοριάδου.