Ο πέμπτος τόμος της «Εξόδου», όπου περιλαμβάνονται οι μαρτυρίες των ελληνορθόδοξων πληθυσμών που εγκαταβιούσαν στον Δυτικό Παράλιο Πόντο και στην Παφλαγονία, κυκλοφορεί έπειτα από επίπονη επεξεργασία και την εποπτεία του καθηγητή Πασχάλη Κιτρομηλίδη, διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ). Αποτελεί τον τελευταίο σταθμό μιας μακράς, πρωτίστως ερευνητικής και ακολούθως εκδοτικής, πορείας, η απαρχή της οποίας εντοπίζεται στο 1980 και η ευτυχή κατάληξή της στο 2016.
Προκαλούν, πράγματι, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον μελετητή ή στον απλό αναγνώστη του πέμπτου τόμου αυτής της μνημειώδους εργασίας το εύρος και το βάθος της παρουσίας του ελληνισμού της μικρασιατικής χερσονήσου, από τη μια, και το δράμα του ξεριζωμού από τις προγονικές εστίες, αλλά και το μπόλιασμα ακολούθως της ελληνικής κοινωνίας με νέες καρποφόρες δυνάμεις, από την άλλη.
Δυνάμεις σαν και αυτές που αναδύονται από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης αλλά και το Φωτογραφικό Αρχείο του ΚΜΣ, όπου έχουν αποτυπωθεί οι μαρτυρίες αλλά και η όψη των πρωταγωνιστών μιας ζωής γεμάτης δυναμισμό.
Παρότι το εγχείρημα της εθνογραφικής αποτύπωσης των Ελλήνων του Πόντου, λόγω της γεωγραφικής διασποράς τους, ήταν εξόχως περίπλοκο και δύσκολο, οι καταγραφείσες μαρτυρίες αποζημιώνουν. Αφενός για την ευρωστία των ελληνόφωνων κατοίκων της Τρίπολης, της Σινώπης, της Κερασούντας, των Κοτυώρων, της Οινόης αλλά και της Πάφρας και της Αμισού (Σαμψούντας)· δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό να μην αναφέρουμε ότι η ναυτιλιακή κίνηση στο λιμάνι της Αμισού, που τη συνέδεε με πόλεις όπως το Λονδίνο, το Λίβερπουλ και τη Μασσαλία, διεύρυνε τον κοσμοπολιτισμό αυτής της πόλης των Ποντίων. Επίσης, για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εκκλησιαστικής ζωής στην περιοχή. Η Μητρόπολη Αμασείας, για παράδειγμα, κατέστη ένας από τους πνευματικούς και θρησκευτικούς φάρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Μικρά Ασία. Αφετέρου, οι μαρτυρίες εκπλήσσουν διότι περιγράφουν με ενάργεια ένα ρεύμα αντίστασης απέναντι στην οθωμανική εξουσία μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (το αντάρτικο στον Δυτικό
Παράλιο Πόντο αρχίζει το 1914 και κανοναρχείται από τον μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό Καραβαγγέλη). Επίσης, οι πρωταγωνιστές της καθημερινής ζωής, αυτοί που ενίοτε αποκαλούνται «πιόνια της Ιστορίας», επισημαίνουν στους ερευνητές του ΚΜΣ, από τη μια, την αίσθηση αδελφοσύνης μεταξύ συγχωριανών χριστιανών και μουσουλμάνων και, από την άλλη, την άρση τής μεταξύ τους εμπιστοσύνης, λόγω της ανάδειξης και της αναθέρμανσης των ελληνικών εθνικών αιτημάτων. Και, τέλος, αφήνουν να αναδυθεί από τα βάθη της ψυχής τους ο νόστος για τον γενέθλιο τόπο.
