«Ποντιακή, μια δυναμική διάλεκτος» |
της Γιώτας Ιωακειμίδου*
Το υπόβαθρο της ποντιακής διαλέκτου στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι η ιωνική διάλεκτος, η οποία βεβαίως είναι η βάση και της αττικής διαλέκτου.
Η Ιωνική διάλεκτος είχε ένα ιδιαίτερο γόητρο. Ήταν η διάλεκτος που μιλιόταν στις πλούσιες πόλεις της μικρασιατικής ακτής, όπου γεννήθηκαν οι πρώτοι σοφοί, ο Θαλής, ο Ηράκλειτος, ο Ηρόδοτος. Η διάλεκτος του Ομήρου ήταν και αυτή κατά βάσει ιωνική. Το βασικότερο από όλα είναι ότι ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου ήταν οι Αθηναίοι, έτσι η ιωνική συναντιέται με την αττική διάλεκτο και προκύπτει η «αττικοιωνκική», η πιο ισχυρή διάλεκτος της αρχαιότητας, γιατί μιλιόταν στην «αυτοκρατορία» της εποχής εκείνης, την αθηναϊκή αυτοκρατορία. Η αττική διατηρώντας τα ιωνικά χαρακτηριστικά της εξελίσσεται στην «αττική» διάλεκτο, η οποία θα αποτελέσει το υπόβαθρο της ελληνιστικής κοινής, η οποία υπήρξε η lingua franga (γλώσσα επικοινωνίας) για πολλούς αιώνες.
Η ποντιακή επομένως έχει στο υπόβαθρό της την ιωνική διάλεκτο, αλλά και πολλά στοιχεία της αττικής διαλέκτου.
Η λέξη σαρπίν στα ποντιακά είναι η ξύλινη αποθήκη, όπου φύλαγαν τα γεωργικά προϊόντα. Στην αττική διάλεκτο είναι η λέξη σάρπος που σήμαινε το ξύλινο κιβώτιο.
Η ποντιακή διατήρησε την αρχαία λέξη φυτουργός με την ίδια σημασία, ο κηπουρός, ο αμπελουργός, ο καλλιεργητής της γης γενικά. Τη λέξη βρίσκουμε τη σημασία αυτή και στους κώδικες της μονής Βαζελώνα. Η λέξη είναι αθησαύριστη και δεν υπάρχει στο λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου.
Το ρήμα γλοιάζω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει συχνοκλείνω ή μισοκλείνω τα μάτια, στα ποντιακά διατηρήθηκε το ρήμα, αλλά διευρύνθηκε η σημασία του, σημαίνει γλιστρώ.
Το ουσιαστικό εδέρος, μέρος όπου καταφεύγει κάποιος να προστατευτεί από την βροχή και το ρήμα εδερέγουμαι, καταφεύγω σε σκεπασμένο μέρος για να προφυλαχτώ από τη βροχή, είναι λέξεις παράγωγες από την αρχαία λέξη δέρρις ή δέρις, δερμάτινα παραπετάσματα από δέρμα που τα κρεμούσαν στα πλοία για να προστατευτούν από τα εχθρικά βέλη. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος κατατάσσει τη λέξη στα άγνωστης ετυμολογίας.
Το ρήμα εξαρτεύω προέρχεται από το εξαρτύω σημαίνει ό,τι περίπου και το αττικό ρήμα, τακτοποιώ, διευθετώ.Η σημασία όμως διευρύνθηκε και σημαίνει εθίζω κάποιον σε κάτι, τον ασκώ σε κάτι. Το ρήμα στη μέση φωνή εξήρτυμαι = είμαι έτοιμος, προετοιμασμένος, ενώ το αντίστοιχο ποντιακό ξαρτεύκουμαι = εξασκούμαι, εθίζομαι.
Λαρώνω, θεραπεύω από το ρήμα ιλαρεύομαι = γίνομαι περιχαρής
Ο ποιητικός τύπος δισσοί = δύο απαντάται σε ένα ποντιακό παραμύθι «έσαν δίσσ(οι) ψεύτη, ο ένας είπεν ας πάω ευρήκω τον άλλον ψεύτεν»
Βουκολείον το βόσκημα της αγέλης, από την λέξη βουκόλιον = αγέλη βοδιών
Το σιλίγνιν ή σιλέγν ή σιλέιν στην Χαλδία, το άσπρο σιτάρι από την λέξη σιλίγνιον το ασπροσίταρο που οι Έλληνες πήραν από τους Ρωμαίους.
Η χαμαιλέτε ο ποντιακός μύλος από την λέξη αμυλίτης = ο μύλος
Συγκρέβω το άψιμον από την πρόθεση συν+κρύπτω, παραχώνω την φωτιά
Η νοσσάκα, η μικρή κότα από την λέξη νόσσαξ-νοσσάκιον η μικρή όρνιθα
Το δουμάκ, είναι το λίπος, αλλά και η παχιά ουρά του προβάτου, από την λέξη δημάς = λίπος
Το κουρούμπ είναι ο ανθοφόρος βότρυς του φυτού, ο μπουμπούκι, από τη λέξη κόρυμβος με την ίδια ακριβώς σημασία και στα αρχαία ελληνικά
Αιγιλώπ και γιλώπ, ζιζάνιο των σιτηρών από την αρχαία αιγίλωψ = ζιζάνιο άγριο
Στη Χαλδαία το λειρί της κότας και του κόκορα λέγεται κιτάρ. Είναι η αρχαία λέξη κίδαρις ή κίταρις που σημαίνει περσικό κάλυμμα κεφαλή, κάτι σαν βασιλική τιάρα, συνώνυμη λέξη στα αρχαία «κυρβασία».
Το χαρακτηριστικό της ποντιακής διαλέκτου είναι ότι από την αρχαία λέξη παράγει και άλλες λέξεις, είναι μια δυναμική διάλεκτος. Σύμφωνα με τη γλωσσολογία νεκρή είναι μια γλώσσα ή διάλεκτος η οποία δεν έχει πια φυσικούς ομιλητές. Η ποντιακή θα επιβιώσει, γιατί υπάρχει το ενδιαφέρον της νέας γενιάς να τη μάθει και να τη διατηρήσει. Όταν χάνεται μια διάλεκτος, χάνεται ένα κομμάτι πολιτισμού. Αν χαθεί η ποντιακή, θα χαθεί και μια όψη της ελληνικής γλώσσας, ένας κρίκος της ελληνικής με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος
Πηγή: Schooltime