Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Ταξιδεύοντας στον Πόντο: Μια ιδιότυπη μορφή τουρισμού της νοσταλγίας

Ταξιδεύοντας στον Πόντο: Μια ιδιότυπη μορφή τουρισμού της νοσταλγίας
Ταξιδεύοντας στον Πόντο: Μια ιδιότυπη μορφή τουρισμού της νοσταλγίας

Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου η Μυροφόρα Ευσταθιάδου παρουσίασε το θέμα της Διδακτορικής Διατριβής της, ενώπιον της επταμελούς επιτροπής καθηγητών και με επιβλέπουσα την Επίκουρη Καθηγήτρια Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ρέα Κακάμπουρα. Παρών ήταν και ο Ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας κ. Μιχάλης Γ. Μερακλής, ως μέλος της τριμελούς επιτροπής του Διδακτορικού. Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο.

Η Διατριβή εγκρίθηκε ομόφωνα με "Άριστα" και είναι αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα της, Στάθη Ευσταθιάδη!

Η διατριβή αναζητά και μελετά τη νοσταλγία των απογόνων των Ποντίων προσφύγων για την ιστορική τους πατρίδα, τον Πόντο και τους λόγους που τους ωθούν σήμερα προς στην προγονική γη.

Η αναζήτηση της ιστορικής πατρίδας εμπεριέχει μια ενδοσκόπηση, μια εσωτερική αναζήτηση, ατομική και οικογενειακή. 

Για το λόγο αυτό, αναλύεται η ποντιακή ταυτότητα και η ταυτότητα, εν γένει. Διευκρινίζονται οι όροι «Πόντιος», «Ρωμαίος», «Ελληνοπόντιος», «Ρωσοπόντιος», «Rum». Μελετάται η εθνοτοπική και εθνοτικο-τοπική ταυτότητα, μέσω μιας ανασκόπησης της διαμόρφωσής της στην Ελλάδα και την Τουρκία, από το 1923 έως σήμερα. Αναζητούνται κοινά σημεία, διαφοροποιήσεις, επιβολές, επιλογές, επιβιώσεις πολιτισμικών στοιχείων.

Καθώς η έρευνα βασίζεται σε συνεντεύξεις προσκυνητών στον Πόντο που ξεδιπλώνουν ο καθένας την προσωπική του μαρτυρία, η μνήμη, ατομική και συλλογική και το τραύμα της συλλογικής μνήμης έχουν κυρίαρχο ρόλο στο θεωρητικό μέρος και κατά τη διάρκεια της έρευνας. Το τραύμα στη συλλογική μνήμη μεταφέρεται στις νεότερες γενιές ως μια δεδομένη κληρονομιά. H αναζήτηση του τραύματος ξεκινά από τα πρώτα ταξίδια στον Πόντο, της πρώτης προσφυγικής γενιάς, τα οποία παρατίθενται στη διατριβή με αποσπάσματα που αποτυπώνουν την απώλεια, τη νοσταλγία, την έννοια της πατρίδας.

Ο τουρισμός της νοσταλγίας αποτελεί τη συνισταμένη άλλων ειδών τουρισμού (προσκυνηματικού, θρησκευτικού, πολιτισμικού). Η «συνάρθρωση ψυχής και σώματος στον πόνο» (Α. Λυδάκη) κατά την επίσκεψη στην προγονική γη βιώνεται πολλαπλώς. Οι νοσταλγικές αναφορές δημιουργούν συνοχή στην ομάδα, που αποτυπώνεται στο γενικό πλαίσιο του «heritage tourism», που θεωρείται ένα από τα ποιοτικότερα είδη τουρισμού.

Όντας οι πληροφορητές νοσταλγοί-τουρίστες, διαμορφώθηκαν και τα ζητούμενα της έρευνας που αφορούν κυρίως την πρόσληψη της έννοιας της «πατρίδας» ως τόπου του θρύλου και ως ιδιάζουσας ταξιδιωτικής εμπειρίας, την ταυτοποίηση ή μη των οικογενειακών διηγήσεων, την εικόνα που έχουν διαμορφώσει οι προσκυνητές για τον τόπο (μέσα από βιβλία, διαδίκτυο κ.ά.) και την πρόσληψη της κοινής ποντιακής ταυτότητας με τους ντόπιους κατοίκους του Πόντου.