Το παρόν όμως εκδοτικό εγχείρημα προσφέρεται και για γόνιμο προβληματισμό όσον αφορά το επίκαιρο θέμα της εξόδου (δηλαδή, της φυγής ως αποτέλεσμα μαζικής μετακίνησης στον χώρο, υπό το κράτος ποικίλων εκδηλώσεων βίας) των απανταχού της γης πληθυσμών από τις εστίες τους. Είναι και μια μοναδική ευκαιρία να ακούσουμε τη φωνή των Ποντίων της περιοχής, με την οποία ασχολείται ο πέμπτος τόμος της «Εξόδου» και να αφουγκραστούμε την αγωνία τους. Γι’ αυτό και προκρίναμε να δώσουμε τον λόγο στον Παύλο Τζιτιρίδη, ευρισκόμενο το 1964 στην Κατερίνη, ο οποίος καταγόταν από τον οικισμό Τεπέγιομα, σε απόσταση 17,5 χιλιομέτρων από την Τραπεζούντα: «Εμείς από κει, από το χωριό, όπως εφύγαμε, κατεβήκαμε στο Πουλαντζάκ. Μείναμε από τότε μέσα στην πόλη. Γλιτώσαμε. Ενας χωριανός ανέβηκε στο χωριό. Είχε αφήσει πίσω τους δικούς του κι ανησυχούσε για την τύχη τους. Για να μάθει, πήγε τσοπάνος σ’ έναν Τούρκο, τον Καχριμάν. Δεν μας πείραζαν τότε. Τα Τουρκόπουλα που έβοσκαν μαζί του τα ζώα πάνω στο βουνό τού είπαν: ‘‘Τη μάνα σου και τον πατέρα σου και τη γυναίκα σου και τους άλλους χωριανούς σου που έπιασαν, τους σκότωσαν και τους έριξαν μέσα σ’ αυτό το ρέμα". Αυτός έφυγε από κει, κατέβηκε πάλι στο Πουλαντζάκ και μας τα είπε.
Τώρα, μαζεμένοι όσοι σωθήκαμε, μέναμε στο Πουλαντζάκ και περιμέναμε την τύχη μας. Δεν είχαμε σκοπό να ξαναγυρίσομε στο χωριό. Το ’22 με την Ανταλλαγή αμέσως φύγαμε. Εκείνοι που βρίσκονταν στην εξορία ήρθαν πιο αργά, ’23-’24. Φύγαμε από τα Κοτύωρα. Αλλοι έφυγαν από άλλη σκάλα. Οποια τούς ήταν πιο κοντά. Από την Πόλη πήραμε ελληνικό βαπόρι. Βγήκαμε στη Φιλιππιάδα. Από κει πήγαμε στο Αγρίνιο. Ηρθαμε μετά σε χωριά του Κιλκίς και τελευταία ήρθαμε στην Κατερίνη. Οι λίγοι χωριανοί που σωθήκαμε σκορπίσαμε σαν τα πουλιά. Δυο τρεις οικογένειες βρίσκονται στο Κιλκίς, στην Καστανούσα και στους Πετράδες. Κάνα δυο και στη Δράμα. Δυο τρεις βρίσκονται στο Αγρίνιο. Δύο στα Ιωάννινα και δύο στην Κατερίνη. Δεν μπορούμε πια να μιλούμε για χωριό. Κι όταν πεθάνομε και εμείς που ζήσαμε και πονέσαμε τα μέρη μας, τότε κανένας δεν θα μιλεί και δεν θα ενδιαφέρεται γι’ αυτά».
Οι επιστημονικοί συνεργάτες του ΚΜΣ, με την προτροπή του καθηγητή Πασχάλη Κιτρομηλίδη, έχουν ήδη αρχίσει να ετοιμάζουν το Ευρετήριο της «Εξόδου», όπου θα αποδελτιωθούν όλα τα κύρια ονόματα και τα τοπωνύμια που υπάρχουν στους πέντε εν κυκλοφορία τόμους.
Η ΕΞΟΔΟΣ
τόμος Ε΄, μαρτυρίες από τον Δυτικό
Παράλιο Πόντο και την Παφλαγονία
Πρόλογος - Επιμέλεια: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης Εκδοτική ομάδα: Σταύρος
Θ. Ανεστίδης, Μαρία Α. Γαβρίλη, Βερονίκη Δαλακούρα, Ματούλα Κουρουπού
εκδ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2016
σελ. 674
Πηγή: Καθημερινή