Έλλη Λεμονίδου, Γιώργος Κόκκινος, Γιάννης Γεωργακαράκος, Μάρκος Καρασαρίνης και Βλάσης Αγτζίδης. Στο βήμα ο πρόεδρος του ΔΣΠ Γιώργος Σταματογιάννης κηρύσσει την έναρξη των εργασιών" |
του Βλάση Αγτζίδη
Μια πολύ σημαντική επιστημονική συνάντηση έλαβε χώρα στις 30 Νοεμβρίου του 2016 με πρωτοβουλία του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και του προέδρου του Γιώργου Σταματογιάννη. Εισηγητές ήταν οι:
- Γιώργος Κόκκινος, Καθηγητής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με θέμα «Ανάμεσα στην Κλειώ και την Θέμιδα»,
- Μάρκος Καρασαρίνης, Δρ. Ιστορίας, Δημοσιογράφος, «Οι δικαστές και οι ιστορικοί - Η άρνηση του ολοκαυτώματος στο εδώλιο»,
- Έλλη Λεμονίδου, Επ. Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών «Οι δίκες για το καθεστώς του Βισύ στη μεταπολεμική Γαλλία».
- Βλάσης Αγτίδης, Δρ Ιστορίας: «Γενοκτονία στην Οθωμανική Ανατολή ως πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης».
Γιατί είχε σημασία η εκδήλωση
Η εμφάνιση κατά τις τελευταίες δεκαετίες ενός κινήματος ιστορικής Μνήμης για τις γενοκτονίες που πραγματοποιήθηκαν στην οθωμανική Ανατολή, οδήγησε στη θέσπιση δύο ημερών Μνήμης (19 Μαϊου για το μικρασιατικό Πόντο και 14 Σεπτεμβρίου για το σύνολο της Μικράς Ασίας και της Αν. Θράκης). Στις ελληνικού ενδιαφέροντος αυτές επετείους προστέθηκε και η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Παράλληλα, αυξήθηκε το ενδιαφέρον για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα που πραγματοποίησαν οι Ναζί και είχε ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση του ελληνικού εβραϊσμού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Η Κατοχή και τα μαζικά εγκλήματα κατά των αμάχων ανέδειξαν πολλά ζητήματα, όπως αυτά της τιμωρίας των ενόχων καθώς και των δωσίλογων συνεργατών των Ναζί.
Η μεταπολεμική προσπάθεια για τη νομική αποτύπωση των μαζικών εγκλημάτων -που πραγματοποίησαν οι Ναζί και κορυφώθηκε στην περίπτωση των Εβραίων της Ευρώπης- οδήγησε στη θέσπιση μιας νέας νομολογίας στο διεθνές δίκαιο με την ποινικοποίηση της νέας μορφής εγκλήματος, που περιγράφηκε με τον καινοφανή όρο «Γενοκτονία». Η αύξηση του διεθνούς ενδιαφέροντος για τέτοιου τύπου μαζικά εγκλήματα οδήγησε στην αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Νεότουρκους και στη συνέχεια την ανάδυση του απωθημένου τραύματος των ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών που είχαν βιώσει την ίδια διαδικασία Γενοκτονίας, όπως και οι Αρμένιοι, στο χώρο της οθωμανικής Ανατολής.
Όμως -όσον αφορά την ελληνική περίπτωση- οι αναγνωρίσεις έδωσαν τη δυνατότητα σε μια πλειάδα ξένων κατά πλειονότητα ιστορικών να μελετήσουν την περίοδο εκείνη και τις γενοκτονικές πολιτικές που υιοθέτησε η νεοτουρκική εθνικιστική κυβέρνηση κατά των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Ως αποτέλεσμα αυτής της ερευνητικής κίνησης παρήχθησαν στην αγγλόφωνη ιστοριογραφία πολύ σημαντικά επιστημονικά κείμενα. Επίσης o «Διεθνής Σύνδεσμος Μελετητών Γενοκτονιών» (IAGS), ένας διεθνής επιστημονικός θεσμός που εξειδικεύεται στη μελέτη του εγκλήματος της Γενοκτονίας, αναφέρει σε Ψήφισμά του το 2007: «Είναι η πεποίθηση του IAGS ότι η οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923 αποτέλεσε μια γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και Ελλήνων της Ανατολής».
