Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

93 χρόνια μετά η γιαγιά Παναήλα διηγείται το ταξίδι του ξεριζωμού από τον Πόντο στην Ελλάδα

93 χρόνια μετά η γιαγιά Παναήλα διηγείται το ταξίδι του ξεριζωμού από τον Πόντο στην Ελλάδα
93 χρόνια μετά η γιαγιά Παναήλα διηγείται το ταξίδι του ξεριζωμού από τον Πόντο στην Ελλάδα

της Σουζάνας Θεοδωρίδου

Τον περασμένο μήνα, στα μέσα Ιανουαρίου αναρτήθηκε για πρώτη φορά στο youtube το ντοκιμαντέρ «Οι μνήμες ξυπνούν 93 χρόνια μετά…», του περσινού τμήματος Β3 του 15ου Δημοτικού Σχολείου Δράμας, το οποίο κατέκτησε το 1ο Βραβείο στην κατηγορία Ταινία Τεκμηρίωσης / Ντοκιμαντέρ, με δασκάλα την κα. Μαρία Καραβασίλη, στον πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό με θέμα: «Ποντιακός Ελληνισμός: μνήμες και όνειρα, παρελθόν, παρόν και μέλλον».

Οι μαθητές, έπρεπε να δημιουργήσουν με βάσει το θέμα αυτό, από ποιήματα και διηγήματα μέχρι ιστοσελίδες, μπλογκ, εικαστικά έργα, ζωγραφιές, αφίσες, σκίτσα, παραμύθια, εφημερίδες, ντοκιμαντέρ κ.α. Σκοπός του διαγωνισμού ήταν, αφού γνωρίσουν οι μαθητές την ιστορία και τον πολιτισμό των Ποντίων, να δημιουργήσουν κάτι πάνω σε αυτό.

Με το τέλος των εργασιών, επιλέχθηκαν να βραβευτούν μεταξύ πολλών άλλων σχολείων στην Ελλάδα, τμήματα του 15ου Δημοτικού Σχολείου Δράμας και του 3ου Δημοτικού Σχολείου Προσοτσάνης. Η βράβευση έγινε τον Νοέμβριο του 2017, σε αίθουσα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη. Οι μαθητές του τμήματος Β3 του 15ου Δημοτικού Σχολείου Δράμας, συγκίνησαν την επιτροπή του Διαγωνισμού, αφού τους δόθηκε η ευκαιρία στο ντοκιμαντέρ να συνομιλήσουν με την υπερήλικη σήμερα, πρόσφυγα από την Τραπεζούντα, γιαγιά Παναήλα.

Στο ντοκιμαντέρ λοιπόν, περιγράφεται η πορεία της γιαγιάς Παναήλα, πρόσφυγας από την Τραπεζούντα, η οποία στα έξι της χρόνια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα της, με την οικογένεια της και πλήθος άλλων Ελλήνων του Πόντου. 93 χρόνια μετά, οι μαθητές του Β3 την επισκέφθηκαν και της πήραν συνέντευξη. Στο ντοκιμαντέρ, η γιαγιά Παναήλα ξαναθυμάται όλη της τη ζωή και τις ταλαιπωρίες που έζησε σε όλο αυτό το ταξίδι της προσφυγιάς.

Παρακάτω παρουσιάζουμε την ιστορία της γιαγιάς Παναήλας, όπως προβάλλεται στο ντοκιμαντέρ. «Αρχές του 20ου αιώνα. Η νεαρή Πηνελόπη Γολικίδου, βρίσκεται στην Τραπεζούντα, ορφανή από μητέρα. Για πολλά χρόνια είναι οικότροφος στην Μέριμνα Ποντίων Κυριών Τραπεζούντας. Το 1910, παντρεύεται τον Γιώργο Τσακαλοφίδη. Αποφασίζουν να ζήσουν στην πατρίδα τους, στο χωριό Κρώμνη, στον μαχαλά Μαντζάντων. Η ζωή, με τα ήδη πέντε παιδιά τους,  κυλάει ήρεμα και ήσυχα για αρκετά χρόνια. Στις 23 Απριλίου του 1918 έρχεται στη ζωή η μικρή Παναήλα, ενώ ακολουθούν άλλα τρία παιδιά. Ήδη, είχαν ξεκινήσει οι διωγμοί και οι ταλαιπωρίες των Ελλήνων του Πόντου από τους Τούρκους. Ο πληθυσμός της Κρώμνης, μειώνεται δραματικά. Το 1924, δίνεται η εντολή να φύγουν και οι τελευταίες οικογένειες της Κρώμνης, με αποτέλεσμα να ζήσουν και αυτοί την προσφυγιά, μαζί με όλους τους Έλληνες του Πόντου. Μετά από μια εβδομάδα πεζοπορίας, φτάνουν ταλαιπωρημένοι στην Τραπεζούντα. Η μικρή Παναήλα, ήταν τότε μόλις έξι χρονών και το μικρότερο αδελφάκι της ήταν λίγων μηνών.

