Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

«Η Ποντιακή διάλεκτος και η τουρκική γλώσσα»

«Η Ποντιακή διάλεκτος και η τουρκική γλώσσα»

της Γιώτας Ιωακειμίδου

Η επίδραση της τουρκικής γλώσσας στην ποντιακή διάλεκτο είναι αναμφίβολα αρκετά εκτεταμένη, ειδικά στο ιδίωμα της Χαλδίας. Κάτι τέτοιο είναι φυσικό, γιατί οι δυο λαοί έζησαν μαζί για αιώνες και τα δάνεια, όπως και τα αντιδάνεια, είναι φυσική εξέλιξη των γλωσσών. Η ποντιακή διατήρησε κατά βάσει τα χαρακτηριστικά των άλλων ελληνικών διαλέκτων στη μορφή, τη γραμματική, τη συντακτική και λεξιλογική της δομή.

Οι επιδράσεις που δέχτηκε κυρίως από την τουρκική στο περιεχόμενο της, δεν αλλοίωσαν την ελληνικότητα της. Η ποντιακή ανέπτυξε έναν μηχανισμό αφομοίωσης και ενσωμάτωσης των τουρκικών λέξεων τις «ελληνοποίησε», αν μας επιτραπεί ο όρος, τις ενέταξε στο κλητικό της σύστημα και στους γραμματικούς της κανόνες με τέτοιο τρόπο που πολλές φορές είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την τουρκική τους ρίζα.

Επομένως η ποιοτική επίδραση της τουρκικής στην ποντιακή θα λέγαμε ότι είναι ελάχιστη, ως ανύπαρκτη.

Η τουρκική λέξη arsizlanmak (φέρομαι με θράσος) περνάει στην ποντιακή με την ελληνική κατάληξη-εύω-αρσουζλαεύω- και κλείνεται όπως τα ρήματα της ελληνικής σε –εύω. Από την τούρκικη παράγει τις λέξεις  αρσούζης, αρσουζλάεμαν, αρσίζα.

- Αχταλεύω (σκάβω) από την τουρκική aktarmak και τα παράγωγα αχτάλεμα, αχτάλευτος, αχταλευτά
- Πουγαλεύω και μέση φωνή Πουγαλεύκουμαι (στεναχωριέμαι, καταπονούμαι, βαριέμαι ) από την τουρκική bugalmak. Έχουμε τα παράγωγα πουγάλεμαν, πουγαλεμένα, πουγαλία, πουγαλίος, πουλγαμονή και ένα νέο ρήμα πουγαλτουρεύω.
- Γιαγλαεύω (αλείφω με λίπος) από την τουρκική yaglamak, παράγωγες λέξεις γιαγλίς (λιπαρός), γιαγλάεμαν (βάζω λίπος), γιάγλος (πάχος, λίπος, καιμάκι) και ένα νέο ρήμα το γιαγλώνω με την ίδια σημασία.
- Καβουρεύω ή γαβουρεύω (καβουρντίζω) από το τουρκικό ρήμα kaurmak, παράγωγες λέξεις καβούρεμα, καβουρευτός, καβουρμά.
- Καζανεύω ή γαζανεύω (κερδίζω χρήματα) από το τουρκικό gazanmak, παράγωγες λέξεις γαζάνεμα ή καζάνεμα
- Κοκοζλανεύκουμαι (στέκομαι όρθιος σαν αραβόσιτος, εναντιώνομαι, κοκορεύομαι, επαίρομαι) σημαίνει στα ελληνικά σηκώνομαι όρθιος όπως ο κόκορας από το τουρκικό kokorozlamak-kokoroz, εδώ όμως πρόκειται για αντιδάνειο, γιατί είναι η ελληνική λέξη κόκορας.
- Κονεύω ή γονεύω (σταματώ την πορεία για να διανυκτερεύσω, για τις κότες ο βραδινός ύπνος) από το τουρκικό konmak, παράγωγες γόνεμα ή κόνεμα
- Κουνουσεύω ή γουνουσεύω (συνομιλώ) από το konusmak, παράγωγες γουνούσεμα (συνομιλία)
- Κοτεύω (μετοικώ) από το gocmek
- Κουρταρεύω ή γουρταρεύω (ελευθερώνω, απαλλάσσω) από το gurtarmak, παράγωγες γουτάρεμα, γουταρευτής.
Την ίδια αφομοιωτική διαδικασία ακολουθούν και άλλες λέξεις, εκτός από τα παραπάνω ρήματα.

Η λέξη taze (φρέσκος, νωπός) γίνεται ταζές-ταζέσα -ταζέν ακολουθώντας τα αντίστοιχα επίθετα της ποντιακής χουλές-χουλέσα-χουλέν
Η λέξη pelli (φανερός) δίνει τα επίθετα πενλής-πενλήσα-πενλή
Η λέξη patul (μια χούφτα λαναρισμένου μαλλιού), στα ποντιακά παραμένει πατούλ, αλλά εντάσσεται στο κλητικό της σύστημα και κλίνεται κανονικά τη πατουλί, τα πατούλ. Παράγωγα η πατούλα (γυναίκα χοντρή, αφράτη, άσπρη),το ρήμα πατουλίζω (το λαναρισμένο μαλλί το κάνω τούφες), δίνει και ένα νέο ρήμα πατουλίουμαι (καλύπτομαι από νιφάδες χιονιού).

* Η Γιώτα Ιωακειμίδου είναι φιλόλογος.

Πηγή: Schooltime