Ανεβαίνοντας στο Παρχάρ του Σουλτάν Μουράτ, ενός από τα πιο φημισμένα στην Τραπεζούντα |
Γράφει ο Χρήστος Κωνσταντινίδης
Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018, μία μέρα μετά το Μπαϊράμι των μουσουλμάνων. Μαύρα σύννεφα έχουν σκεπάσει το Karadeniz. Αποβραδίς βρέχει πάνω στα όρη μέχρι κάτω στην πόλη. Εκείνο το βράδυ με φιλοξενεί στο σπίτι του, στον Όφι, ο Κεμάλ μαζί με τον Usta Χουσεΐν. Σηκώθηκα πρώτος, έφτιαξα πρωινό αβγά να φάμε και περίμενα τους άλλους να σηκωθούν, για να φτιάξουμε το πρόγραμμα. Το γκρίζο τοπίο και το ψιλόβροχο κάνει λιγότερο απολαυστικό το ξύπνημά τους. «Που θα πάμε ρε γαμώτο με αυτόν τον καιρό;», λέγαμε και αναρωτιόμασταν πως θα ήταν τα πράγματα πάνω στον Παρχάρ.
Η ελπίδα όμως άρχισε να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά μας. Στο βάθος, στα ανατολικά, φαίνεται ξεκάθαρα, ότι στη Ριζούντα δεν ρίχνει ούτε σταγόνα. Ο καιρός πάει ανοίξει. Πίνουμε καφέ στο πόδι και φεύγουμε, να πάρουμε την Αϊσέ, τη γαρή του Χούσου, να φορτώσουμε το φορτηγό και να μπούμε στη στράτα, αφού επρογεύταμε, φάγαμε πρωινό δηλαδή, συκώτια από το μοσχάρι που έκαναν... Κουρμπάν λόγω της μουσουλμανικής εορτής.
Στον δρόμο σταματάμε στο ποτάμι να τσεκάρουμε μία περιοχή και να βγάλουμε φωτογραφίες πάνω στην αερογέφυρα. Συνεχίζουμε για Κατοχώρι, όπου κάνουμε σύντομη στάση, προκειμένου να προμηθευτούμε ψωμί και στη συνέχεια το καμιόνι αρχίζει την ορειβασία. Ποια ορειβασία δηλαδή; Ο δρόμος είναι αξιοζήλευτος. Ο Ερντογάν έχει κάνει πολύ μεγάλα έργα στην περιοχή, γι'αυτό άλλωστε οι άνθρωποι του έχουν εμπιστευτεί την ψήφο τους. Πριν πάρει την προεδρία, δεν είχαν καν αμαξιτούς δρόμους, για να πάνε από τα χωριά τους στην Τραπεζούντα και τώρα βλέπεις φοβερούς αυτοκινητόδρομους που εναλάσσονται με τούνελ, τα οποία τρυπούν τα βουνά χωρίς να διαταράσσεται το φυσικό κάλλος τους.
Ανεβαίνουμε για το παρχάρι του Σουλτάν Μουράτ. Η φύση μας προκαλεί να την απολαύσουμε, όπως μία ωραία γυναίκα με την ομορφιά της. Σε ένα ύψωμα κάνουμε στάση για νερό. Κοντά υπάρχει ένα παρχαρόσπιτο και μία ντουζίνα κοσσάρες που βόσκουν ολόγερά του. Με το που βλέπουν το καμιόνι να σταματά, πήραν φόρα και ήρθαν σαν τρελές καταπάνω μας. Αυτό το θέαμα δεν το έχω ξαναδεί. Τα πτηνά ήταν τόσο φιλικά λες και τα είχαν μέσα στο σαλόνι τους. Ρε σεις λέω, οι κότες εδώ πάνω, μόνο... κότες δεν είναι. Μάλιστα μία εξ αυτών ήταν πολύ θαρραλέα, αφού επέτρεψε στον Χουσεΐν να την πάρει αγκαλιά. Ο μάστορας δε της έδειξε την αγάπη του, φιλώντας την στο κερντά της, στον σβέρκο της δηλαδή.
Και αφού απολαμβάναμε τις παλαλές κότες, βλέπουμε την Αϊσέ να απομακρύνεται. Επιστρέφει με μία ρίζα αζαλέας στο χέρι. Αυτό είναι το φυτό, το οποίο βόσκουν οι μέλισσες, που παράγουν το ξακουστό ζαντόμελο. Το συγκεκριμένο μέλι είναι πολύ καλό για την υγεία, αλλά έχει επίδραση στον οργανισμό σαν τα ναρκωτικά. Ο Ξενοφών το αναφέρει στην Κύρου Ανάβασις με λεπτομέρεια.
«... ορθός δ' ουδείς εδύνατο ίστασθαι, αλλ' οι μεν ολίγον εδηδοκότες σφόδρα μεθύουσιν εώκεσαν, οι δε πολύ μενομένοις, οι δε και αποθνήσκουσιν...»