Επίσκεψη στη γιαγιά Παναήλα, 93 χρόνια μετά…

Πώς σας λένε;
Παναήλα

Πόσο χρονών είστε;
Το 1918 γεννήθηκα.

Πώς έλεγαν το χωριό σας στον Πόντο, στην πατρίδα;
Το χωριό μου στην πατρίδα το λένε Κρώμνη.

Τι θυμόσαστε από το χωριό σας;
Θυμάμαι την αυλή. Κάτω ήταν η αυλή μας, με το σπίτι το χαμηλό.

Πώς ήταν το σπίτι σας;
Το σπίτι μου ήταν διώροφο. Το κάτω ήταν χαμηλό, είχε σκάλες και ανεβαίναμε πάνω, στον δεύτερο όροφο.

Γιατί φύγατε από το χωριό σας και πόσο χρονών ήσασταν όταν φύγατε;
Όταν φύγαμε από το χωριό, ήμουν έξι χρονών. Φύγαμε γιατί ήταν Τουρκοκρατία. Μέσα στους Τούρκους ήμασταν. Φύγαμε και ήρθαμε στην Ελλάδα.

Πού πήγατε πρώτα;
Πρώτα πήγαμε στον Γιαλό που λέγανε, στην θάλασσα κοντά. Μας έβαλαν στα πλοία και ήρθαμε με τα πλοία.

Πόσο καιρό ήσασταν πάνω στο καράβι;
Ήμασταν σαράντα ημέρες.

93 χρόνια μετά η γιαγιά Παναήλα διηγείται το ταξίδι του ξεριζωμού από τον Πόντο στην Ελλάδα

Ήσασταν πολλά άτομα στο πλοίο;
Ήμασταν πολλοί. Ήταν κάτω το πλοίο ίσιο, πεδιάδα, και εκεί μένανε.Εμείς ανεβήκαμε πάνω ψηλά, στο κατάστρωμα. Ήταν το τελευταίο. Εκεί όμως δεν είχαμε υπόστεγα, και όταν έβρεχε, βρεχόμασταν. Είχαμε ένα στρώμα από την Τουρκία, που έφερε ο μπαμπάς μου, το έκανε τέντα και καθόμασταν από κάτω. Έβρεχε αλλά δεν βρεχόμασταν. Αλλά αν έβρεχε τρεις μέρες, τότε άρχιζε και έσταζε και λέγαμε «πατέρα εδώ σε εμάς το νερό στάζει». Τι να μας έκανε ο καημένος και εκείνος; Πρόσφυγας ήρθε…

Θυμόσαστε κάτι από το καράβι;
Θυμάμαι ότι καθόμασταν πάνω στο κατάστρωμα, και οι άλλοι ήταν κάτω. Άλλοι ήταν μέσα στα υπόγεια, και καθόντουσαν. Τα υπόγεια ήταν καλά, δεν βρεχόντουσαν, αλλά ήταν κλειστοί μέσα. Εμείς ήμασταν επάνω, ανοιχτά. Βλέπαμε όλο τον κόσμο αλλά όταν έβρεχε, βρεχόμασταν.

Σε ποιο λιμάνι σταματήσατε;
Φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη, και από εκεί ήρθαμε στην Δράμα.

Πού μένατε στην Θεσσαλονίκη, σε αντίσκηνα ή σε σπίτι;
Σε αντίσκηνα μέναμε. Πού να είχαμε σπίτι; Μείναμε σχεδόν ένα καλοκαίρι. Χειμώνα δεν θυμάμαι αν μείναμε, αλλά καλοκαίρι πάντως, μείναμε.

Η ζωή εκεί ήταν εύκολη;
Η ζωή δύσκολη ήταν, με την Τουρκοκρατία. Μέσα στους Τούρκους ζούσαμε. Αν ήταν ο Τούρκος καλός, περνούσαμε καλά. Αν όμως ήταν κακός, και δεν μας ήθελε…

Ήταν καλοί οι Έλληνες στην Ελλάδα;
Καλοί ήταν, βέβαια.

Μετά την Θεσσαλονίκη πού πήγατε;
Στην Καλαμαριά.

Σε ποιο χωριό της Δράμας πήγατε;
Στην Δράμα, πήγαμε στην Κράνιτσα (Δενδράκια).

Πήγατε σχολείο; Πόσο χρονών ήσασταν;
Έξι – εφτά χρονών.

Πώς ήταν το σχολείο, σας άρεσε;
Ωραίο ήταν.

Είχατε τετράδια και μολύβια;
Είχαμε. Μας έδιναν. Έφερνε η Επιτροπή και μας έδινε. Σε άλλον έδινε τετράδια, σε άλλον μολύβια. Είχαμε πλάκες, και μας έδιναν κονδυλοφόρους. Γράφαμε με το κονδύλι πάνω στην πλάκα, τα ονόματά μας, και ό,τι μας έλεγαν.

