Ποντιακά έθιμα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς στο Θρυλόριο |
του Διονύση Βοργιά
Κάθε τόπος έχει τα δικά του έθιμα και ο κάθε σύλλογος τη δική του πολιτισμική κληρονομία. Εμείς ζητήσαμε από πέντε πολιτιστικούς συλλόγους που δραστηριοποιούνται στη Ροδόπη να μας καταθέσουν από ένα έθιμο, μία εμπειρία ή ένα βίωμα σχετικά με την περίοδο των εορτών, Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς.
Ο πρόεδρος του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής Στέφανος Κούκλαρης, η πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ποντίων Θρυλορίου "Η Κερασούντα και Το Γαρς" Χρύσα Μαυρίδου, ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Χορευτικού Συλλόγου Θρακών Κομοτηνής Χρήστος Τζερνικούδης, ο πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών νομού Ροδόπης Γιάννης Τζαμπάζης, η πρόεδρος της Στέγης Πολιτισμού Παράδοσης και Λαογραφίας "Φιλοτέχνες" Ιωάννα Αλμπανίδου. Οι ίδιοι με τη βοήθεια των διοικητικών συμβουλίων των συλλόγων και των μελών, καταθέτουν τα κείμενα των συλλόγων τους.
Στο παρόν δημοσίευμα ο λόγος στον Σύλλογο Ποντίων Θρυλορίου!
«Κάλαντα καλός καιρός τα πάντα και του χρόνου. Όπως ανοίγω το νερόν ν’ ανοίεται κ’ η τύχη μ’ κι όπως τρέχ’ το νερόν να τρέχ’ η ευλογία».
Με αυτή την ευχή το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, οι Πόντιοι του Θρυλορίου πήγαιναν στην πηγή ή στο πηγάδι, από όπου προμηθεύονταν το πόσιμο νερό και «εκαλαντίαζαν το νερόν». Το καλόπιαναν δηλαδή με διάφορα δώρα όπως ξηρούς καρπούς (λεφτοκάρια, καρύδια), ξερά σύκα, ξυλοκέρατα, γλυκά, φρούτα κ.λ.π., για να μην κοιμηθεί και σταματήσει να ρέει ή κατά μια άλλη εκδοχή, που κατέγραψα από τους ηλικιωμένους του χωριού μας στο Θρυλόριο, για να μην αλλάξει η ροή του και αρχίσει να κυλάει ανάποδα.
«Ο πατέρα μ’, έρθαι και εγέρασεν και εκαλαντίαζεν το νερόν. Μεσανυχτί επαίνεν ’ς ση μάνα τη νερού» (Ο πατέρας μου ήρθε και γέρασε και καλαντίαζε το νερό. Μεσάνυχτα πήγαινε στη μάνα του νερού), θυμάται η Δέσποινα Ναβροζίδου για τον πατέρα της Λάζαρο Μαυρίδη. Η «μάνα του νερού» είναι η πηγή από όπου οι Θρυλοριώτες έπιναν νερό τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους στο Θρυλόριο.
Τα ελεύθερα κορίτσια επιδίωκαν να πάνε στο «καλαντίασμα τη νερού», γιατί ήξεραν ότι τα παλληκάρια καιροφυλακτούσαν για να φάνε τα φρούτα που θα άφηναν στο πηγάδι, όταν αυτές αποχωρούσαν. Το παλληκάρι που θα έτρωγε τα φρούτα της συγκεκριμένης κοπέλας, θα έδειχνε το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν.
Αφού άφηναν τα δώρα τους στο πηγάδι, έπαιρναν νερό και το πήγαιναν στο σπίτι. Αυτός που κουβαλούσε το νερό, μέχρι να το πάει στο σπίτι δεν κοιτούσε πίσω του ούτε μιλούσε σε κανέναν, γιατί πίστευαν ότι οι μαϊσσάδες (μάγισσες) θα τους έπαιρναν τη λαλιά. Γι’ αυτό και το ονόμαζαν «αμίλητο νερό», σύμφωνα με τη μαρτυρία της αείμνηστης Ελένης Αποστολίδου, από το οποίο έπινε όλη η οικογένεια και με αυτό ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τις αποθήκες, τα ζώα, τα χωράφια κ.λ.π.
Ένα άλλο έθιμο στο οποίο έδιναν ιδιαίτερη σημασία οι πρόγονοι μας στο Θρυλόριο ήταν το ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς. Αυτός που συνήθως έκανε ποδαρικό στο σπίτι ήταν το «πρωτικάρ’», το πρωτότοκο παιδί της οικογένειας ή ένα μικρό παιδί, γιατί θεωρούνταν αναμάρτητο ή πολλές φορές κάποιο ζώο όπως αρνάκι ή σκυλί. Απέφευγαν την 1η Ιανουαρίου να πηγαίνουν στα ξένα σπίτια, μήπως τους κατηγορήσουν για κακό ποδαρικό «Ο γουρσούης σίτε μπαίν’ σ’ έναν οσπίτ’ απέσ’, εείνο τ’ οσπίτ’ χαϊρ’ ’κ’ έχ’» (Ο γρουσούζης όταν μπαίνει μέσα σε ένα σπίτι, εκείνο το σπίτι δεν έχει ευλογία), έλεγαν. Αν πάλι η χρονιά ήταν καλή, απέδιδαν το γεγονός σ’ αυτόν που τους έκανε ποδαρικό και του ζητούσαν να μπει ξανά πρώτος στο σπίτι τους. Έλεγαν «Ας σο χαϊρλούδικον το ποδαρικόν η δουλεία πάει εμπροστά» (Από το γούρικο το ποδαρικό η δουλειά πάει μπροστά).
Τόσο το βράδυ των Χριστουγέννων, όσο και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε "χριστοκούρ" και "καλαντοκούρ" αντίστοιχα.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο με όλα τα καλά, όχι μόνο για την οικογένεια αλλά και για όποιον θα περνούσε να πει τις ευχές του. Συνήθιζαν μάλιστα, να κάνουν ομαδικές επισκέψεις και να γλεντούν με τη λύρα μέχρι το πρωί και για μέρες ακόμη.
Δεν ξεχνούσαν όμως και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Κρατούσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, νηστεία, πήγαιναν στην εκκλησία. αλλά και ζητούσαν συγχώρεση από αυτόν με τον οποίο είχαν χαλάσει τις καρδιές τους. Τέλος βοηθούσαν όσους είχαν ανάγκη.
Έτσι με αγάπη, ευλάβεια, πίστη και αλληλοσεβασμό περνούσαν τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων οι πρόγονοι μας και φυσικά με πολλές εγκάρδιες ευχές.
«Κάλαντα και καλός χρόνος, τ’ ολωνών να χάτ’ ο πόνος.
Κάλαντα καλή χρονία, λάχ’ (μακάρι) χάται ανεχετία (ανέχεια).
Κάλαντα και νέος χρόνος, ν’ ανοί’(ανοίξει) ο καλόν ο δρόμος.
Κάλαντα νεοχρονία, χαρά, γέλος και δουλεία.
Κάλαντα και νέον έτος, ευτυχία σ’ όλτς οφέτος»
Χρύσα Μαυρίδου Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ποντίων Θρυλορίου «Η Κερασούντα και το Γαρς»
Πηγή: Χρόνος