Αντίθετα όμως με το διεθνές ενδιαφέρον, οι αναγνωρίσεις αυτές δεν έδωσαν το έναυσμα για ένα ευρύτερο διάλογο στους κόλπους της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Η εμφάνιση της προσφυγικής Μνήμης προκάλεσε μεγάλη αμηχανία και σε αρκετές περιπτώσεις συνάντησε την ανοιχτή εχθρότητα, που υπαγορευόταν από παραδοσιακά στερεότυπα και ιδεοληψίες. Η πλειονότητα των ακαδημαϊκών ιστορικών επέλεξε την ουδέτερη και μάλλον φοβική στάση. Υπήρξαν περιπτώσεις άρνησης των γεγονότων, παρουσίασής τους ως πολιτικά υποκινούμενες και ως εκδηλώσεις μιας παθογένειας.
Η αρνητική αυτή κατάσταση επιδεινώθηκε από τη στάση των κοινωνικών φορέων των πληθυσμών που αναφέρονται στη Γενοκτονία ή το Ολοκαύτωμα. Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιες πληθυσμιακές κατηγορίες που ιστορικά έχουν υποστεί τη Γενοκτονία, όπως ορίζεται από τη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1948: Οι Εβραίοι, οι Έλληνες που προέρχονται από τους πρόσφυγες του 1922 (Πόντιοι, υπόλοιποι Μικρασιάτες, Ανατολικοθρακιώτες), οι Αρμένιοι και μια μικρή ομάδα Ασσυρίων. Η πλέον ενεργοποιημένη συνδικαλιστικά ελληνική ομάδα, από αυτές που υπέστησαν τη Γενοκτονία από τους Νεότουρκους, είναι η ποντιακή. Η στάση των Ποντίων απεικονίζει λίγο έως πολύ τις διαθέσεις και των υπόλοιπων ελληνικών υποομάδων, όπως και των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Οι συµπεριφοριστικές προσεγγίσεις των Ποντίων και των Εβραίων διαχειριστών των κοινών, χαρακτηρίζονται από πολλές ομοιότητες. Όπως τοπικισμός, αίσθηση της μοναδικότητας, εργαλειακή χρήση της ιστορικής εμπειρίας, περιφρόνηση των υπόλοιπων ομάδων που υπέστησαν παρόμοια μεταχείριση. Στο περιβάλλον αυτό, η πρωτοβουλία του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά λειτούργησε λυτρωτικά. Ο Γιώργος Κόκκινος παρουσίασε από ιστορικής και νομικής πλευράς την ιστορία των βίαιων πράξεων που χαρακτηρίστηκαν ως Γενοκτονία. Παράλληλα έθεσε το ερώτημα της ποινικοποίησης της άλλης άποψης ως πρόβλημα για την ιστορική έρευνα. Η Έλλη Λεμονίδου, αναφέρθηκε στην τιμωρία των συνεργατών των θυτών, παρουσιάζοντας τις δίκες για το καθεστώς του Βισύ στη μεταπολεμική Γαλλία. Ο Μάρκος Καρασαρίνης, αναφέρθηκε στο φαινόμενο της Άρνησης της Γενοκτονίας μέσα από την εβραϊκή περίπτωση. Στο τέλος, αναφέρθηκαν στα συγκεκριμένα γεγονότα που συνέβησαν στην Οθωμανική Ανατολή και έχουν προκαλέσει μεγάλη ιδεολογική αντιπαράθεση στην ίδια την Ελλάδα.
Η εισήγηση του Γ. Κόκκινου
Mε γενικό τίτλο «Γενοκτονίες: η ταλάντευση ανάμεσα στην Θέμιδα και την Κλειώ και τα διακυβεύματα της συγκριτικής προσέγγισης», η εισήγηση δομήθηκε σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα ήταν «Η ιστορική ανάδυση, η έννοια και η θέσπιση του εγκλήματος της γενοκτονίας στο Διεθνές Δίκαιο». Η δεύτερη διαπραγματευόταν το θέμα: «Η αντιμετώπιση της άρνησης του Ολοκαυτώματος και των γενοκτονιών» και η τρίτη είχε ως τίτλο: «Τομές στο πεδίο των συγκριτικών σπουδών της γενοκτονίας με πλαίσιο αναφοράς την ιστοριογραφία».
