Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Οι κυριότερες δυσκολίες και τα λάθη των εκπαιδευόμενων κατά τη διδασκαλία της Ποντιακής διαλέκτου

Οι κυριότερες δυσκολίες και τα λάθη των εκπαιδευόμενων κατά τη διδασκαλία της Ποντιακής διαλέκτου

της Αρχοντούλας Κωνσταντινίδου

Κατά το εκπαιδευτικό έτος 2014-2015 λειτούργησαν για πρώτη φορά στα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης πολλών δήμων της Ελλάδας τμήματα διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου, τα οποία διοργανώθηκαν υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Νεολαίας και Δία Βίου Μάθησης σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ποντίων Εκπαιδευτικών.

Επρόκειτο για μία σημαντική πρωτοβουλία και καινοτομία, επειδή η ποντιακή διάλεκτος διδασκόταν για πρώτη φορά μαζικά, ταυτόχρονα και με τη βοήθεια ενός συγκεκριμένου εγχειριδίου. Από την ενός έτους διδασκαλία προέκυψαν χρήσιμα συμπεράσματα και πολύτιμη εμπειρία αναφορικά με τη διδακτική μεθοδολογία της ποντιακής, όπως και για τα λάθη και τις πιο συχνές δυσκολίες των εκπαιδευόμενων κατά την εκμάθησή της.

Τα λάθη αυτά κατηγοριοποιούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, στα γραμματικά, στα συντακτικά και στα λεξιλογικά. Οι αιτίες για τα γραμματικά λάθη εντοπίζονται στην ελλιπή γνώση γραμματικής της ποντιακής ή της κοινής νεοελληνικής, ενώ τα συντακτικά και τα λεξιλογικά λάθη οφείλονται στο ότι οι εκπαιδευόμενοι έχουν ως γλώσσα σκέψης τη νεοελληνική και απόδοσης την ποντιακή.

Ένα από τα συχνότερα γραμματικά λάθη αφορά την κατάληξη των επιθέτων θηλυκού γένους, τα οποία τελειώνουν γενικότερα σε –σα. (-άσα, -έσσα, -ήσα, -ούσα) Από αυτά μόνο όσα τελειώνουν σε –έσσα γράφονται με δύο «σ». Αυτό συμβαίνει γιατί προέρχονται από την ελληνική κατάληξη –ισσα, σύμφωνα με τον Δημοσθένη Οικονομίδη (Γραμματική της Ελληνικής διαλέκτου του Πόντου).

Γι’ αυτό, τα θηλυκά των επιθέτων «βαρύς», «άρρωστος», «λεγνός», «παχύς» έχουν ως θηλυκό τους τύπους «βαρέσσα», «άρρωστεσσα», «λεγνέσσα», «παχέσσα». Απεναντίας, όσα προέρχονται από ξένες λέξεις, σχηματίζουν το θηλυκό γένος του επιθέτου με την προσθήκη του «α» στην κατάληξη του αρσενικού. Έτσι, τα θηλυκά των επιθέτων «αβαράς», «σεβνταλής», «ποϊλής», «αχουλούς», «Καρσλής» γράφονται «αβαράσα», «σεβνταλήσα», «ποϊλήσα», «αχουλούσα», «Καρσλήσα».

Οι μοναδικές εξαιρέσεις σύμφωνα με την «Ιστορική Γραμματική της Ποντικής Διαλέκτου» του Άνθιμου Παπαδόπουλου είναι τα θηλυκά που προέρχονται από τα επίθετα σε –ής της αρχαίας ελληνικής, στα οποία η κατάληξη –α προσκολλάται απευθείας στο αρσενικό, π.χ. εμπαθής-εμπαθήσα, ευλαβής-ευλαβήσα.

Ένα άλλο σημείο στη γραμματική της ποντιακής διαλέκτου, το οποίο απαιτεί προσοχή, αφορά την κατάληξη των ρημάτων που τελειώνουν σε –ζω και σε –χω στο γ΄ ενικό, όταν αντικείμενο είναι η προσωπική αντωνυμία «σε». Ενώ, δηλαδή, κλίνουμε το ρήμα «δεβάζω, δεβάεις, δεβάζ’(ει)», όταν αντικείμενο του ρήματος είναι η αντωνυμία «σε(ν)», στο γ΄ ενικό το ρήμα αποβάλλει το «ζ’» και κρατάει το «ει», π.χ. «Δέβα ‘ς σον ποπάν ας δεβάει σε(ν)».

