Μαρτυρίες Πόντου: Στο παπόρ’ απάνω, πεθαίνανε και τους ρίχναμε στο νερό… |
Δέσποινα Τσαουσίδου
Γεννήθηκε το 1913 στο Μιστί Καππαδοκίας
Κατοικεί στο Νέο Αγιονέρι Κιλκίς
Μια από τις αναμφίβολα κορυφαίες στιγμές του οδοιπορικού στον κόσμο των προσφύγων είναι η συνάντηση με τους Έλληνες που ζούσαν στα βάθη της Ανατολής. Η Δέσποινα Τσαουσίδου ή «κάκα (=γιαγιά) Δέσποινα» όπως τη φωνάζουν με σεβασμό οι νεότεροι στο χωριό της, το Νέο Αγιονέρι Κιλκίς, είδε το πρώτο φως στην Καππαδοκία πριν 98 χρόνια.. Δεν είναι όμως και σίγουρη για την ηλικία της επειδή «δε μας τα λέγαν, δεν τα ξέραμε γιάβρουμ…». Πατρίδα της το Μιστί Καππαδοκίας, το σημερινό Κονακλί, συνδεδεμένο οδικά με σημαντικούς οικισμούς της περιοχής, όπως η Νίγδη, η Καισάρεια και το Νέβσεχιρ. Στις αρχές του 20ου αιώνα εκτιμάτο ότι ζούσαν στο Μιστί περίπου 800 οικογένειες, περίπου 4.500 άτομα, που ήρθαν στην Ελλάδα τελευταίοι, το 1924.
* Συνέντευξη στον Ιάσονα Χανδρινό, Νέο Αγιονέρι Κιλκίς, 8 Ιουλίου 2010
Η κάκα Δέσποινα μας ρωτάει αν θέλουμε να μας μιλήσει Ελληνικά ή «Μιστιώτικα» και αφού τη διαβεβαιώσαμε ότι θέλουμε να μας μιλήσει στη γλώσσα της ξεκίνησε μια ιστορία σύντομη αλλά από αυτές που σπάνια έχει την τύχη να ακούσει κανείς.
«Στο Μιστί πρώτα λίγοι [Χριστιανοί] ήταν. Και εποίκανε εκκλησίες σε καταφύγια….Σε σπηλιές. Μετά σιγά-σιγά είπαν να κάνουν και εκκλησία. Κάμαν την εκκλησία, έγινε η Ανταλλαγή, όλα τα αφήσαμε…». Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητα τους ήταν τα τουρκικά και τα «μιστιώτικα», η ελληνική διάλεκτος της Καππαδοκίας. Τα ευαγγέλια ήταν γραμμένα στα τουρκικά με ελληνικούς όμως χαρακτήρες: «Τουρκικά διαβάζαμε. Ελληνικά τα μάθαμε τσαούδ (=εδώ). Πού να τα μάθουμε στην Τουρκία; Δε μας πηγαίνανε σε σχολείο…».
Στο Μιστί της Καππαδοκίας, οι Έλληνες ασχολούνταν με τη γεωργία και ήταν ειδικευμένοι παπλωματάδες: «Οι γονείς μας είχαν χαψάρα (=ρόκα, ερχόντανε μέχρι το Χαλέπι και κάναν εμπόριο. Μόνο σιτάρι σπέρναμε εκεί και σίκαλη…Τότες ερχόντανε οι άντρες, θέριζαν τα χωράφια. Πήραν και μένα για να βοσκίσω τα βόδια εκεί. Ήρθε μεσημέρι, το βόδι θέλει νερό. Έκατσα στο γαϊδούρι απάνω, τα βόδια μπροστά να πάμε στο χωριό. Έχασα το δρόμο…Που να πάω, που; Κρούγω (=χτυπάω) το γαϊδούρι, τίποτα! Όταν πήγα πλατεία, βλέπω έρχονται καλά. Α, τα βόδια έξυπνα, λέω, έρχονται [μόνα τους] στο σπίτι…».
Για τους Χριστιανούς της Καππαδοκίας, ο διωγμός δεν ήταν συνέπεια εχθροπραξιών. Πόλεμος δεν έφτασε ποτέ εκεί: «Δε μας πείραζαν οι Τούρκοι, όλοι ήτανε γνωστοί. Τα Χριστούγεννα έρχουνταν, χορεύανε, τραγουδούσανε μαζί…Τι άλλο να ξέρω γιάβρουμ;…».