Περιέγραψε το τι σημαίνει Γενοκτονία ως συμπεριφορά: «Η γενοκτονία δεν αφορά στρατούς που συγκρούονται στα πεδία των μαχών. Νοείται ως η ακραία έκφραση μιας μη αυτοσχέδιας, αλλά αντιθέτως συστηματικά οργανωμένης «εκριζωτικής βίας» βιοπολιτικής υφής εναντίον αμάχων. Ασκείται δηλαδή σε υπεξούσιες, υπάλληλες ή μειονοτικές ομάδες με σκοπό την ομογενοποίηση του πληθυσμού και την ενοποίηση του «εθνικού» χώρου, με γνώμονα την πολιτισμική οικειότητα ή την φυλετική εκκαθάριση. Λειτουργεί ως μηχανισμός νομιμοποίησης της εξουσίας είτε εντός της επικράτειας ενός κυρίαρχου κράτους είτε και εκτός των συνόρων του σε συνθήκες αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών διεκδικήσεων ή εσωτερικής αποσταθεροποίησης και φαντασιακής απειλής ή πολέμου. Είναι προφανές ότι η βία που ασκείται είναι, πρώτον, συνυφασμένη με την πρόθεση υφαρπαγής πόρων (πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών και συμβολικών), όπως επίσης με τη διεκδίκηση ζωτικού χώρου• και, δεύτερον, ότι σε πολλές περιπτώσεις προϋποθέτει τη ρατσιστική απαξίωση, αν όχι την απανθρωποποίηση του θύματος. Αυτή δεν είναι, ωστόσο, δυνατή, χωρίς την συναισθηματική απονέκρωση και την «αποτιτάνωση» της ενσυναίσθησης του ίδιου του θύτη, παθογένειες που σηματοδοτούν και τη δική του απανθρωποποίηση....»
Αναφέρθηκε στο δίλημμα της ποινικοποίησης της Άρνησης:
«Όσο και να φαίνεται παράδοξο, ενώ για τις κοινωνίες -ειδικά για τα θύματα και τους απογόνους τους- και για τους δικαστικούς θεσμούς η άρνηση του Ολοκαυτώματος και των γενοκτονιών δεν συνιστά ένα απλό ψεύδος, αλλά μια συστηματική απόπειρα μνημοκτονίας, αντιθέτως για πολλούς ιστορικούς δεν είναι ζήτημα υψίστης σημασίας, δεδομένου ότι οι θέσεις και τα επιχειρήματα των αρνητών -τουλάχιστον στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος- καταρρέουν αφ' εαυτών διότι είναι παράλογα, αντιβαίνουν στην ιστορική τεκμηρίωση και παρουσιάζουν ενδιαφέρον μόνο ως προς την κοινωνιολογική και ιδεολογικοπολιτική τους διάσταση: δηλαδή σχετίζονται με τις εστίες παραγωγής, τους μηχανισμούς διασποράς και τους πόρους υποδοχής τους. Συχνά μάλιστα οι ιστορικοί ούτε καν αναγνωρίζουν στους αρνητές τον ρόλο του συνομιλητή...»
«...Βεβαίως, πέραν της καλοπροαίρετης αμφισβήτησης ή σχετικοποίησης, υπάρχει και η σκόπιμη και κακοπροαίρετη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κρατών-θυτών τα οποία αρνούνται την ενοχή ή την ευθύνη, επαναπαύονται σε εθνικά ταμπού και προβαίνουν σε αντισταθμιστικές πρακτικές ποινικοποίησης της ιστορικής έρευνας ή της ελευθερίας του λόγου (π.χ. Τουρκία, Ιαπωνία).»
Η εισήγηση του Μάρκου Καρασαρίνη
Mε θέμα «Οι δικαστές και οι ιστορικοί: Η άρνηση του Ολοκαυτώματος στο εδώλιο», ο Μ. Καρασαρίνης επιχείρησε τη διερεύνηση της συμβολικής σημασίας της στο μεταίχμιο δικαίου, μνήμης και Ιστορίας που είχαν οι προεκτάσεις των δικών για την άρνηση. Παρουσίασε κάποιες περιπτώσεις Αρνητών του Ολοκαυτώματος, όπως του βρετανού ερασιτέχνη ιστορικού David Irving, του καθηγητή γαλλικής φιλολογίας Robert Faurisson, του γάλλου φιλοσόφου Roger Garaudy, επιχειρείται. Αυτές υπήρξαν παραδειγματικές περιπτώσεις σύγκλισης και απόκλισης του έργου του δικαστή και του ιστορικού, όπως το περιέγραψε ο ιταλός ιστορικός Carlo Ginzburg, δείκτες των συλλογικών ευαισθησιών στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, οι δίκες αυτές αποδεικνύονται ταυτόχρονα και στοιχεία μιας «συλλογικής παιδαγωγικής» ως προς τις έννοιες της γενοκτονίας και του τραύματος στη σύγχρονη κοινωνία.»
Η εισήγηση της Έλλης Λεμονίδου
Με θέμα για την τιμωρία του δωσιλογισμού που είχε συνεργαστεί με αυτούς που διέπραξαν το Ολοκαύτωμα, ο τίτλος της εισήγησής της ήταν: «Οι δίκες για το καθεστώς του Βισύ στη μεταπολεμική Γαλλία».
