«Το καλαντόνερο και το αμίλητο νερό» |
της Γιώτας Ιωακειμίδου
Το νερό ήταν και είναι πηγή ζωής για τον άνθρωπο. Από την αρχαιότητα οι πηγές εθεωρούντο ιερές και υπήρχαν πολλές δοξασίες που σχετίζονταν με το υδάτινο στοιχείο και τις βρύσες. Η λαϊκή φαντασία πίστευε ότι κατοικούσαν εκεί νεράιδες άλλοτε όμορφες, άλλοτε άσχημες, που προστάτευαν τις πηγές και τιμωρούσαν τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να πιουν νερό από αυτές. Οι πόντιοι δεν τις έλεγαν νεράιδες ούτε μάγισσες αλλά «απ εμάς καλλίον» (οι καλύτερες από εμάς), για να τις καλοπιάσουν και να μην τους βλάψουν. Τα παγανιστικά στοιχεία επιβίωσαν στις παραδόσεις και τα έθιμα του λαού με ένα συνταίριασμα που μόνον ένας λαός με τον πανάρχαιο πολιτισμό του μπορούσε να το πετύχει.
Το καλόπιασμα των ξωτικών που κατοικούνε στις βρύσες την ημέρα της Πρωτοχρονιάς το συναντάμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και στον Πόντο. Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα και τα δείπνα της Εκάτης. Στην θεά αυτή πρόσφεραν τροφές και φρούτα στα τρίστρατα.
Στη μητροπολιτική Ελλάδα λεγόταν τάισμα της βρύσης και στον Πόντο καλαντόνερο. Στα χωριά της Ελλάδας αυτό γινόταν τα ξημερώματα των Χριστουγέννων. Νεαρές κοπέλες πήγαιναν ξημερώματα να γεμίσουν τις στάμνες έχοντας μαζί τους βούτυρο, μέλι, σιτάρι, τυρί για να «ταΐσουν» τη βρύση και να την παρακαλέσουν να τους δώσει πολλά αγαθά, όπως το νερό που τρέχει. Άφηναν τηγανίτες για τις Μοίρες, οι οποίες παρακολουθούν αυτή τη νύχτα τη βρύση αθέατες. Επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες και ράντιζαν με αυτό το νερό όλα τα σημεία του σπιτιού.
Στον Πόντο το έθιμο αυτό γινόταν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Πρόσφεραν στις βρύσες και τα πηγάδια τραχανά, χαλβά και αλάτι. Καλημέριζαν τα ξωτικά που το κατοικούσαν και έπαιρναν το πρώτο νερό το «καλαντόνερο» με την άδεια τους. Πρώτα –πρώτα νίβονταν με αυτό όλα τα μέλη της οικογένειας και μετά έριχναν από αυτό στα θεμέλια του σπιτιού για να είναι γερό και οι ένοικοί του καλότυχοι.
Σε άλλα μέρη του Πόντου νεαρές κοπέλες πήγαιναν νωρίς το πρωί της Πρωτοχρονιάς στις βρύσες του χωριού και «εκαλαντίαζαν το πεγάδ», πρόσφεραν άφθονους ξηρούς καρπούς, φρούτα,βούτυρα, μέλι. Έπαιρναν το καλαντόνερο και το πήγαιναν στο σπίτι χωρίς να κοιτάξουν καθόλου πίσω τους, υπήρχε η δοξασία ότι αν γύριζαν να κοιτάξουν, το πνεύμα θα τους έπαιρνε τη φωνή.
«Το καλαντόνερο και το αμίλητο νερό»
Στο Επές, τόπο καταγωγής των παππούδων μου, πήγαιναν στη βρύση τα μεσάνυχτα της πρωτοχρονιάς. Πίστευαν ότι εκείνη την ώρα το νερό κοιμάται. πρόσφεραν ξηρούς καρπούς και άλλα φαγώσιμα. Την ώρα που το νερό κοιμόταν, έπιαναν όλες οι ευχές που έκαναν. Με την προσφορά των δώρων το νερό «δεσμευόταν» να εισακούσει και να εκπληρώσει όλες τις ευχές των νεαρών κοριτσιών για τον γάμο και τα όνειρα που είχαν. Πίστευαν ακόμα ότι όποια κοπέλα πήγαινε πρώτη, οι δικές της ευχές θα εισακούονταν, καθώς μετά ξυπνούσε το νερό και αγρίευε. Οι κοπέλες ψιθύριζαν τις ευχές τους: «κάλαντα και καλός καιρός, άμον τ΄ άνοίγω το πεγάδ, ν΄ανοίεται η τύχη μ΄ κι άμον το τρέχ΄ το νερόν ,να τρέχ΄ και η ευλογία».