Πώς έλεγαν την δασκάλα σας;
Την δασκάλα μου την έλεγαν Κατίνα.

Είχατε φίλες;
Είχα, αλλά δεν τις θυμάμαι τώρα τις φιλενάδες μου. Μικρά φύγαμε.

Τι παιχνίδια παίζατε στο σχολείο;
Παίζαμε κυνηγητό, κουτσό, το άψιμο που λέγαμε, παίρναμε «φωτιά» και τρέχαμε.

Πόσα παιδιά ήταν στην τάξη σας;
Στην τάξη μου ήταν είκοσι παιδιά.

Θυμόσαστε να μας πείτε κάποιο ποίημα;
Η Ευγενούλα η μοσχονιά, η μικροπαντρεμένη, εβγήκε και παινεύτηκε πως χάρο δεν φοβάται, γιατί είναι τα σπίτια της ψηλά και ο άντρας της παλικάρι. Γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμήτες, που κάθε κάστρο πολεμούν και χώρα κυριεύουν. Και ο χάρος όπου το άκουσε πολύ του κακοφάνει. Μαύρο πουλί εγένηκε σαν άγριο περιστέρι και βγήκε και σαΐτεψε της μοναχιάς την κόρη. Μες το γιανό το δάχτυλο που έχει το δαχτυλίδι και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρειά δεν έχει, και μπαινοβγαίνει η μάνα της με τα μαλλιά και κλαίει. «Τι έχεις μάνα μου και κλαις, τι έχεις και βαριαναστενάζεις; Πεθαίνεις Ευγενούλα μου και τι μου παραγγέλνεις; Πεθαίνω μάνα μ΄, ντο΄χε γεια και ντύσε μου σαν νύφη και όταν θα’ρθει ο Κωνσταντής να μην μου τον πικραίνεις. Μον δώσ’ του γέμα να γευτεί και ύπνο να δειπνήσει, και άπλωσε το χέρι σου και πάρ΄ το δαχτυλίδι». Και ο Κωνσταντής επρόβαλε στους κάμπους καβαλάρης, με δεκαπέντε φλάμπουρα και εννιά σειρές παιχνίδια, για σταματήστε φλάμπουρα, πάψτε και εσείς παιχνίδια, γιατί σταυρός επρόβαλε απ΄ τα πεθερικά μου. Για πεθερός μου πέθανε, για πεθερά μου χάθει, για απ΄τα γυναικαδέλφια μου κανείς θε να σκοτώθει…Βαριά βίτσα τ΄αλόγου του, στου πεθερού να πάει. Εκεί κοντά, εκεί σιμά, κοντά στο μοναστήρι, βλέπει τον πρωτομάστορα να χτίζει ένα κιβούρι. «Να ζήσεις πρωτομάστορα. Πες μου τίνος είναι αυτό το κιβούρι; Είν’ του ανέμου του καιρού και της ανεμοζάλης. Πες μου το, πρωτομάστορα, πες μου το, μην το κρύβεις… Είναι ο ήλιος που έφεξε, και το φεγγάρι εχάθει. Πες μου το σε παρακαλώ, πες μου το, μην το κρύβεις. Ποιος έχει στόμα να σου πει, γλώσσα να σου μιλήσει. Η Ευγενούλα πέθανε, η πολυαγαπημένη. Κάντο φαρδύ, κάντο πλατύ, κάντο για δυο νομάτους. Βαριά βίτσα τ΄αλόγου του, στου πεθερού να πάει. Βλέπει παπάδες πο’ ψάλλαν και μοιρολογίστρες κλαίνε. Για σταματήστε ψάλτηδες, πάψτε και εσείς μοιρολογίστρες. Χρυσό μαντήλι έβγαλε, την βρήκε πεθαμένη. Σκύβει φιλεί, γλυκά γλυκά,γλυκά την αγκαλιάζει. Χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ΄αργυρό θηκάρι. Ψηλά ψηλά το σήκωσε, στο στήθος του το χώνει. Και έτσι πέθανε και εκείνος και γλίτωσε.

Ευχαριστούμε πολύ, γιαγιά.

Το βίντεο είναι αφιερωμένο στις 353.000 ψυχές ποντίων που χάθηκαν άδικα.


Η δημοσιογραφική ομάδα, απαρτίζεται από τους παρακάτω μαθητές: Παναγιώτα Ζουπίδου, Ελπίδα Κέρου, Νικόλας Κιοσίδης, Χρήστος Κουτρούμπας, Σύλβια Μίρογλου, Διαμαντής Νικολαΐδης, Σωτηρία Σαπουρίδου, Ελένη Συμεωνίδου, Ναταλία Τουλούμη, Σταύρος Χατζηβασιλείου, Χρήστος – Ραφαήλ Χατζηκυριάκου, και η Σοφία Χρυσάγη. Οι υπεύθυνοι εκπαιδευτικοί, είναι ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης και η κα. Μαρία Καραβασίλη.