Η φωτογραφία που συγκλονίζει επιζώντα της γενοκτονίας των Αρμενίων |
της Ελισάβετ Σταμοπούλου
Μια ζωή με τη σκέψη του πολέμου και του θανάτου. Ο Μόφσες Χανεσιγιάν επέζησε της γενοκτονίας των Αρμενίων και στα 105 του, πλέον, χρόνια κρατά μια φωτογραφία από το χωριό που εγκατέλειψε και ρίγη συγκίνησης τον διαπερνούν.
H νεαρή φωτογράφος, Νταϊάνα Μαρκοσιάν, τον συνάντησε πριν από δύο χρόνια στην Αρμενία και μετά από ένα μεγάλο ταξίδι που έκανε απαθανάτισε μέσα από τον φακό της τον τόπο του.
Έκλαιγε και τραγουδούσε. «Το σπίτι μου», έλεγε και ξανάλεγε καθώς κοιτούσε τη φωτογραφία και την άγγιζε. Ένωνε τα χέρια του και τα φιλούσε για να θυμηθεί το παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο αντέδρασε ο Μόφσες όταν είδε φωτογραφημένο το χωριό που εγκατέλειψε στην Αρμενία, έναν αιώνα μετά τη γενοκτονία.
Ήταν, μόλις, πέντε ετών το 1915 όταν στρατιώτες εισέβαλαν στο χωριό του. Οι μνήμες από την ημέρα εκείνη παραμένουν ζωντανές. «Οι στρατιώτες αφού μας συγκέντρωσαν σε ένα σημείο, έστρεψαν τα τουφέκια τους προς το μέρος μας . Η μητέρα μου βρισκόταν την περίοδο εκείνη σε γειτονική πόλη για επίσκεψη. Ποτέ δεν μάθαμε τι απέγινε», σημειώνει στον Guardian ο Μόφσες με τη συγκίνηση να τον κυριεύει.
Κατάφερε να ξεφύγει με τον πατέρα του ο οποίος του κρατούσε το χέρι. Θυμάται που οι δρόμοι είχαν τη μυρωδιά του θανάτου, πτώματα βρίσκονταν σε κοινή θέα, και η βιαιότητα δεν μπορούσε να περιγραφεί.
«Η Τουρκία πρέπει να αναγνωρίσει την Γενοκτονία . Εάν δεν την αναγνωρίσουν, αφήνουν ανοιχτή την πόρτα για άλλη μια αντίστοιχη πράξη», σημειώνει με το βλέμμα στο παρελθόν.
Σήμερα ο Μόφσες έχει έξι παιδιά, 20 εγγόνια και τόσα δισέγγονα που δεν μπορεί να τα μετρήσει. Από τη μεγάλη του οικογένεια όμως απουσιάζει η σύζυγός του Ισκουί, που στα 99 της χρόνια έφυγε από τη ζωή αφήνοντας ένα μεγάλο κενό.
Η συνάντηση με τη φωτογράφο
Η φωτογράφος Νταϊάνα Μαρκοσιάν συνάντησε το 2013 στην Αρμενία τον Μόφσες και άλλους εννέα επιζήσαντες της Γενοκτονίας. Μετά από πολύωρες συζητήσεις με τρεις από αυτούς, τον Μόφσες, την Υεπραξία Μπαρσετζιάν Τζεβοντριτζιάν και την Μάριαμ Σαχακιάν, ταξίδεψε στα παλιά τους μέρη.
Ο Μόφσες έδωσε έναν χάρτη στην Νταϊάνα για να βρει το χωριό του, και όταν η δεύτερη έφτασε εκεί είδε όλα όσα της είχε περιγράψει. Από τη θάλασσα από την οποία αντλούσε δύναμη, το δέντρο από όπου έκοβε φρούτα για να φάει, μέχρι τα κατσίκια που συνόδευαν την αγνότητα των παιδικών του χρόνων και την εκκλησία της περιοχής που κατέληξε να είναι ερείπιο.
Η Νταϊάνα περιπλανήθηκε και στο παρελθόν της Υεπραξία που είναι 108 ετών σήμερα και σώθηκε από τη γενοκτονία διασχίζοντας ένα ποτάμι. Έγινε μάρτυρας εκτελέσεων καθώς με τρόμο έβλεπε συγχωριανούς της να αφήνουν την τελευταία τους πνοή και τα άψυχα κορμιά τους να καταλήγουν στο ποτάμι.
Παρόμοια, αλλά και τόσο ξεχωριστή η ιστορία της Μάριαμ, που έχει συμπληρώσει τα 102 χρόνια, και διέφυγε με τη μητέρα και τον αδερφό της, τον οποίο έντυσαν κορίτσι για λόγους ασφαλείας, στη Συρία. Κρύφτηκαν στο γρασίδι όταν είδαν τους στρατιώτες να πλησιάζουν, και περπατούσαν για τρεις ολόκληρες ημέρες μέχρι να φτάσουν στη Συρία. Έφτασαν μαζί, μετά από λίγο καιρό όμως ο καθένας αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο.
Παρακολουθώντας τις ιστορίες, η Νταϊάνα αποφάσισε να τραβήξει φωτογραφίες από το χωριό του καθενός από τους τρεις υπεραιωνόβιους, και την περασμένη χρονιά τους έφερε σε επαφή με τις εικόνες του παρελθόντος τους. Μόλις είδαν τις φωτογραφίες, και οι τρεις τις άρπαξαν συγκινημένοι θέλοντας να γυρίσουν πίσω στα παιδικά τους χρόνια.
Ο Μόφσες ζήτησε από την Νταϊάνα να αφήσει τη φωτογραφία στην παλιά του εκκλησία, η οποία όμως δεν υπάρχει πια.
Πηγή: In