Γιατί οι Πόντιοι τρώνε στους τάφους; |
Ανέκαθεν, οι Πόντιοι ήταν βαθιά θρησκευόμενοι. Στοιχεία και χαρακτηριστικά της θρησκείας μας άλλωστε διασώθηκαν χάρη στους κρυπτοχριαστιανούς του Πόντου. Διέφεραν αρκετά από τους σημερινούς χριστιανούς, καθώς δεν ικέτευαν μόνο τους Αγίους αλλά κυρίως τους ευχαριστούσαν για κάθε τι, την υγεία τους, τα εύφορα κτήματα, τη δουλειά που πήγαινε καλά. Δεν κατέληγαν στις εκκλησίες υποκινούμενοι από απελπισία. Αντιθέτως, το κίνητρό τους ήταν η ανάγκη να ευχαριστήσουν τον Θεό για όσα απολάμβαναν ήδη. Γι’ αυτό και οι θρησκευτικού περιεχομένου συνάξεις τους ήταν συχνές και ταυτισμένες με αγνά συναισθήματα.
Μάλιστα, για κάθε μεγάλη γιορτή υπήρχε μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη συνήθεια (παράδοση πλέον). Σε αυτές τις συνήθειές τους λοιπόν, γινόταν ιδιαίτερη μνεία στους πεθαμένους πάντοτε.
Αρκεί να ανατρέξει κάποιος σε λαογραφικά βιβλία και θα διαπιστώσει πως οι νεκροί μνημονεύονταν κάθε τόσο, ακόμα και των Θεοφανείων με το άναμμα κεριών την παραμονή της γιορτής. Ένα για κάθε έναν συγγενή ή φίλο που πέθανε κι ένα ακόμα για τον άγνωστο νεκρό.
Τα περισσότερα από αυτά τα θρησκευτικά, ποντιακά έθιμα συνεχίζουν να τηρούνται μέχρι σήμερα και μεταλαμπαδεύονται από γενιά σε γενιά. Άλλα είναι πιο διαδομένα. Άλλα τα γνωρίζουν ακόμα μόνο οι Πόντιοι. Έτσι, εξασφαλίζουν πως δεν ξεχνιούνται οι πρόγονοί τους και ταυτόχρονα οι νεότεροι μαθαίνουν για τους γονείς των γονιών τους, τους παππούδες των παππούδων τους και ούτω καθεξής.
Μία από τις θρησκευτικές παραδόσεις που σώζονται μέχρι σήμερα είναι να συγκεντρώνονται την Κυριακή του Θωμά στα νεκροταφεία και να τρώνε επάνω στα μνήματα.
Γιατί το κάνουν όμως; Τι συμβολίζει αυτό το ταφικό έθιμο; Πρόκειται τελικά για γιορτή ή για μια μακάβρια συνεύρεση;
Για τους Πόντιους είναι γιορτή, κι ας κοσσαράζουν (ανατριχιάζουν) οι υπόλοιποι. Πρόκειται για την αμέσως επόμενη Κυριακή από το Πάσχα (γνωστή ως Αντίπασχα) και ουσιαστικά σπεύδουν να γιορτάσουν το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης, παρέα με τους δικούς τους αποθανόντες.
Ως ευσεβείς χριστιανοί πίστευαν και συνεχίζουν να πιστεύουν πραγματικά στην Ανάσταση του Κυρίου. Θεωρούν πως οι νεκροί δεν χάνονται με τον θάνατο. Συνεχίζουν να υπάρχουν ως ψυχές, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η Δευτέρα Παρουσία, όπου οι θανόντες θ’ αναστηθούν και όλοι πια θα κριθούν ενώπιων του Ιησού για να κερδίσουν θέση στη Βασιλεία του Πατέρα του.
Η ευχή «Καλή Ανάσταση» για τους Πόντιους έχει μια διαφορετική σημασία με βαθύτερη έννοια, από εκείνη που νομίζουν οι περισσότεροι. Ουσιαστικά, εύχονται στους αγαπημένους τους να έχουν καλή ανάσταση. Δηλαδή, να κριθούν για τα πεπραγμένα τους -κατά τη Δευτέρα Παρουσία- και να καταλήξουν εκ των δεξιών του Ιησού Χριστού.
Είναι γεγονός. Οι Πόντιοι δεν φοβούνται τον θάνατο. Τον έχουν αποδεχτεί και τον έχουν νικήσει περιμένοντάς τον… ως τελευταίο σκαλοπάτι πριν την αιώνια ζωή.
Γι’ αυτούς το νεκροταφείο δεν είναι χώρος τρομακτικός. Είναι το μέρος που ενώνει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Τα ταφία τους είναι ο τόπος που θα καταλήξουν τα σώματά τους και θα ενωθούν ξανά με των δικών τους, όταν οι ψυχές τους αναληφθούν στους ουρανούς. Είναι η κληρονομιά των παιδιών τους. Ένα σημείο ν’ αποταθούν, όταν λυγίζουν από την απουσία των αγαπημένων τους. Πηγή αγαλλίασης κι όχι φόβου.