Οι στρατιώτες δεν ήξεραν ότι έπρεπε να φάνε λίγη ποσότητα και έχασαν τις αισθήσεις τους. Τους είχαν για πεθαμένους, απ' ότι φαίνεται όμως έπεσαν σε κώμα, αφού τρεις μέρες μετά ξύπνησαν από τον βαρύ ύπνο που τους πρόσφερε η βρώση του μελιού.
Ξαναμπαίνουμε στο καμιόνι και κινούμε για άλλο μέρος. Επισκεπτόμαστε τη θεία της Αϊσέ, η οποία επαρχάρευεν μαζί με τέσσερις γιους και τη μια της κόρη. Μας φίλεψε καϊμάκι με ψωμί, το οποίο και απολαύσαμε με περίσσια όρεξη. Του παρχαρί ο αέρας άλλωστε στην ανοίγει θες δεν θες. Η κρέμα ερέθισε τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας μου και επανέφερε μνήμες στο μυαλό μου. Εντόκεν 'ς σο νου μ', η καλομάνα μ'. Τι άπληστοι που είμαστε εμείς οι άνθρωποι, σκέφτηκα. Όταν ήμουν μικρός τα είχα απλόχερα όλα αυτά, η γιαγιά έφτιαχνε με της αγελάδας της το γάλα τα πάντα, αλλά τότε δεν με συγκινούσε τίποτα. Τώρα στα πρώτα... άντα μου ξύπνησε η λαχτάρα, αυτής της παιδικής ευδαιμονίας που έφυγε και πίσω δεν γυρνά...
Βγαίνω έξω, κερνάω ένα τσιγάρο από τα Καρέλλια μου, τον ένα εκ των γιων της θείας, τον Μουσταφά. Αυτός με τις αγροτικές δουλειές καταπιάνεται, αλλά απ' ότι φαίνεται η κάθοδος στην πόλη δεν θα αποφευχθεί. Η αστυφιλία δεν έπληξε μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Τουρκία. Ευκαιρώθαν τα χωρία και η πόλη ανθρώπ'ς εγομώθεν. Η θεία έσφαξε όσα χτήνια είχε στο Κουρμπάν και απέμεινε με μία αγελάδα, η οποία είναι μικρή και ανέντριστος. Άρα γάλα θα αργήσει να φέρει...
Το μποστάνι μας προσέφερε μία φυσική λιχουδιά. Η Αϊσέ μάζεψε κόκκινα μύρτιλλα από τον κήπο και τα προσέφερε με τη χούφτα της. Είναι γλυκόξινα στη γεύση, χωρίς όμως να σου ερεθίσουν τη γλώσσα, όπως αυτά που εισάγουμε στην Ελλάδα. Άλλο το νερό και το χώμα εκεί πάνω. Ό,τι φυτεύεις γίνεται πεντανόστιμο.
Η ώρα πέρασε, αποχαιρετιστήκαμε και ξαναφορτωθήκαμε στο φορτηγό, για να πάμε στο παρχάρι του Σουλτάν Μουράτ, ένα από τα φημισμένα στην περιοχή του νομού Τραπεζούντας, στο οποίο, το 1915 είχε γίνει ιστορική μάχη ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Ρώσους, κατά τον Α' Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην περιοχή, δε, υπάρχει κοιμητήριο πεσόντων στρατιωτών που ονομάζεται Şehitler Tepesi, δηλαδή «λόφος των μαρτύρων».
Η εικόνα είναι απογοητευτική, παρότι ο καιρός ήταν καλοκαιρινός. Η φύση έχει μολυνθεί από την παρέμβαση των ανθρώπων, όχι όμως των ντόπιων. Οι Άραβες απ' ότι φαίνεται, εκτός από τον παρά τους, αφήνουν και τα σκουπίδια τους. Η θέα δεν είναι ξένη σε εμάς. Παρόμοιες καταστάσεις βιώνουμε και στην Ελλάδα τις τουριστικές περιόδους. Το θέμα είναι, ότι εμείς οι Έλληνες δεν σεβόμαστε το φυσικό περιβάλλον, γι'αυτό και οι ξένοι εκμεταλλεύονται την έλλειψη κανόνων. Στην Τουρκία όμως οι κάτοικοι μεριμνούν και η εικόνα των σκουπιδιών τους εκνευρίζει. Η Αϊσέ έκανε μάλιστα ζωντανή μετάδοση στο facebook για να δείξει στον κόσμο τι άφησε η... επέλαση των βαρβάρων.