Ανάλογα, θα πούμε και «χωρίει σε(ν)», «αλλάει σε(ν)», και «έει σε(ν)» (αλλά:έχω, έεις, έχ’(ει). Αξιοπρόσεκτη μεταβολή στο ρήμα προκαλεί η ίδια αντωνυμία, όταν το ρήμα τελειώνει σε –ρω, -νω και σε –λλω. Σ’ αυτή την περίπτωση από τη συνεκφορά άλλων ρημάτων με αυτήν την αντωνυμία (π.χ. βλάφτει σε-βλάφτσε, γράφτει σε-γράφτσε) προέκυψαν οι ρηματικοί τύποι παίρ’τσε, αναμέν’τσε, βάλλ’τσε.

Επίσης, ένα από τα συχνότερα λάθη των διδασκόμενων κατά την εκμάθηση της ποντιακής διαλέκτου αφορά τη γραφή της γενικής πολλών ουσιαστικών. Η εκτεταμένη κατάληξη της γενικής είναι –ί(ου) και ο δίφθογγος «ου» δεν ακούγεται, γι’ αυτό και προκαλεί σύγχυση ως προς την επιλογή του «i» της κατάληξης.

Ενδεικτικά, αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα: «ο κόσμον, τη κοσμί’» (και τη κόσμονος), «το χτήνον, τη χτηνί’», «το παιδίν, τη παιδί’», «το κρέας, τη κρεατί’», «ο Καλαντάρτς, τη Καλανταρί’».

Στη γραπτή έκφραση των εκπαιδευόμενων προξενεί δυσκολίες η γραφή της πρόθεσης «ας». Αξίζει να σημειωθεί ότι την πρόθεση αυτή τη βλέπουμε συχνά γραμμένη λάθος, καθώς δεν είναι γνωστή η ετυμολογική της προέλευση. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο «Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου» ετυμολογεί την πρόθεση «ας» από τον μεταβατικό τύπο «αξ», ο οποίος με τη σειρά του προέρχεται από την πρόθεση της αρχαίας ελληνικής «εξ» (ας<αξ<εξ).

Η πρόθεση αυτή είναι συνώνυμη της πρόθεσης «από» και χρησιμοποιείται για να δηλώσει πολλές νοηματικές σχέσεις: απομάκρυνση, αφετηρία, προέλευση, καταγωγή, ύλη, ανάμεσα, χωρισμό, αιτία, διαφορά, χρόνο, β΄ όρο σύγκρισης, διηρημένο όλο. Παραδείγματα: «Την ορθίαν πη λέει, ας σα εφτά χωρία χατεύ’ν’ ατον» (απομάκρυνση), «Ας όποιον χωρίον είσαι;» (καταγωγή), «Ας σα δύο ραχία απέσ’ έσκισεν κι εδέβεν» (ανάμεσα), «Το έναν ας σα δύο επέρεν» (εμπρόθετος διηρημένου όλου), «Ας σην πείναν επέθαναν πολλοί το σεράντα τη χρονίας» (αιτία).

Συντακτικά, μια διαφοροποίηση που δεν γίνεται πάντα αντιληπτή από τους μαθητές έχει να κάνει με τις αντωνυμίες «αβούτος, -ε, -ο» (και αούτος ή αγούτος, ανάλογα με το ιδίωμα) και «ατός». Και οι δύο αντωνυμίες στην κοινή νεοελληνική αποδίδονται ως «αυτός».

Ωστόσο, στην ποντιακή δεν χρησιμοποιούνται ακριβώς με την ίδια σημασία. Η αντωνυμία «αβούτος» χρησιμοποιείται για πρόσωπο ή αντικείμενο σε κοντινή απόσταση με τον ομιλούντα ή για αυτόν, τον οποίο δείχνουμε. Αντίθετα, η αντωνυμία «ατός, -έ, -ό» χρησιμοποιείται, όταν το πρόσωπο ή το αντικείμενο που δείχνουμε, βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον, με τον οποίο μιλάμε.