Η αγωνία αποτυπώνεται λεκτικά ως «τάμα», «καημός», «χρέος», «όνειρο», επιβεβαιώνοντας και με τον τρόπο αυτό τον προσκυνηματικό χαρακτήρα του ταξιδιού. Ο τόπος είναι οικείος όπως η οικογένεια και άπιαστος όπως το όνειρο, κοντινός όπως η πατρίδα και μακρινός όπως μια ξενιτιά.

Παράλληλα με τις οικογενειακές αναζητήσεις μελετάται και η επιθυμία των επισκεπτών να αντικρίσουν τη ζώσα καθημερινότητα στον Πόντο, προσδίδοντας και μια «λαογραφική» διάσταση στο ταξίδι.

Μια από τις πρώτες κινήσεις των προσκυνητών είναι να πάρουν χώμα, νερό και πέτρες από τους ιδιαίτερους τόπους καταγωγής, να τα μεταφέρουν στην Ελλάδα και να τα εναποθέσουν κυρίως σε τάφους προγόνων. Η μεταφορά του χώματος αποτελεί, στην ουσία, μία συμβολική αναπαράσταση της πορείας των προγόνων, από τον Πόντο, στην Ελλάδα. Έτσι, η «ύλη» επαναλαμβάνει την πορεία του ανθρώπου.

Ιδιαίτερο κεφάλαιο στη διατριβή αφιερώνεται στην επίσκεψη των προσκυνητών στην Παναγία Σουμελά, κατά τη διάρκεια της επαναλειτουργίας. Η διάχυτη συγκίνηση, η φωτογράφηση και η ταυτοποίηση των διηγήσεων σε έναν εμβληματικό τόπο μνήμης, αλλά και ορισμένες εθνογραφικές παρατηρήσεις καταγράφηκαν και αναλύθηκαν στα αντίστοιχα κεφάλαια.

Οι παραμνησίες, οι υπερβολικές διεγέρσεις δηλαδή της μνήμης (M. Halbwachs), η ενσώματη μνήμη και οι διατροφικές αναμνήσεις μελετώνται ιδιαίτερα, καθώς συνδέουν άμεσα το παρόν με το παρελθόν.

«Δεν υπάρχει τίποτα που να μας συνδέει συναισθηματικά με τους νεκρούς όσο η γλώσσα» (B. Anderson) και αυτό αποδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο στον Πόντο, καθώς η αναζήτηση του «οικείου» συνδέει το χρόνο με τους σημερινούς κατοίκους του Πόντου. Η ποντιακή διάλεκτος «εμπεριέχει» πατρίδα και στον Πόντο αποκτά ξανά χρηστική αξία, καθώς αποτελεί ένα βασικό μέσο συνεννόησης. Παρατηρείται μια γλωσσική προσαρμογή των επισκεπτών, ένα πρόσκαιρο «ιδίωμα» της ποντιακής διαλέκτου, μία ανάμειξη λέξεων και καταλήξεων από τους Πόντιους της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Καθώς «ο χρόνος εγγράφεται στο μνημειακό πολιτισμό (Μ.Γ. Μερακλής) και «κάθε πέτρα, χτίσμα, αντικείμενο δεν είναι μόνο χωρικό αλλά και χρονικό αντικείμενο», η Τραπεζούντα είναι απτό παράδειγμα, ως πόλη με έντονη μνημονική διάσταση. Τα Κάστρα των Κομνηνών και άλλα μνημεία δεσπόζουν στον τόπο. Η πόλη υπήρξε για αιώνες κέντρο διακομιστικού εμπορίου με την κατάληξη εκεί του περίφημου δρόμου του μεταξιού (ipek yolu). Όλα αυτά λειτουργούν καταλυτικά στη σκέψη και στις αφηγήσεις των ταξιδιωτών. Περιγράφουν με ενθουσιασμό και την παραδοσιακή αγορά της πόλης, τους κατασκευαστές κοσμημάτων και τους χαλκωματάδες. Περπατούν στο ιστορικό κέντρο, τον άλλοτε αγαπημένο προορισμό των ξένων περιηγητών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν ήταν η εποχή που αντίκριζαν την Ανατολή ως κάτι «εξωτικό», και εντυπωσιάζονται από την κοσμοπολίτικη διάσταση από τη μια και την ύπαρξη της ποντιακής ταυτότητας από την άλλη, με τα σουβενίρ με ποντιακό χαρακτήρα και τα παλαιά αντικείμενα, όπως σκεύη, κοσμήματα, νομίσματα, που γίνονται «οχήματα της κοινωνικής μνήμης» (Μαυραγάνη), αποκτώντας μια δεύτερη χρηστική διάσταση.