Η διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης για τους συνεργάτες των κατακτητών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γαλλία υπήρξε μακρά και ακανθώδης. Μετά από ένα πρώτο μεταπολεμικό κύμα δικών, στο πλαίσιο των οποίων καταδικάστηκαν ορισμένοι από τους πλέον επιφανείς εκπροσώπους του καθεστώτος του Βισύ, ακολούθησε μια μακρά περίοδος σιωπής, άμεσα συνδεδεμένης με τη δύσκολη διαχείριση της μνήμης της συγκεκριμένης περιόδου σε πολιτικό και ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Μόνο με το πέρασμα αρκετών δεκαετιών και μετά την ενσωμάτωση του απαράγραπτου των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στη γαλλική έννομη τάξη, κατέστη δυνατή η εκ νέου δικαστική διερεύνηση για τους τότε επιζώντες συνεργάτες των κατακτητών, με αποκορύφωμα τις πολύκροτες δίκες των Μπάρμπι, Τουβιέ και Παπόν τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
H εισήγηση του Βλάση Αγτζίδη
Ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα φαινόμενα της Μεταπολίτευσης, που προκαλεί όμως ακόμα τη μέγιστη δυνατή αμηχανία, είναι η ανάδυση ενός διαφορετικού λόγου για τα όσα συνέβησαν στην οθωμανική Ανατολή την περίοδο 1914-1923. Ενός λόγου και μιας ερμηνευτικής προσπάθειας που αμφισβητεί τις έως σήμερα σταθερές της παραδοσιακής ιστοριογραφίας. Όλο αυτό αποτυπώνεται στον κοινωνικό χώρο με την ενεργοποίηση φορέων και συλλόγων που διεκδικούν, για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, την ενσωμάτωση στο συλλογικό ελλαδικό αφήγημα της εξοβελισμένης ιστορικής εμπειρίας των προσφυγικών πληθυσμών. Το πολιτικό αποτύπωμα αυτής της διεκδίκησης υπήρξε κατά τη δεκαετία του '90 η ομόφωνη θεσμοθέτηση από το ελληνικό κοινοβούλιο δύο Ημερών Μνήμης για τη Γενοκτονία που υπέστησαν οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (19 Μαΐου για τους Ποντίους και 14 Σεπτεμβρίου γα το σύνολο της Μικράς Ασίας). Στις αναγνωρίσεις αυτές προστέθηκε και η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Η νεοελληνική ιστοριογραφία είχε έως τότε επεξεργαστεί σχήματα που ερμήνευαν με διαφορετικό τρόπο τις συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Η ανάλυση των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών που οδήγησαν στην υιοθέτηση από την πλευρά των Νεότουρκων συγκεκριμένων πολιτικών γενοκτονίας των μη αφομοιώσιμων οθωμανικών κοινοτήτων, δεν απασχόλησαν ποτέ την κυρίαρχη εκδοχή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Η αντίληψη που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ήταν απολύτως συμβατή με την επίσημη γραμμική καθεστωτική αντίληψη, που επικράτησε και στην ίδια την Τουρκία.
Μελετώντας τη νεοελληνική ιστοριογραφία, τον τρόπο πρόσληψης της σύγχρονης ιστορίας και ειδικά του συγκεκριμένου ιστορικού μεταίχμιου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ελληνική εκδοχή του κεμαλικού ερμηνευτικού σχήματος. Στη νεοελληνική ιστοριογραφία δεν υπάρχει ρήξη μεταξύ οθωμανικού και τουρκικού χώρου, αλλά αντιθέτως υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη και ενιαία τουρκική εθνική κυριαρχία στη Μικρά Ασία και στην Ανατολία, την οποία έρχονται να αμφισβητήσουν έξωθεν οι Έλληνες. Δε συνειδητοποιείται η -ανεξάρτητη από το ελληνικό κράτος- ύπαρξη της παραμέτρου «Έλληνες της Ανατολής». Μια παράμετρος ουσιαστικότατη και ένας πληθυσμός υπαρκτός και πολυάριθμος, που διεκδικούσε είτε την συνύπαρξη με τους άλλους λαούς σ' ένα κοινό δημοκρατικό πολυπολιτισμικό οθωμανικό κόσμο, είτε την αυτόνομη πολιτική του υπόσταση από τη στιγμή που οι Νεότουρκοι απέκλεισαν κάθε δυνατότητα δημοκρατικής μετέξελιξης...