Μαζί με το νερό έφερναν και μικρές πετρούλες από τα ποτάμια, τα ποταμολαλατσια, τις οποίες πετούσαν πάνω στις στέγες για τους φέρουν καλή τύχη. Πέτρες μεταφέρονται και σε άλλες διαβατήριες γιορτές σαν σύμβολα σταθερότητας που είναι η βασική τους ιδιότητα.
Με το καλαντόνερο έβρεχαν τα κορίτσια τα μαλλιά τους για «τρέχει η τύχη τους», όπως τρέχει το νερό. Η μαγική δύναμη του νερού είχε την ανάλογη σημασία στα «γαμήλια» λουτρά. Πίστευαν ότι το καλαντόνερο είναι ισάξιο με τον αγιασμό των Θεοφανείων. Το έβαζαν στο εικονοστάσι και το είχαν σαν ίαμα. Το ανακάτευαν με τον αγιασμό των Θεοφανείων και με το πρώτο νερό της πρωτομαγιάς και έτσι πίστευαν ότι γινόταν πανίσχυρο και γιάτρευε τα πάντα.
Το καλαντόνερο είχε όμως και άλλες χρήσεις. Παρασκεύαζαν με αυτό το προζύμι για το ψωμί και το διατηρούσαν όλη τη χρονιά. Το προζύμι αυτό το έβαζαν κοντά στο τζάκι όπου έκαιγε το «καλαντοκούρ». Με το καλαντόνερο «εκόλιζαν» και το ξύγαλα, το χρησιμοποιούσαν στην μαγιά για να πήξουν το γιαούρτι. Η νοικοκυρά του σπιτιού πήγαινε στον στάβλο, χτυπούσε με μια βέργα τα ζώα λέγοντας τα «άλλαξον το χούι σ΄» και τα ράντιζε με το καλαντόνερο και αυτά.
Όσο νερό περίσσευε γέμιζαν με αυτό όλα τα σκεύη του σπιτιού δοχεία με τα οποία το έφερναν στο σπίτι δεν έπρεπε να αγγίξουν τη γη, γιατί τότε το νερό χάνει την μαγική του δύναμη.
Τους δαίμονες των λαϊκών αυτών δοξασιών με τα παγανιστικά στοιχεία δεν κατάφερε να τα εκριζώσει ο χριστιανισμός, γιατί ήταν άρρηκτα δεμένα με τη λαϊκή ψυχή. Αυτές τις παραδόσεις απηχεί το πολύ σημαντικό έργο του Ζερζελίδη το «καλαντόνερο». Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:
«Ει-κιτί κόσμος άκλερον! Αρ΄αοίκον ώραν,αποψιζ΄νόν βραδήν, καλαντόβραδα, ασεράντιγος λεχούσα έμ΄σο πρωτικάρι μ΄τον Θόδωρον… Εφέκα το γουντά σο κουνίν και εκατέβα σο ποτάμ, να παίρω το καλαντόνερον. Ηντσαν παίρει ατό εκείνον εν μαχπούλ…. εκατέβα αφκά σο ποτάμ, ετλερεσα ολόγερα… ο φεγγον εμαρμάριζεν, τ άστρα τσινακνίζ΄νε… και το ποτάμ κοιμάται….» (έρημα χρόνια, κόσμε άμοιρε, τέτοια ώρα ήτανε σαν την αποψινή βραδιά, πρωτοχρονιά, λεχώνα στο πρώτο μου παιδί τον Θόδωρο, τον άφησα στην κούνια και κατέβηκα στο ποτάμι να πάρω το καλαντόνερο, εκείνο αξίζει όποιος το πάρει πρώτος… κατέβηκα κάτω στο ποτάμι, το φεγγάρι λάμπει, τα άστρα σπινθηρίζουν και το ποτάμι κοιμάται).
Πηγή: Schooltime