Οι επαγγελματίες του τουρισμού συμπεραίνουν πως ο «Πόντος» είναι ένας δύσκολος προορισμός, καθώς η συναισθηματική φόρτιση είναι έντονη και δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο κέρδους, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις (θετικές και αρνητικές) που παρατήρησαν με την αθρόα τουριστική προσέλευση στον τόπο.

Η Μυροφόρα Ευσταθιάδου παρουσιάζει τη Διδακτορική της Διατριβή, ενώπιον της επταμελούς επιτροπής καθηγητών και με επιβλέπουσα την Επίκουρη Καθηγήτρια Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ρέα Κακάμπουρα
Η Μυροφόρα Ευσταθιάδου παρουσιάζει τη Διδακτορική της Διατριβή, ενώπιον της επταμελούς επιτροπής καθηγητών και με επιβλέπουσα την Επίκουρη Καθηγήτρια Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ρέα Κακάμπουρα

Με την επίσκεψη στον Πόντο, μετατοπίζεται το ενδιαφέρον από τον «τόπο» στον «άνθρωπο», επανέρχεται στο προσκήνιο η τοπική ταυτότητα της πρώτης προσφυγικής γενιάς, αναπλάθεται μια ευρύτερη έννοια της πατρίδας και δημιουργούνται σύγχρονα βιώματα. Ο Πόντος αποτελεί και σήμερα πηγή άντλησης δύναμης (αναλύεται το παράδειγμα του Γιώργου Ζαχαριάδη, που βρέθηκε μαζί με τους προσκυνητές σε ένα από τα ερευνητικά ταξίδια).

Η συναισθηματική φόρτιση των προσκυνητών φαίνεται από τα παρακάτω επιλεγμένα αποσπάσματα των συνεντεύξεών τους, που οδήγησαν σε ποιοτικές μεθόδους έρευνας, καθώς το ζητούμενο είναι ο άνθρωπος και όχι μερικά στατιστικά δεδομένα:

«Η σκιά της μάνας μου ήταν εκεί»
«Πήγα στα μνήματα και είπα....πάππο έρθα!»
«Πήρα ανάσα από την ανάσα τους»
«Είδα τον παππού μου και τη γιαγιά μου, ήταν όλοι εκεί!»
«Πήρα χώμα και νερό....ίσως αυτό μπορεί να αναστήσει τους δικούς μου»
«Δε θέλω άλλο αίμα, να διευθετηθούν αναίμακτα κάποια πράγματα»
«Κοιτάζοντάς τους στα μάτια δε μπορείς να τους μισήσεις»
«Είναι η προαιώνια πατρίδα»
«Είναι ο οικογενειακός μου κώδικας»
«Είναι η προέκταση του εαυτού μου»
«Είναι ο πόνος που δε γιατρεύτηκε ποτέ»
«Για τον Πόντο θα πουλούσα τα πάντα και αυτοί πούλησαν εμένα! Γιατί με ανταλλάξανε;;;»