Συνεχίζουμε την περιήγηση, επισκεπτόμαστε το περιποιημένο τζαμί που είναι αφιερωμένο στον Σουλτάνο που έδωσε το όνομά του στο μέρος και στη συνέχεια αράζουμε σε γραφικό, παραδοσιακό καφέ, πολύ γνωστού μουσικού οργανοπαίχτη που παίζει χειλιαύλιν. Πρόκειται για φλογέρα, η μορφή της οποίας παραπέμπει σε αρχαιοελληνική κατασκευή. Πίνουμε τσάι και ο μάστορας, ο Χουσεΐν παραγγέλνει από τον μαγαζάτορα να μας παίξει τους βουκολικούς σκοπούς του. Ο ήχος του καβάλ του Yusuf Öztürk σε ταξιδεύει και δημιουργεί εικόνες στο μυαλό σαν να διαβάζεις μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη...
Το τηλέφωνό μου χτυπά. Στην άλλη άκρη του ακουστικού είναι ο Μαχμούτ από τα Σούρμενα, με τον οποίο γνωριζόμαστε χρόνια από το facebook. Rum Turk αυτός, Rum Yunan εγώ, κοινά χαρακτηριστικά, κοινή γλώσσα. Αυτός έχει άδεια και κάθε μέρα παίρνει τη μηχανή του και λάσκεται, τριγυρνά, τα παρχαριά. «Έρχομαι εκεί με τον γιο μου», μου λέει χωρίς να με ρωτήσει που έχω καθίσει. Με βρήκε αμέσως όμως, λες και είχε ραντάρ. Καθόμαστε, παραγγέλνουμε τσάι, πίνουμε και συζητούμε. Μια μεγάλη γυναίκα μας παρακολουθεί στη γωνία. «Εσύ από που είσαι», με ρωτά με περιέργεια στα ποντιακά. «Ας σο Yunanistan» της απαντώ. «Έτσι πες μου. Εγώ τα έχασα. Δεκαπέντε λεπτά σε παρατηρώ να μιλάς και όλο ρωμέικα ακούω από το στόμα σου. Μία τούρκικη λέξη δεν άκουσα», μου είπε.
Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα η απουσία ελληνικής επίδρασης στη γλώσσα τα τελευταία 100 χρόνια. Η διάλεκτος αρχίζει να χάνεται. Οι Οφλίδες ελληνόφωνοι μιλούν όμορφα και τραγουδιστά. Αλλά όταν δεν τους έρχεται η ρωμέικη έκφραση στο μυαλό, τότε μπλέκουν στις προτάσεις τους τούρκικα. Σε αντίθεση με αυτούς, οι Τονγιαλίδες ελληνόφωνοι που ζούνε δυτικά της Τραπεζούντας, ελληνοποιούν τις λέξεις και τα ρήματα, κάτι που γινόταν και με την παρουσία των Ελλήνων Χριστιανών, πριν την ανταλλαγή, αλλά όχι σε τόσο τεράστιο βαθμό. Για παράδειγμα, λένε συχνότερα το «κουγιεύω» από το διαβάζω. Η λέξη μετασχηματίστηκε από το απαρέμφατο okumak και με παρόμοιο τρόπο έχουν διαμορφωθεί πασίγνωστες λέξεις της ποντιακής, όπως το αραεύω, το σασιρεύω, τοπλαεύω, καντουρεύω και άλλες πολλές.
Αφού αποχαιρετηθήκαμε με τον φίλο μου, τον Μάχο, πήραμε τη στράτα για τον γυρισμό, αλλά από άλλο μονοπάτι, δύσβατο και απόκρημνο. Μας προσέφερε όμως μαγευτική θέα. Η δείσα ή κατσίμαλε, όπως τη λένε οι ντόπιοι, πηγαινοερχόταν από κάτω μας. Πανύψηλ αλάτια χρωματίζουν τις υπώρειες των όρεων. Τα βράχια στέκονται από πάνω μας ολόρθα και μας παρατηρούν. Η εικόνα είναι μαγευτική και προσφέρεται για λήψη πολλών φωτογραφιών και βίντεο.
Κάναμε πολλές στάσεις για τσιγάρο, το τραβά άλλωστε η θέα και κατεβήκαμε στα χαμηλά. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, η Αϊσέ μου εξιστορούσε τα ανδραγαθήματα του αδερφού της Κεμάλ, ο οποίος οδηγούσε και επένδυε με περισσότερες λεπτομέρειες την αφήγηση για τις σκανταλιές που έκανε όταν ήταν μικρό παιδί. Ο πατέρας του δεν μπορούσε με τίποτα να τον κάνει καλά. Ούτε αλυσίδες δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν φυλακισμένο σε ένα μέρος. Απ' ότι φαίνεται γι'αυτό επέλεξε να κατασκευάζει σκεπές στα σπίτια. Του αρέσει ο κίνδυνος και να δημιουργεί ατενίζοντας από ψηλά τον κόσμο.
Το βράδυ μας περίμενε ο Adem Ekiz στα Σούρμενα, όπου συμμετείχε σε συναυλία του AKPARTI, η οποία συγκέντρωσε χιλιάδες κόσμου από όλα τα μέρη της Τραπεζούντας.