Ο δρόμος από τα βάθη της Μικράς Ασίας ήταν μακρύς και δύσκολος: «Όλα ανοιχτά ήταν [όταν φύγαμε]. Τέτοιον καιρόν [είχε]. Αφήκαμε τα χωράφια μας σπαρμένα και σηκωθήκαμε. Ύστερα πήγαμε στην πόλη μας, το κάστρο, είχε ντούτια (=μούρα) και φρούτα. Σηκωνόμαστε το πρωί, έπεφταν τα φρούτα, τρωγίσκαμε…Πώς ήρθαμε; Περπατήσαμε 6 ώρες δρόμο. Κοιμηθήκαμε εκεί, στους Τούρκους. Ήταν γνωστοί Τούρκοι, κοιμηθήκαμε σ’ αυτούς 2-3 βραδιές. Ήρθε διαταγή να φύγουμε. Το πρωί σηκωθήκαμε. Με τα κάρα. Πέντε άτομα, τι να φορτώσεις που έχασες το γομάρι; Απ’ εκεί κατεβήκαμε στο Μερσίν (Μερσίνα). Όταν ανεβήκαμε στο παπούρ (=καράβι), κοιμηθήκαμε όλοι πάνω…Πολύ τραβήξαμε. Δεκαπέντε μέρες κλεισμένοι μέσα. Διότι σε ένα παπούρ ολόκληρο με ανθρώπους μέσα, άλλος πέθαινε και τον ρίχνανε στο νερό…».
Η πρώτη εικόνα από τον Πειραιά ήταν οι σκελετοί των πλοίων: «Είχα ένα θείο που έδειχνε δύο πλοία που βούλιαξαν. Ήταν πολεμικά, λέει, νίκησαν και τώρα τα βούλιαξαν (=παροπλισμένα). Φαίνονταν μόνο τα φουγάρα τους. Στον Πειραιά, κατέβασαν μας στα τέλια (=σύρματα). Πόσα άτομα; Ένα χωριό γιομάτο…χωρίς χτένισμα, χωρίς λούσιμο…Δό κορίτσια μικρά πέθαναν εκεί στον Πειραιά. Ο μπαμπάς της να ολούει (=ουρλιάζει): “ Μαρίναααα μ΄!” Έξι χρονών ήταν μόνο και αρρώστησε. Κάτω εμείς δεν κατεβήκαμε απ’ την αρχή. Να καταβούμε εμείς, που να μας βάλουνε? Δεν είχε ανθρώπους. Πήρανε αλογούδα μηχανία (=τη μηχανή που κουρεύουν τα άλογα) και πήραν τα κεφάλια μας όλα. Όλα! Μικρά, μεγάλα…Τα ρούχα μας ένα δέμα, τα πήρανε. Τα βάλανε στο νερό (=στον κλίβανο) και μετά μας τα φέρανε, έβαλάν τα. Ένα κορίτσι δεν ήρθαν τα ρούχα του. Όλοι φόρεσαν, ντύθηκαν, εκείνο τίποτα. Τι να κάνει η καημένη, πήγε σε μια γωνιά και κάθισε. Ύστερα ανέβα στο παπούρ. Πού να πάμε; Να πάμε στην Ήπειρος. Κατέβηκάν μας στην Πάργα. Θάλασσα είχε, βγήκαμε. Η μάνα μου είχε ακόμα ένα παιδί, εκεί πέθανε. Επήγε σ’ ένα δέντρο και άρχισε να αγριά. Με κάρα και άλογα μας πήγαν στη Μαζαρακιά (ανάμεσα Ηγουμενίτσα-Πάργα), ύστερα πήγαμε στο χωριό. Δε μας πήραν μέσα. Εκεί ζούσε κι ένας Τούρκος, δεν έφυγε. Ήτανε πλούσιος πολύ. Είχεν 80 μελίσσια. Ένα καιρό εκάτσαμε εκεί, δύο χρόνια. Μετά στείλανε τους άντρες στη Θεσσαλονίκη, βρήκαν αυτό το χωριό και το παλιό (σ.σ. το Παλιό και το Νέο Αγιονέρι Κιλκίς), έρθαμε εδώ, μας έκοψαν την κληρωσιά (σ.σ. χωράφια)».
Οι συνθήκες ζωής ήταν οριακά ανεκτές: «Λάσπη και γαλγάνια (=γαϊδουράγκαθα), τίποτα άλλο…Ο πατέρας μου είχε ένα πανταλόνι, το φόρεσε, άρχισε να σκιστεί. Πήγε στην Πόλη, αγόρασε ένα πανταλόνι. Το έβαλε μια Κυριακή, ύστερα το δίπλωσε και το έβαλε στην ντουλάπα. Μέχρι Κυριακή τ’ άφησε, πάει να το ξαναβγάλει, ήταν όλο κουρέλια. Ποντικός!»
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες ήρθαν αργότερα, στον «ελασίτικον καιρόν» όταν το χωριό θρήνησε πάνω από 180 θύματα την περίοδο 1943-1944.