Διάκριση οφείλει να γίνεται μεταξύ των τοπικών επιρρημάτων «ατουκά» και «ατουκέσ’». Το επίρρημα «ατουκά» χρησιμοποιείται για να δείξουμε ένα συγκεκριμένο σημείο, ενώ το «ατουκέσ’» για να δηλώσουμε τη γύρω από ένα σημείο περιοχή.

Ένα ακόμη σημείο, στο συντακτικό, όπου σημειώνονται λάθη από τους εκπαιδευόμενους αφορά τις μετοχές στην ποντιακή. Η ποντιακή έχει μετοχές αποκλειστικά στην παθητική φωνή με τις καταλήξεις –μένος, -μέντζα (ή –μέν’σσα), -μένον. Από αυτές, πολλές λειτουργούν και ως ουσιαστικά, π.χ. ο δεξάμενον (=ο ανάδοχος), η βαρασμέντζα (η έγκυος), το λασούμενον (το γαϊδούρι).

Κάτι τελευταίο που αξίζει να αναφερθεί είναι η διαφορά στη σύνταξη της πρόθεσης «με» μεταξύ της ποντιακής και της νεοελληνικής. Στην ποντιακή η πρόθεση «με» ακολουθείται από έναρθρο επίθετο ή έναρθρη αντωνυμία και το ουσιαστικό, ενώ στην κοινή νεοελληνική δεν συνοδεύονται από άρθρο. Παραδείγματα: «Με τ’ αΐκα λώματα πώς θα πας ‘ς σην χαράν;» ενώ στην κοινή νεοελληνική «Με τέτοια ρούχα πώς θα πας στον γάμο;» , «Με τ’ εύκαιρον κοιλίαν, ορθόν δουλείαν ‘κ’ ‘ίνεται» ενώ «Με άδεια κοιλιά, σωστή δουλειά δεν γίνεται».

Τέλος, προσοχή χρειάζεται στη χρήση λέξεων της νεοελληνικής, οι οποίες υπεισέρχονται στην ποντιακή, χωρίς να είναι πολιτογραφημένες, ή με τη σημασία της νεοελληνικής, ενώ στην ποντιακή έχουν διαφορετική σημασία. Έτσι, αν θέλουμε να πούμε «ευχάριστα», θα πούμε «γλυκέα», αν θέλουμε να πούμε «προσέχω», θα χρησιμοποιούμε το ρήμα «στοχεύω», «ζευγάρ’» θα ονομάσουμε το σύνολο ομοειδών ενώ θα πούμε «αντρόγυνο» για τον άντρα και τη γυναίκα.

Αναμφίβολα, όλες οι κινήσεις που γίνονται για τη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου έχουν καθοριστική σημασία και μας μεταφέρουν ένα αισιόδοξο μήνυμα. Η ποντιακή διάλεκτος έχει, επιπλέον, αποκτήσει τη δική της «στέγη», μετά από το Σύμφωνο συνεργασίας που υπογράφηκε, μεταξύ του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, κ. Αχιλλέα Ζαπράνη και του Προέδρου του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών, κ. Αντώνη Παυλίδη και σύντομα αναμένεται να ξεκινήσουν τα πρώτα μαθήματα της ποντιακής διαλέκτου υπό την αιγίδα του ΠΑΜΑΚ.

Βιβλιογραφία:
- «Ιστορική Γραμματική της Ποντικής Διαλέκτου», Άνθιμου Παπαδόπουλου, Αθήναι 1955
- «Γραμματική της Ελληνικής Διαλέκτου του Πόντου», Δημοσθένη Οικονομίδη, εν Αθήναις 1958
- «Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου», Άνθιμου Παπαδόπουλου, εν Αθήναις Τυπογραφείον Μυρτίδη, 1961
- «Μελετήματα ποντιακής διαλέκτου», Δημήτριου Τομπαΐδη, εκδ.Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1996
- «Το Συντακτικό της ποντιακής διαλέκτου», Στάθη Αθανασιάδη, Καστανιά Ημαθίας 1977

Πηγή: Μαχητής