Καθώς λοιπόν δε φοβούνται -μήτε τους νεκρούς και τους τάφους, μήτε τον θάνατο- οι Πόντιοι ξεκινούν τσ’ ετοιμασί για το ταφικό έθιμο, από τη Μεγάλη Εβδομάδα κιόλας.
Τη Μεγάλη Παρασκευή επισκέπτονται το νεκροταφείο, κατά πως επιβάλλει η ποντιακή παράδοση να ζητούν οι νεκροί:
Τα Φώτα θέλω το κερί σ΄
και τη Ψυχού (Ψυχοσάββατο) κοκκία (κόλλυβα)
και τη Μεγάλ΄Παρασκευήν, ένα μαντήλι δάκρυα.
Φροντίζουν να αθίζουν* κι ν’ απογριζεύουν* τα οικογενειακά μνήματα. Τα στολίζουν με στεφάνια, που σηματοδοτούν τον ερχομό της Άνοιξης. Αφού περάσει και η Κυριακή του Πάσχα, οι νοικοκυρές ξεκινούν και πάλι να μαγερεύουν. Βάφουν τορνίκια (αυγά), φτιάχνουν, περασκία, πισία, κολοθόπα, παραδοσιακά τσουρέκια, προμηθεύονται το καλύτερο κρασί της αγοράς. Φρεσκάρουν το καλόν τραπεζομάντηλον κι αρχίζουν να καλούν τσ’ τόστηδες (καρδιακοί φίλοι) στην επικείμενη συγκέντρωση.
Την Κυριακή του Θωμά, από νωρίς τα ποντιακά μνήματα γεμίζουν κόσμο. Στρώνονται τα τραπεζομάντηλα και στήνονται τα φαγία. Αρχίζουν να φιλεύουν ο ένας τον άλλον. Κοτκοτάνουν (τσουγγρίζουν) με τ’ αυγά. Πιάνουν κουβέντες. Ακούγονται φωνές, γέλια. Θυμούνται ιστορίες, αστείες και πικρές! Ρωτούν ο ένας τον άλλον από ποιο μέρος ήρθαν οι δικοί του και πόθεν αγόρασαν το μνήμα. Αναμεταξύ τους υπάρχουν ηλικιασμένοι που κάθονται σε σκαμνιά και τα παιξία (παιδιά) τρέχουν ανάμεσα σ’ αγριολούλουδα και μαρμάρινους σταυρούς.
Αφού ολοκληρωθεί η Θεία Λειτουργία, ο Ιεράς ξεκινάει να περνάει από κάθε μνήμα να κάμνει τρισάγιο. Τότε όλος ο κόσμος συγκεντρώνεται πάνω από κείνον τον τάφο
κι όλοι μαζί ψάλλουν:
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος.
Αρκετές φορές κάποιοι δακρύζουν. Δεν είναι στενοχώρια. Είναι π’ αξιώθηκαν και τούτον τον χρόνο ν’ ανταμώσουνε μαζί. Που κατέχουν τη γεια τους κι ετέλεσαν το έθιμο μεχρι τ’ αντίχρονου. Είναι που διατέλεσαν το χρέος τους στους νεκρούς.
Αυτό είναι όλο, λοιπόν!
Ο Χριστός Αναστήθηκε!
Οι Πόντιοι γιορτάζουν και προσδοκούν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Τίποτε άλλο δε φανερώνει πέρα από την πεποίθησή τους στην αθανασία της ψυχής και στη μέλλουσα κρίση .
Αν και το έθιμο είναι γνωστό κυρίως από την τέλεσή του στο νεκροταφείο των Σουρμένων, πραγματοποιείται οπουδήποτε υπάρχουν ποντιακοί τάφοι. Για παράδειγμα, στο Νεκροταφείο Αναστάσεως στη Δραπετσώνα… εκεί οι Πόντιοι κατέχουν μνήματα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο. Τα περισσότερα μάλιστα φτιάχτηκαν στις αρχές του 1900. Όταν πρωτοήρθαν οι πρόσφυγες - πονεμένοι π’ άφησαν πίσω τους νεκρούς και ζωντανούς αγαπημένους, δεν ήθελαν να τους ξαναεύρει ίδια στεναχώρια κι αγόρασαν τα ταφία. Για να μπορούν ν’ ανάβουν ένα κερί, να κάμνουν το λιβάνισμα και μια προσευχή. Για να μην ξεχνούν. Τον ξεριζωμό από τα εδάφη τους τον άντεχαν. Τον ξεριζωμό από τις ρίζες τους δεν τον βαστούσαν.
Έπειτα, στον πόλεμο της Κατοχής όσοι δεν είχαν αγοράσει τάφο λόγω κόστους ξεπούλησαν το βιός στους μαυραγορίτες για να πάρουν και να βάλουν μέσα τα παιδιά τους, που χάθηκαν από σφαίρα.
Έτσι, κατέληξαν οι Πόντιοι της προσφυγιάς που έφτασαν στον Πειραιά να έχουν το δικό τους σημείο αναφοράς και μνήμης. Τσ’ οι τάφοι απόγιναν κομμάτι ενός από τα σπουδαιότερα, ευρωπαϊκά νεκροταφεία κι η συνήθεια να ανταμώνουνε σ’ αυτούς να συζητιέται πια παντού!
Πηγή: MeaCulpa